|
высыхать; осушаться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово высыхать? — αποξηραίνομαι как на (ново)греческом будет слово осушаться? — αποξηραίνομαι как с (ново)греческого переводится слово αποξηραίνομαι? — высыхать, осушаться — γιατροπορεύω — υποτιμώμαι — ποντιακός — αλεκτόρειος — ισοβάθμιος — κόραξ — λουτρατζής — απανωτάρι — αεροναυτιλία — ενδοθερμικός — διακοσάρης — αγκαλιά — αλλέγρο — αγεληδόν — επτασύλλαβος — πρίμος — βαθύπλουτος — επιθυμητικός — κονιατής — κατάβρεξη — γκρεμοτσακισμένος |
|||