Новогреческий словарь
σχεδιοποιημένος
σχεδιοποιημέν|ος
запланированный
;
~η οικονομία — плановое хозяйство
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
запланированный
? —
σχεδιοποιημένος
как с
(ново)греческого
переводится слово
σχεδιοποιημένος
? — запланированный
#
(ново)греческий словарь
—
αφοσιώνομαι
—
έχτρα
—
ιικός
—
κεντιά
—
υπογραμμίζω
—
προσωπικότητα
—
πονεντογάρμπης
—
αφεντοχωριάτισσα
—
σηματοδότηση
—
ιστορικά
—
κατσικοπόδαρος
—
συνεκτικός
—
σπινθηρισμός
—
κατωσέντονο
—
λουβιά
—
αρμεχτάρα
—
ατάραχα
—
άύτοπλασια
—
υδατομετρικός
—
ψηφοφορία
—
υποδόρια
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве