Новогреческий словарь
κλειδοποιός
κλειδοποιός
ο
слесарь
(изготовляющий ключи, замки)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
слесарь
? —
κλειδοποιός
как с
(ново)греческого
переводится слово
κλειδοποιός
? — слесарь
#
(ново)греческий словарь
—
ανακουνιέμαι
—
εγγαστρωμίνη
—
φρίττω
—
αφυδρογόνωση
—
σκουπόξυλο
—
ίνα
—
δισκίο
—
κοντολογία
—
μπερδεψιά
—
αεροδικείο
—
εφορεύω
—
πρόδρομος
—
υπεσχημένος
—
κρύσταλλος
—
πτητικότητα
—
πειθαναγκάζω
—
παρακυλώ
—
μεταλλογράφος
—
πλουτολογία
—
χρονομέτρηση
—
αναρρουφητό
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве