|
перемежаться, чередоваться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово перемежаться? — επαλλάσσομαι как на (ново)греческом будет слово чередоваться? — επαλλάσσομαι как с (ново)греческого переводится слово επαλλάσσομαι? — перемежаться, чередоваться — σταμάτισμα — ατοπία — αλάρμη — υπερορία — συνέρχομαι — σφυγμομανόμετρο — φουστίτσα — κατουρλιά — πτερνοκοπώ — ρουχάλα — επέχω — ξεκάμωμα — βατταρισμός — τρελούτσικος — οικοκυρική — σοδομίτης — αντιγραφικά — λυσσιάρα — σαξοφωνίστρια — κληρονομία — εισβάλλω |
|||