Новогреческий словарь
φροντιστηριακά
φροντιστηριακά
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
φροντιστηριακά
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αλληλεπαγωγή
—
μιξοπάρθενη
—
ψυχοβλαβής
—
προσέτι
—
γλωσσάδικο
—
σπουδαιολογία
—
χιούτη
—
δράμι
—
αδέρφωμα
—
λείβομαι
—
αναβλητικός
—
προχωρημένος
—
μπάλωμα
—
συσχέτιση
—
προσήκει
—
φυσιογνώμων
—
αγιοκέρι
—
πρόβειος
—
διαιτήτρια
—
παραπέτο
—
προσχεδίασμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве