|
η уха #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово уха? — κακκαβιά как с (ново)греческого переводится слово κακκαβιά? — уха — επικήδειος — σεσαγμένος — βρόγχίσκος — γκρημνός — ψωμόλυσσα — υγροσκοπικός — σέρρα — καταπλήσσω — σκηνογραφικός — δυσλεξία — κακομοιριά — παγανίστρια — δεινοπαθώ — αηδονολάλητος — αλκοολόμετρο — μάντης — ραχατιλίκι — ανασυντάσσω — συμβουλάτορας — άρσενοκοιτία — μπαγδατί |
|||