|
το просо #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово просо? — νταρί как с (ново)греческого переводится слово νταρί? — просо — χρονοβόρος — καρπωτής — αυγουστίνος — ιλαριώδης — αναφουφούδιασμα — πυκνόρρευστος — επιμεταλλώνω — κατασκηνώνω — απαιτητός — κοντανάσα — πανέμορφος — μυθοποιία — αγιαστήρα — εγκωμιαστικός — ελευθέρωμα — φροντιστηριακός — χιονοσκεπασμένος — συνεργείο — μαννάρι — κουνέλα — χλοΐζω |
|||