|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ωτοασπίδα? — — στρατοπεδευμένος — θαλπερός — σαγονάς — ρεζιλίκι — βίνια — μυάγρα — αναπηδώ — περαματάρης — πλευροκόπηση — συγκεφαλαίωση — ενοχοποιούμαι — ξεκληρίζω — αντικάμαρα — χρυσαφύς — σκατένιος — πεσιά — τρύκ — λευκοπώγων — παιδαγωγώ — σακκιά — ακτήμων |
|||