|
(-υβος) ο магнитная сталь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово магнитная сталь? — μαγνητοχάλυψ как с (ново)греческого переводится слово μαγνητοχάλυψ? — магнитная сталь — εγγύηση — βοστρυχοειδής — μπανανόφλουδα — ρεσιτάλ — νοικάρισσα — μεσόσκελο — πιά — αλευροπώλης — λύμη — ελεφαντόδετος — ανθεστήρια — ασπρογή — ελάφίδες — ψωραλέα — τευτλοπαραγωγός — διαμέτρημα — οζονίζω — προηγμένος — αντικληρικαλισμός — ανευχάριστος — μοιρολογάω |
|||