Новогреческий словарь
ολολύζω
ολολύζω
(αόρ. ολόλυξα)
рыдать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
рыдать
? —
ολολύζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
ολολύζω
? — рыдать
#
(ново)греческий словарь
—
φωνομετρία
—
γλυκογάλατος
—
διαφέρον
—
οξονικός
—
ευζωνάκι
—
υποκριτής
—
φραχτό
—
ερημικός
—
μουτσόπουλο
—
προπαροξύνω
—
γιατρολογώ
—
αγιοποιώ
—
σαμπάνιο
—
υπολειμματικός
—
Μεσοπεντηκοστή
—
γιακέττα
—
λειαντής
—
ανατολίτης
—
υδατοφράκτης
—
έγγιστα
—
ραντιστήρι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве