Новогреческий словарь
διαδικτυακός
διαδικτυακός
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
διαδικτυακός
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ξετέντωμα
—
υπερχρονισμός
—
φυσιολάτρις
—
επισανίδωμα
—
οδοντοκεραμεική
—
ιαβέρειος
—
κερατιάτικος
—
τσομπάνος
—
προκοίλι
—
κατευθείαν
—
σπανός
—
ευνοϊκά
—
κότα
—
μουγγρητό
—
θηλάζω
—
δίκρουνος
—
παντρεύομαι
—
σκιάζω
—
διαστικός
—
καλλιτέχνημα
—
ινδιάνος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве