|
сматывать, наматывать (пряжу) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сматывать? — ανακυκλίζω как на (ново)греческом будет слово наматывать? — ανακυκλίζω как с (ново)греческого переводится слово ανακυκλίζω? — сматывать, наматывать — εύτηκτος — πενηντάρικο — ασυναγώνιστος — παρηγοριά — ακρογιαλιά — θεοκρατία — θεατρομανία — λουκανικόσουπα — ερυμα — επωμίδα — γελασιάρης — λογιστήριο — αποθετάρι — στρωτός — ακριβολόγημα — αποταμίευμο — γλάνος — παραπονεμένος — υποδιαιρούμαι — δερβίσικος — αποσμηκτικός |
|||