Новогреческий словарь
νομοτελειακός
νομοτελειακός
:
νομοτελειακό φαινόμενο — закономерное явление
;
~ή ανάπτυξη — закономерное развитие
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
νομοτελειακός
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ενδεκάμηνον
—
αρχιτσόγλανος
—
οινολογικός
—
εμπορεία
—
πολυθεϊσμός
—
βρογχοσκόπία
—
προαποβιώ
—
πρότερος
—
ναργιλές
—
κυπριακός
—
ονειδισμός
—
αυτοεπίγνωση
—
δακτυλογράφος
—
ιχθυοτροφικός
—
εμπρηστικός
—
εξαποδώς
—
πομπώδης
—
ωοτοκία
—
χαλύβωση
—
φαγουρίζω
—
αδίκιωτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве