Новогреческий словарь
ορνιθοτυφλιά
ορνιθοτυφλιά
η
куриная слепота
(болезнь)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
куриная слепота
? —
ορνιθοτυφλιά
как с
(ново)греческого
переводится слово
ορνιθοτυφλιά
? — куриная слепота
#
(ново)греческий словарь
—
τεμπέλιασμα
—
μελιτοσάκχαρον
—
μπαγιατίλα
—
γριφοειδής
—
καπετανλίκι
—
φεσώνομαι
—
απλοχεράζω
—
αφροστέφανος
—
λιποταξία
—
κυρτώνομαι
—
ψυχραίνομαι
—
αρραβωνιαστική
—
κουτσονούρικο
—
ψευτοπερνώ
—
αναξυρίδα
—
ποδοκίνητος
—
μονότερμα
—
κύλινδρος
—
σύμπαν
—
τριπληγία
—
υποβίβασμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве