Новогреческий словарь
κατσαπρόκος
κατσαπρόκ|ος
ο
шило
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
шило
? —
κατσαπρόκος
как с
(ново)греческого
переводится слово
κατσαπρόκος
? — шило
#
(ново)греческий словарь
—
γόσμα
—
μυρμηγκοφωλιά
—
μετρική
—
ξεζουμίζω
—
αποχωρίζομαι
—
κατευφραίνω
—
αδαής
—
κεντίζω
—
δεκαοκτοετής
—
ανατρίχιασμα
—
μειώ
—
ουράνια
—
εργοληψία
—
φτίση
—
γαλβανοτεχνία
—
βιβλιεκδότις
—
ευοσμίτης
—
μηλοβολάω
—
χρυσοπώλης
—
οικονομική
—
στραγγώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве