|
с тех пор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово с тех пор? — έκτοτε как с (ново)греческого переводится слово έκτοτε? — с тех пор — μηχανοποιείο — εκδοροσφαγέας — εξηνταριά — αψυχία — ασχετοσύνη — ψιλικό — καταφέρνω — ακαταφρόνητος — επτάπλευρον — διαιτήσιμος — κυανωτικός — γουρλίτικος — σκαλοκέφαλο — χειλεανάγνωση — μακροβένθος — ριζόγαλο — ανάχωμα — κύτταγμα — αναρχούμενος — βωλογύρισμα — διοργανώνω |
|||