Новогреческий словарь
προλεταριακός
προλεταριακός
пролетарский
;
~ διεθνισμός — пролетарский интернационализм
;
~ή επανάσταση — пролетарская революция
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
пролетарский
? —
προλεταριακός
как с
(ново)греческого
переводится слово
προλεταριακός
? — пролетарский
#
(ново)греческий словарь
—
ανοσταίνω
—
αποφλοιώνω
—
κυβόλεξο
—
εξάλειψη
—
θανατώνω
—
δομένος
—
γλυφός
—
παραλογιστικός
—
αρωματικό
—
επισημότητα
—
φεγγαροφώτιστος
—
δασύπτιλος
—
ναυλομεσίτης
—
αδελφοπαίδι
—
τρίφτης
—
ρουθούνισμα
—
βουλιάω
—
ενταυτώ
—
θαλασσοχαρής
—
οδοντόσκονη
—
ευθυμολογικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве