|
(-εως) η 1) электрическое освещение; 2) электрификация #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово электрическое освещение? — ηλεκτροφώτισις как на (ново)греческом будет слово электрификация? — ηλεκτροφώτισις как с (ново)греческого переводится слово ηλεκτροφώτισις? — электрическое освещение, электрификация — χλωρόκλαδο — υπερνίκηση — διεκδίκηση — καροτόσουπα — λαϊκάντζα — στίλβω — ιατροδικαστική — προσηλυτίσιμος — εμετώδης — πεντάδιπλος — φεγγαρόφωτο — αγροζημία — τηλεφώνημα — υφαλοδείκτης — φερωνυμία — μονιμοποιούμαι — εκφόβιση — μικροπρεπής — κοσμοϊστορικός — χαλάστηκα — ενζωοτία |
|||