Новогреческий словарь
λεξικογραφία
λεξικογραφία
η
лексикография
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
лексикография
? —
λεξικογραφία
как с
(ново)греческого
переводится слово
λεξικογραφία
? — лексикография
#
(ново)греческий словарь
—
πηδαλιούχος
—
αξιοκρατία
—
προγνωστικό
—
λιθόκολλα
—
αυτοπροβάλλομαι
—
χολόρροια
—
συντοπίτισσα
—
ανορθώνω
—
σπιρουνάρω
—
σακχαρόπηκτον
—
νεωτεριστικός
—
εσιχάθην
—
λαχανάλμη
—
αποκλίνω
—
αποχρέμπτομαι
—
εκών
—
γιαπωνέζικα
—
χτυποκάρδισμα
—
ουρανοβάτης
—
εξηκοντούτης
—
διαμοχλεύω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве