Новогреческий словарь
κατηγορηματικά
κατηγορηματικά
категорически; решительно
;
αρνούμαι (δηλώνω) ~ — категорически отрицать (заявлять)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
категорически
? —
κατηγορηματικά
как на
(ново)греческом
будет слово
решительно
? —
κατηγορηματικά
как с
(ново)греческого
переводится слово
κατηγορηματικά
? — категорически, решительно
#
(ново)греческий словарь
—
Μογγολία
—
απαρέγκλιτος
—
ραδιογωνιόμετρο
—
σύντομα
—
φορολογία
—
δομώ
—
φτισιά
—
αχνούδωτος
—
ατμοσυρίκτρα
—
αρχοντοχωριάτης
—
υδροχρωματιστής
—
συγγενικός
—
μπαγάσας
—
αγριοκηίρι
—
ρίπημα
—
ιερομάρτυρας
—
ανάλλακτος
—
μαγνιά
—
διχτάτος
—
αναξιοπιστία
—
υδαταγωγός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве