Новогреческий словарь
αδένας
αδένας
ο
железа
;
θυρεοειδής ~ — щитовидная железа
;
ενδοκρινείς ~ες — железы внутренней секреции
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
железа
? —
αδένας
как с
(ново)греческого
переводится слово
αδένας
? — железа
#
(ново)греческий словарь
—
εικονοποιός
—
συμπράττω
—
ξανακύλημα
—
συζητητικά
—
κεντήστρα
—
βλαμμένος
—
ενδοθι
—
περιπτωσιολογία
—
αυτοψηφίζομαι
—
λιούρατζης
—
υποχρεώνω
—
εξορία
—
μυτιά
—
σερμπέτι
—
λίγδα
—
δανειστής
—
μάτιασμα
—
ελαιοχρωματιστής
—
ξυστικά
—
ψιψίρης
—
ατροπολόγητος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве