Новогреческий словарь
μπεζαχτάς
μπεζαχτάς
ο
ящик для выручки
(в лавке, магазине)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ящик для выручки
? —
μπεζαχτάς
как с
(ново)греческого
переводится слово
μπεζαχτάς
? — ящик для выручки
#
(ново)греческий словарь
—
διαβολόκαιρος
—
ημιέκταση
—
ηλεκτρόφωνο
—
ξύπνιος
—
αντιπαθής
—
αχυροκέφαλος
—
χορδίτις
—
προσκύνημα
—
τακτοποιημένος
—
πλαγιοκαλπασμός
—
εκδοτέος
—
αναπηνιστήριον
—
τιμολογώ
—
αράγε
—
περί
—
αντικαθολικός
—
κρυφομιλώ
—
συρματόσχοινο
—
χαρτομάζα
—
χαψιά
—
περιφέρομαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве