Новогреческий словарь
πιθαμή
πιθαμή
η
пядь
;
μιά ~ τόπος — клочок земли
;
μιά ~ γής — пядь земли
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
пядь
? —
πιθαμή
как с
(ново)греческого
переводится слово
πιθαμή
? — пядь
#
(ново)греческий словарь
—
πολυχρόνιση
—
ρητίνη
—
πλύση
—
ηδύοσμος
—
μελίρρυτος
—
κτήριο
—
ξεβούλωτος
—
ανάπαλιν
—
βυθίζομαι
—
ξεγύμνωμα
—
προσοσιαλιστικός
—
αδολεσχία
—
αποπαίρνω
—
αντίλαμψη
—
κορφολόγος
—
απλούστατα
—
λιβαδάκι
—
διαμένω
—
χλωροφούντωτος
—
ολιγοτεκνία
—
παραμένω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве