Новогреческий словарь
μωλώπισμα
μωλώπισμα
το
ушиб
(действие)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ушиб
? —
μωλώπισμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
μωλώπισμα
? — ушиб
#
(ново)греческий словарь
—
χρυσοπλουμίζω
—
κατατέμνω
—
ηθικολογία
—
κατεπειγόντως
—
ανίκανος
—
έλαιον
—
γραμμογράφος
—
γρατζουνιά
—
αποβράζω
—
ευάλωτος
—
χρησμοδοσία
—
αχρειολόγος
—
κόψη
—
βοτανολογάω
—
κοφτή
—
λιανοτούφεκο
—
θρόισμα
—
αγουρέλαιον
—
γαστριμαργία
—
δαιμονιότης
—
περίπλους
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве