Новогреческий словарь
ξεμανταλωμός
ξεμανταλωμός
ο
отпирание
(двери, ворот и т. п.);
===
δέν έχει ~ό η γλώσσα του — [phrase]у него язык без костей[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
отпирание
? —
ξεμανταλωμός
как с
(ново)греческого
переводится слово
ξεμανταλωμός
? — отпирание
#
(ново)греческий словарь
—
αρματωλός
—
αυτοκοτάκριση
—
αναπαλμός
—
ωτόρροια
—
εικοσάρικος
—
εξεμάνην
—
προσχώνω
—
δικαιοπραγία
—
ρίχνομαι
—
πρωτοβγαίνω
—
εγωισταράς
—
μπαγαπόντης
—
φλογοκρύπτης
—
πολυχρονάω
—
αλέκτωρ
—
μαθητάκος
—
αλλήλους
—
μικρόζωο
—
ζιπούνι
—
αντίστεκος
—
τρώω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве