Новогреческий словарь
αροτήρ
αροτήρ
(-ήρος) ο :
~ βούς — рабочий вол
;
~ ίππος — рабочая лошадь
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
αροτήρ
? —
#
(ново)греческий словарь
—
θειωτήρ
—
ψευδαργυρώνω
—
τόγα
—
στιά
—
διασαφήνιση
—
στριφογυρίζω
—
υποπράσινος
—
πρασινομάτης
—
ράβδωση
—
νομότυπος
—
ζουρλός
—
επαναπαύομαι
—
μειωτικά
—
αποθαρρύνω
—
ταβάνιος
—
ματαιοσπουδία
—
αγάλι
—
ξαναμωραίνω
—
ράπισμα
—
επίπλωση
—
διαμέτρηση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве