Новогреческий словарь
βουρβουλίζω
βουρβουλίζω
урчать
(в животе)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
урчать
? —
βουρβουλίζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
βουρβουλίζω
? — урчать
#
(ново)греческий словарь
—
ξενυχιάζω
—
τετράχρονος
—
λονδρέζικος
—
βόγγητό
—
κοτέμπορος
—
βρόμα
—
αλητόπαιδο
—
αταύτιστος
—
συνθιασώτης
—
εκατοχρονίτισσα
—
σολοικισμός
—
προστυχοδουλειά
—
αλανιάρικα
—
ωτογραφία
—
πρόβατο
—
δηγόμαι
—
κραδαντήρας
—
χείμετλον
—
ασφυκτικότητα
—
γκόρτσο
—
γιγαντούμαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве