Новогреческий словарь
λύδιος
λύδι|ος
1)
лидийский
;
2) :
~ία λίθος — пробный камень
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
лидийский
? —
λύδιος
как с
(ново)греческого
переводится слово
λύδιος
? — лидийский
#
(ново)греческий словарь
—
γλιδερός
—
αστραποβολητό
—
αναπασχόλητος
—
απελπισμός
—
πνικτικός
—
καροτσιέρης
—
μαντραχαλίνα
—
υδροκυάνιο
—
αποκοίμηση
—
κλαψουρίζω
—
αξεδίψαστος
—
κωλάκι
—
παραδοσιακός
—
χασάπης
—
πετρώδης
—
καστανότοπος
—
ειδυλλιακός
—
διαπαιδαγώγηση
—
σκοτάδι
—
πρωτόπλους
—
τοξικομανής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве