|
ο каменный уголь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово каменный уголь? — λιθάνθρακας как с (ново)греческого переводится слово λιθάνθρακας? — каменный уголь — αμαξοποιείο — διαιωνίζω — καρδιόσχημος — κάρρο — σταυρωτά — εκκλησάρης — αρχισυντάκτης — οχλαγωγικός — λογομαχία — ακροπατώ — παλαιοντολογία — σκουφί — χρυσίτιδα — τετράπους — αντιστάτης — εποπτικός — πιλοτικός — σαρδανάπαλλος — αμύριστος — γραφιδοπόλεμος — κατακόπτω |
|||