|
выдвигаться (о взаимных обвинениях) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово выдвигаться? — αντεγκαλούμαι как с (ново)греческого переводится слово αντεγκαλούμαι? — выдвигаться — πρόνοια — περιορισμένα — ανακρέμαση — αντιληπτικός — ουρήθρα — ψελλισμός — στεντόρειος — αδόκιμος — στάσιμος — πιτιηλάδα — γρούζο — ηλεκτροποιώ — Ξ — ταυτολογικός — λαμπαδάριος — ρίνη — πλουσιόπαιδο — περιθώριο — αποκομμένος — ευφόρητος — μεφιτικός |
|||