|
(αόρ. αντεπισκέφθηκα) наносить ответный визит #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово наносить ответный визит? — αντεπισκέπτομαι как с (ново)греческого переводится слово αντεπισκέπτομαι? — наносить ответный визит — ακατάσχετα — ετομολόγος — νάρκα — ξενίζω — μηδενικό — φουρκάλι — ατυχαίνω — καταβρεκτήρ — λιγνίτης — φύω — νεκράνθεμον — σταχολόγημα — μπερλίνα — υπομάζιον — Σεπτέμβριος — τεφτέρι — υπερπηδώ — σά — χρωμάτωση — βέμβιξ — αντιπερισπώ |
|||