|
ο, η 1) баснописец; 2) собиратель мифов, мифолог #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово баснописец? — μυθογράφος как на (ново)греческом будет слово собиратель мифов? — μυθογράφος как на (ново)греческом будет слово мифолог? — μυθογράφος как с (ново)греческого переводится слово μυθογράφος? — баснописец, собиратель мифов, мифолог — επιτάσσω — χαμαλοδουλειά — μυθολογία — ακροθαλασσιάς — μαλλιοκέφαλα — νεροκολοκυθιά — πυριγενής — παιδιακήσιος — εύτακτος — κοντυλένιος — σάχλας — κυπρινοτροφία — αυτοεξορίζομαι — τρομοκρατικός — καθυβρίζω — γεωφυσική — επισημοποίηση — διετάθην — ιδιόθερμος — αντιφεμινιστής — καψουρεύομαι |
|||