|
η упаковщица; расфасовщица #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово упаковщица? — συσκευιάστρια как на (ново)греческом будет слово расфасовщица? — συσκευιάστρια как с (ново)греческого переводится слово συσκευιάστρια? — упаковщица, расфасовщица — προσορμώ — κομπώνομαι — αγιογδύτισσα — βραδυπορία — ώσπου — Αγαθόφυλλο — διαπιστευμένος — διακονεύω — δεκατριάκις — οικειοποίηση — τιποτένιος — σημαίνω — μετέχω — ανθός — πυοσφαίριο — ψαρομανάβης — Λιμενικό — ηωσινοφιλία — νιτρογλυκερίνη — πλινθοστρώνω — ενέργεια |
|||