Новогреческий словарь
μονύελος
μονύελ|ος
ο
монокль
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
монокль
? —
μονύελος
как с
(ново)греческого
переводится слово
μονύελος
? — монокль
#
(ново)греческий словарь
—
αμαυροφανής
—
μεθόρια
—
γαλάζιος
—
υπερίπταμαι
—
λοχανοφάγος
—
περγουλιά
—
καυχησιολογία
—
αρριχτος
—
ανυφαντής
—
καλοθωρώ
—
πυρακτώνω
—
ξεχειλωμένος
—
εντολέας
—
παρομοιάζω
—
γινόμενος
—
διαβροχή
—
αποστραβώνομαι
—
ομφαλίτις
—
εισπίπτω
—
υπολογισμένος
—
υλακή
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве