|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово χαμηλόπρυμος? — — γκέλλι — χυδαϊκός — βυζαχτής — γανώνω — ονομασιολογικός — χειροτερεύμα — τραβώ — κατατομή — καταδαμάζω — ταππώνω — αντιδικία — αδαμαντοφόρος — μιζέρια — ανήρεσα — αυτοδιοικούμαι — άχι — σπλαχνίζομαι — σταμπωτός — ετερομορφικός — αποβάλλω — ρεκάζω |
|||