|
Киприотско-новогреческий словарьКиприотско-новогреческий словарьΑΡΦΑΑάπη = αγάπη Αβάκλιστος = ατρύγητος, ατίνακτος, αράβδιστος Αβάσταος = ασυγκράτητος, ευερέσθητος που δεν αντέχει θλίψεις, που δεν διαθέτει υπομονή Αβάτζιη = αρχ. αβάξ σκάφη του αλευρόμυλου, ένα παραλληλόγραμμο βαθούλωμα στη μιά μέσα πλευρά του στόματος του φούρνου όπου συγκέντρωναν τη στάχη Αβαχή = αγαθή Αβάωτα = ανοικτά, ξεκλείδωτα Αβάωτος = που δεν κλείστηκε, ανοιχτός Αβγάσιμον = απόστημα, εξάνθημα Αβγατίζω = αυξάνω, μεγαλώνω, κερδίζω, προοδεύω Άβκασμαν = Αυλάκι, ανάβλυση νερού (από την γη) Αβκαστούρα = τρυπητή κουτάλα Αβκατίζω = γίνομαι αφρούγιος ως αποτέλεσμα καλού οργώματος και της υπάρχουσας υγρασίας στο χωράφι Αβκή = αυγή, πρωί
подробнее
Αβκοκόβκω = βάζω και ανακατεύω το αυγολέμονο στη σούπα που βράζει Αβκολιά = αρχ. εκβολή πλατύ αυλάκι για παραχέτευση ως σύνορο για προφύλαξη του χωραφιού από τα ζώα Αβκολιάζω = κάνω αυλάκι, κάνω αποξηραντικό αυλάκι Αβκολιάτικα = φόρος επι της αβκολιάς Αβκολόημαν = ένδειξη για κότα ότι θα κάνει αυγό Αβκολοούμαι = κακαρίζω συνεχώς πριν γεννήσω (για τις κότες) Άβκον, άρκον = αύριο Αβκοτασιά, αβκοτισιά, αβκότσουβλον, αβκότσουλλο = το κέλυφος του αυγού Αβκοφάς = που τρώει τα αυγά Αβκώννω = ζευγαρώνω Άβκωση = περιεχόμενο Αβκωτή = πασχαλινό τσουρέκι με κόκκινο αυγό στη μέση, κουλούρι στη μέση του οποίου υπάρχει ψημένο αυγό για μνημόνευση του νεκρού Αβλόμωτος, αφλόμωτος = που δεν προσβλήθηκε η δηλητιριάστηκε από φλόμο Αβλοοτόμητος = που δε φλοβοτομήθηκε Αβόλετα = αδύνατα, εξάπαντος Αβοράζω = αγοράζω Άβουλα = παρά τη θέληση κάποιου Αβούλετος = αδύνατος Άβουλος = αναποφάσιστος, διστακτικός, αστόχαστος Αβούρητη = άτρεχτη κοπέλα που δεν τη τρέχουνε ξοπίσω οι άντρες Άβραος, άφραος = ξέφραγος Αβρατζιά = αόρατος, δενδρώδης θάμνος, άρκευθος Αβράτον, αφράτον = τρυφερό Αβρινός = αυριανός Αβρίτης = αφρός, ευφράτης Αβρόγαλη = που αρμέγεται εύκολα Αβρόσιειλος = βόδι με άσπρες τρίχες γύρω από τα χείλη Αβρόσσιιλλα, αρκόσιιλλα, αβρόσσιιλλος, αρκόσσιιλλος, αρκοσσιιλλίν = σκίλλα η παράλιος κν σπουρτούλλα Αβροσσιιλλερή, αβροσσιιλλερόν = χωράφι μέσα στο οποίο αυτοφύεται η σκίλλα Αβροσσιιλλιά = το φυτό της αβρόσσιιλλας Αβρουγιόχωμαν = αφράτο χώμα Αβροχιά = έλλειψη βροχής, ξηρασία Αβτελλερόν = με λιμνάζοντα νερά και βδέλλες Αβτέλλιασμαν = βδέλλα, ασθένεια που σποσβάλλει κατοικίδια και παραγωγικά ζώα Αβυζάκωτος = που δεν στερεώθηκε στερεά Αγαθκιακός = εγκάρδιος Αγαλένος = καυησυχάζω Αγαλιάζω = καθησυχάζω, μετριάζω Αγάλιν = μωρό του βυζιού, αρνί που βυζαίνει ακόμα Αγαμησιά = η αποχή από την ερωτική πράξη Αγανάκτησις, αγανάχτησις = πίεση, ενόχληση, οργή, βλάβη, αδίκημα Αγάνωτος = που δε γανώθηκε, αμόρφωτος Αγγαρεύκω = αναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι παρά την θέληση του Αγγάριον = υποχρεωτική εργασία, σκλαβειά Αγγαρκά = αγγαρεία Αγγάστριν, αγγάστρωμαν = εγκυμοσύνη Αγγελοθωρκά = όψη αγγέλου Αγγελοθωρώ, αντζιελοθωρώ = βλέπω σαν άγγελος ή βλέπω αγγέλους όπως όσοι ψυχορραγούν Αγγελομοίσιδα = η κατάσταση αγγέλου Αγγελομοισιδάτος = που έχει μορφή αγγέλου Άγγονας = εγγονός Αγγονίζουμαι = προσκολλώμαι, αποκτώ, παίρνω κάτι για αγγονίν δηλ. Παραγωγή Αγγόνιν = εγγόνι Αγγόνιν = απόκτημα, αυτό που κρατάμε ως καλό για πολλαπλασιασμό ή αναπαραγωγή που δεν αποχτήθηκε με αγορά Αγγόνισσα = εγγονή Αγγουρκά = αγγουριά Άγγουρος = άγουρος καρπός Άγγρη = δυσαρέσκεια, οργή, θυμός Αγγρίζω, αγγρίζομαι = αρχ. αγρίζω Ησύχ. Αγρίζειν οργίζομαι, ερεθίζομαι, θυμώνω, εξαγριώνω, δυσαρεστούμαι Άγγρισις = διχόνοια, θυμός, οργή Άγγρισμαν, άγγριν = χόλιασμα, ερεθισμός, δυσαρέσκεια μεταξύ δυό προπώπων Αγγρίσμιν = η ψυχρότητα στις σχέσεις μεταξύ δυό προσώπων Άγια = αμέ, άντε Αγιάζω = γίνομαι άγιος, αδυνατίζω Αγίνωσκος = αθώος, άπειρος Άγιος, γιώμαν = σκουριά αρχ. ιός Αγιώννω = αρχ. ιοώ σκουριάζω, αραχνιάζω Αγκαθθερή, αγκαθθερόν = φυτό ή χωράφι γεμάτο αγκάθια Αγκαθθοκόπιν = εργαλείο με το οποίο χαράσσονται γραμμές ή διάφορα σχήματα πάνω στην πόρτα Αγκάλεμαν = καταγγελία, μήνυση, διένεξη, αγωγή, κλήση Αγκαλεμένος = αρχ. εγκαλώ που εγκαλείται Αγκαλεσίμιν = δικαστική αγωγή ή μήνυση Αγκαλεσιός = αυτός που εγκαλεί Αγκαλεστής = κατήγορος Αγκαλετιός = αυτός που εγκαλεί Αγκάλη = αρχ. αγκάλη αγκαλιά, χειρόβολο, δέσμη από 6 περίπου χειρόβολα σταχυών, με τα οποία οι αγκαλιαρκές φτιάχνουν τα δεμάδκια, ο κόλπος του ανθρώπου Αγκάλια = δικαστική καταγγελία Αγκάλια = αγκαλιά, δεσμίδες από θερισμένα στάχυα Αγκαλιάρης = που μαζεύει της αγκαλίδες των σταχυών Αγκαλιαρκά, αγκαλιδαρκά = εργάτρια που μαζεύει τα χειρόβολα και τα δένει σε δεμάτια Αγκαλιδκιαστός = αγκαλιασμένος Αγκαλίζομαι = αρχ. αγκαλίζομαι αγκαλιάζω Αγκαλιώ, αγκαλιώ = αρχ. εγκαλώ παραπονιέμαι, κατηγορώ, καταγγέλλω, κινώ αγωγή, κάνω μήνυση Αγκαλωμένος = που εγκαλείται Αγκαλολοώ = μαζεύω στάχυα για να κάμω αγκάλες Αγκαλώ = μηνύω, εγκαλώ κάποιον στο δικαστήριο Αγκανιά, αγκανίστρα = η φωνή του γαϊδάρου Αγκανίζω, αγκανιώ = γκαρίζω Αγκάνισμαν = γκαρίσμα Αγκανολοώ = γκαρίζω συνέχεια Αγκαρδιακός, αγκαρκιακός = αγαπητός, επιστήθιος, εγκάρδιος, ολόψυχος, στενάς συνδεδεμένος Αγκαρκιακά = εγκάρδια, ολόψυχα Αγκόρφιν = μσν γκόρφι Άγκος = όγκος Άγκουρα = άγκυρα Αγκοφοριχιά = στενοχώρια Αγκώνα = αρχ. αρκών αγκώνας, μέτρο μήκους Αγκωνάριν = γωνιακή πέτρα στα θεμέλια του σπιτιού Αγκώννω, ογκώννω = αρχ. ογκόω εξογκώνομαι, φουσκώνω μτφ θυμώνω Άγνα, άχνα = πνοή Αγναγκιάζω, αχναγκιάζω, αγναντζιεύκω = προφυλάσσω κάτι από τον άνεμο Αγνάγκιον, αχνάγκιον, απάγκιον = προφύλαξη από ψηλό μέρος, τόπος, χωράφι ή λιμάνι που βρίσκεται σε μέρος υπήμενο (αγνάντιον + εναντίον) Άγνη = αρχ. άχνη λεπτό άχυρο Αγνιά, άγνος = λυγαριά αρχ. άγνος Άγνια, άχνια = το πρώτο μετά τον τοκετό των προβάτων πηκτό γάλα, κρούστα βρασμένου γάλακτος, αφρόγαλο Αγνιάκιν = μικρή λυγαριά Αγνιερή, αγνιερόν = χωράφι μέσα στο οποίο αυτοφύεται ή αφθονεί η αγνιά Αγνίζω, αχνίζω = βγάζω αχνό αρχ. άχνη Αγνοπόδαρα = αχνάρια των ποδιών Αγνωρίζω = γνωρίζω, αναγνωρίζω Αγορασιμιός = αγορασμένος Αγοραστιός = αγοραστής Αγραππέτιν, αδραππέτιν = που πηδά γρήγορα (αδρώς πέτεσθαι) Αγραχτάς, αδραχτάς, αρακτάς = μεγάλο αδράχτι για χοντρό σχοινί Αγράχτιν, αδράχτιν = αδράχτι Αγρέλλιν = (άγριος + έλειον) σπαράγγι, αγρέλι Αγρελλοπόλυμαν = τρυφερή βλάστηση φυτών, δεντρών κτλ. Αγριάδα = πυρά, φλόγα, καύσωνας Άγριν, άγρη = ομηρ. Άγρη τα εκλεκτά και τρυφέρα μέρη του κρέατος του λαγού Αγρινιδκιά, αγρινέ, αγρινιάς = αίγια που το χρώμα της μοιάζει με αυτό του αγρινιού Αγρινομαλλούρα = αίγια το τρίχωμα της οποίας μοιάζει με αυτό του αγρινού Αγροικούμαι = αισθάνομαι, συνεννοούμαι, γίνομαι κατανοητός Αγροικώ, αθροικώ = καταλαβαίνω, κατανοώ, ακούω, κρίνω ορθά Αγρούππα = χωρίστρα Αγρυπνίζω = μένω άυπνος Αγρωνίζουμαι = αναγνωρίζομαι, διακρίνομαι αντιλαμβάνομαι Αγρωνίζω = αναγνωρίζω Αγρωνιμιά = γνωριμία, γνώση, αναγνώριση Αγρώνισις = γνώση, γνωριμία, αναγνώριση Αγρωπεύκω, αδρωπεύκω, αθρωπεύκω, αχρωπεύκω = ενηλικώνομαι, αποχτώ τρόπους ενήλικα Αγρωπιά, αδρωπιά = ανθρωπιά, η αντρική συμπεριφορά, φέρσιμο καλού ανθρώπου Άγρωπος, άχρωπος, άδρωπος = άνθρωπος, άντρας, σύζυγος Αγχιστεύω = αρχ. άγχιστος είμαι πολύ κοντά, γειτονεύω Αγωγιάζω = ενοικιάζω σε κάποιον Αγωγιασμένον = ενοικιασμένο Αγωγιαστής = ενοικιαστής ζώου Αγωγιάτης = ενοικιαστής ζώου Αγώγιν, αγώγιον = μεταφορικά, μίσθωση για μεταφορά Άδεια = δικαίωμα Αδεια = άπεριο Αδειάζω = δίνω άδεια για να γίνει κάτι Αδειάση, αδειάσιν = ευκαιρία Αδελφικόν = επιληψία, σεληνιασμός Αδελφοσύνη = φιλία, στενή αδελφική φιλία, ιδιότητα αδελφού, σύνολο αδελφών και συγγενών Αδελφοτέκνη = ανιψιά Αδελφοτέκνιν = ανιψιός Αδελφότεχνος, αδελφοτέκνος, αδερφοτέχνος = ανιψιός από αδελφή Αδεξιοσύνη = ατύχημα, αναποδιά Αδήγητος = ανέτοιμος Αδιάντροπα = χωρίς ντροπή Αδιάτακτος = που δεν άφησε διαθήκη Αδιάφορα = ανώφελα, άδικα Αδιαφόρευτον = ανωφελές, ακερδές Αδικοξορισμένος = που εξορίστηκε άδικα Αδικοπαλλουκώννω = βάζω να καθίσει άδικα στο παλούκι για να ανασκολοπισμό Αδικοσκοτωμένος = που σκοτώθηκε άδικα Αδικοσφασμένος = που σφάγηκε άδικα Αδιόλητος = που δεν οργώθηκε δεύτερη φορά Αδίπλωτος = που δεν είναι διπλωμένος Αδκειάζω = διαθέτω ελεύθερο χρόνο Αδκειανός = άδειος, αργός Αδκειασάρης = άεργος Αδκειασερός = που έχει ελεύθερο χρόνο, άδειος Αδκειάση, αδκειάσιν = ανάπαυλα, ευκαιρία, ελεύθερος χρόνος Αδκιά, ιδκιά, ασκιά = αρχ. ιτέα ιτιά, λυγαριά Αδκιάντροπος = που απεβαλε ντροπή Αδκιάρτιστος = ασχημοκαμωμένος Αδκιατζιά = στουρνάρι Αδκιαφόρευτος = που δε δίνει τόκο, κέρδος, αδιάφορος Αδόλετα = χωρίς δόλο, αγνά, με ειλικρίνεια Αδονώ, δονώ = αρχ. δονώ αντηχώ Άδουλος = χωρίς εργασία Αδουλοσύνη = ελευθερία Αδρατζιά, αγραξιά = καρβουνιά Αδρατζιία = ασπράγκαθο Αδράχτιν = αρχ. άτρακτος αδράχτι Αδροβύζα = με αδρές θήλες Αδρόγαλη = αιγοπρόβατο του οποίου οι θήλες των μαστών έχουν μεγάλες τρ΄πυς Αδροκαμωμένος, αδρακάμωτος = που έχει αδρά χαρακτηριστικά Αδροκουλλουπιά, αγροκουλλουπιά = αδρή και μεγάλη σταγόνα βροχής Αδρολοώ = μιλώ ζωηρά και βαριά λόγια Αδρός = μεγάλος Αδροσυντυχάννω, αδροσυντυχάννω = μιλώ ζωηρά, καθαρά και ηχηρά, μιλώ βαριά και απειλητικά Αδρυνίσκω = αρχίζω να γίνομαι αδρός Αδρωπήσιμος = αντρικός Αδρωπινός = που ανήκει στον άντρα Αδρωπογιεναίκα = γυναίκα που έχει μορφή και φωνή άντρα Αδρωπούιν = μικρός άντρας, άντρας όπως πρέπει Αδυσκεψία = φιλονικία, αμφιβολία Αερομήλιγγα = πρήξιμο μηνιγγιών του λαιμού Αεροπίννω = αναπνέω την υγρασία Αερόπκιασμαν, πκιάσμαν = πιάσιμο από κρύο ρεύμα αέρα, επωδυνή μυϊκή σύσπαση Αερφομοίριν = χωράφι που ανήκει σε δυο αδέλφια και που δεν έχει ακόμα να διαμοιραστεί μεταξύ τους Άζα = αρχ. άζα το μέρος του καιόμενου ξύλου που δεν υπέστη τελεία καύση Άζεχτος = που δεν μπήκε στο ζυγό Αζίνα = σπινθήρα Αζινολοώ = καθαρίζω τις ακαθαρσίες από τους τοίχους, σπινθηροβολώ Αζουδκιά, αναζούδκια = υγρασία που παρουσιάζεται στα πολύ υγρά εδάφη Αζούλα = ζήλεια Αζουλεύκω = ζηλεύω Αζουλιάρισσα, αζουλιαρκά = που ζηλεύει Αζουπούδιν = μικρό πυρακτωμένο κάρβουνο Αζούρα, αζουρία, σβούρος, σγούρος = σβούρα ηχομιμ. Άζυμον = χωρίς προζύμι Αζωλόιν = τα ζώα γενικά Αθάνατα = παρά τη βούληση του θανάτου Αθάνατον = σταθόρι Αθάσατος = μεγάλο αμύγδαλο Αθασιία, αθασιά = αμυγδαλιά Αθάσιον, αθάσιν = αμύγδαλο Αθασοκάρυδα = αμύγδαλα και καρύδια Αθασόπετρα = άσπρη και μαλακή πέτρα για πλύσιμο ρούχων Αθασωτός = αμυγδαλωτός, αμυγδαλόσχημος Αθέρα, αθέρας = αρχ. αθήρ αθέρας, σκόνη από τα στάχια των σιτηρών, το κοφτερό μέρος του μαχαιριού, το πιό εκλεκτό και διαλεκτό Αθερίνα = αρχ. αθερίνη όνομα εμπορεύσιμου ψαριού (μαρίδα) Αθεροκόβκω = καθαρίζω ένα στάχυ από λεπτά και ακανθωτά άκρα του Αθθαλιά = η τρύπα του πώματος του πιθαριού από όπου αερίζεται το άνθος του κρασιού Αθθάριν, σκαθθάριν = μσν σκανθάρι εξάνθημα στο δέρμα ζώων, ίσκα του αμπελιού Αθθαρκά = τρύπα ασκί οφειλόμενη σε αθθάριν Αθθαρόμουγια = υποδέρμωση των αιγιών, μύγα των αιγιών Αθθίζω, αττίζω, αθθώ, αττώ = αρχ. ανθίζω ανθίζω Αθθολόος = μελισσοκομικό όργανο για την εξαγωγή και το διαχωρισμό του μελιού, η τρύπα του πώματος του πιθαριού ή της κυψέλης η καρδιά του λουλουδιού, μέλισσα Αθθολοώ = αρχ. ανθολογώ ανθίζω Αθθός, ανθός = άνθος, λουλούδι, ανθολογία Αθθρωπεύκομαι = κάνω τον άντρα ενώ είμαι παιδί Αθθρωπινεύκω = συμπεριφέρομαι όπως αρμόζει σε άντρα Αθθρωποφάς = που τρώει ανθρώπους Αθθύμισης, ανθύμισης = αρχ. ενθύμησις σκέψη, θύμηση, μνήμη, αφήγηση, διήγηση Αθθυμητικόν = μνήμη Αθθυμίζω = υπενθυμίζω Αθθύμιον = ενθύμιο, ανάμνηση Αθθυμούμαι = θυμάμαι, σκέφτομαι, συλλογίζομαι Αθιβόλιν = υπόδειγμα γραφής για αντιγραφή, αρχέτυπο, αχνάρι Αθιλογή = φιλονικία, αμβισβήτηση, δυσκεψία Αθκιακάς, φκιακάς = πυριτόλιθος, η πέτρα του τουφεκιού Αθκιακώννω = στερεώνω πυριτόλιθους πάνω στις δύο κάνες Αθκιατζιά = που έχει την ιδιότητα του πυριτόλιθο Αθκιάτζιιν, αφκιάτζιιν χτιάτζιιν = πυριτόλιθος, μτφ εξάρτημα, μοχλός Αθκιώ = ανθίζω Αθρωποπούλλιν = ανθρωποπούλι Αθύμησις = μνήμη, ανάμνηση αρχ. ενθύμησις Αιγιόκλημαν, αγιόκλημαν = αγιόκλημαν, αιγόκλημα Αιγίομαλλον = μάλλινο επανωφόρι από αιγινό μαλλί Αϊκάνωτος = λειψός Αιμάνωτο = ενέχυρο Αίρητας, αιρετός = αρχ. αιρετός = διαιτητής, δικαστής Αισσιύνομαι, σσιύνομαι = αρχ. αισχύνομαι ντρέπομαι Άκαος = άκαυτος Ακάιν = το κορώνιν του αλέτρου Άκαιρος = αρχ. άκαιρος άκυρος Ακάμωτος, ακάμος = αφρόντιστος, ακαλλιέργητος Ακανετός, ακανητός = ικανός, αρκετός, ότι επαρκεί τον καθένα για τις ανάγκες του Ακατάγνωτα, ακατάχνωτα = χωρίς, κοροϊδία, χωρίς ψόγο, ακατάκριτα Ακαταζητητός = που δε διώκεται ποινικά Ακατάλυτος = που δεν φθείρεται δε λιώνει Ακατάραφτος = με ξεσχισμένα ή φορεμένα ρούχα Ακατάστητος = που δε μαγειρεύτηκε Ακίδα = αρχ. ακίς γωνιά Άκληρος, άκλερος = αρχ. άκληρος = χωρίς κληρονομικό μερίδιο, μη χωρισμένος σε κλήρους Ακλοροβώ = ακοάζομαι, ακούω Ακομή = αρχ. ακμην ακόμη Ακονιω, κονιω = αρχ. ακονώ ακονίζω Άκοπα = αρχ άκοπος χωρίς κόπο Άκοπον = ακαλλιέργητο Ακουγή, ακουή = αρχ. Ομηρ. Ακουή = φήμη, υπόληψη Ακουμένη, εκουμένη = ράμνος ο ελαιώδης, πετραγκαθιά, μαυραγκαθιά Άκουρος = ακούρευτος Ακοτσούφλητος = αναμάρτητος, που δε σκόνταψε Ακριβοθώρητος = που σπάνια τον βλέπει κανείς Ακριβομίσταρος = που εργάζεται με υψηλό μισθό Ακριομυλιά = η άνοδος στις τιμές που επιβάλλουν οι μυλωνάδες όταν λιγοστεύουν τα νερά που κινούν τους μύλους Ακρογελώ, κρογελώ = γελώ λίγο Ακρολοούμαι = αφουγκράζομαι Ακροούμενος = που γίνεται δεχτός σε ακρόαση αρχ. ακροώμαι Ακροφοούμαι = φοβούμαι λίγο Ακρόχναρον = το άκρο του πέλματος του ποδιού Ακρόωρα = με το άκρο του ματιού Ακρώννουμαι, κρώννουμαι = αρχ ακροώμαι ωτακουστώ, ακούω, προσέχω, πείθομαι Άκρωστος= παρήκοος, απειθής Ακτυπώ = κτυπώ Αλαβροκοπημένος = ανακουφισμένος από πόνους Αλαβρονούς = με ελάχιστο μυαλό και κρίση Αλαβροπκιάννω = πιάνω κάτι ελαφρά Αλαβροστοισιειώτης, ελαβροστοισιειώτης = που επιρρέπει στις παραισθήσεις που με ευκολία βλέπει οπτασίες, στοιχεία η φαντάσματα, αλαφροΐσκιωτος Αλάιν = βυζ. Αλλάγιον συνάθροιση, σμήνος πουλιών, πλήθος μτφ εμπαιγμός Αλακατάρης, αλεκατάρης = ζωηρή κληματίδα, το πρεμνό που είναι φυτεμένο κατα μήκος των πετρόκτιστων τοίχων κατασκευαστής αλακατιών Αλακάτιν = αρχ. Ομηρ. ηλακάτη ανέμη, με το οποίο ποτίζουν τους κήπους, βγάζω νερό με το ζώο, μαγγανοπήγαδο Αλακατόλακκος, ανακατόλακκος = βαθύς λάκκος με αλακάτι Αλαμπάζω = αρχ.Ομηρ. αλαπάζω = πέφτω άρρωστοςμ προσβάλομαι από επιληψία, παραφρονώ Αλαπαθκιά = λάπαθο το υπομονητικό Αλάς = αλόη Αλατίνικον = λατινικό Αλατόμητος = παρθένο όρος που δεν έχει λατομηθεί Αλαφάντινον = από ελαφαντόδοντο Αλαφρόπετρα = ελαφρός σπογγώδης ηφαιστιογενής λίθος Αλαβρός, αλαφρός = ελαφρός, επιπόλαιος Αλαφρυνίσκω = ελαφρύνω Αλέ = άνω κάτω Άλειμμαν = αρχ. άλειμμα αλοιφή Αλειππήριν = βέργα που καταλήγει σε βαμβάκι για το άλειμμα των σύκων Αλέκτορας = αρχ. αλέκτωρ πετεινός Αλεμόνητος = χωρίς έλεος Αλεντράδες = σκιά από αναρριχητικά δέντρα Αλεπόβακλος = που έχει ουρά μικρή και θυσανωτή Άλεσμαν = το ποσό του σιταριού 1-3 κιλά που έπαιρναν για άλεσμα στο μύλο Αλεστικόν = το πληρωμένο δικαίωμα στο μυλωνά για το άλεσμα του σιταριού Αλετράτρης = κατασκευαστής αρότρων Αλετρίτης = καρφί με το οποίο καρφών του παραβόλου του αλέτρου Αλετρόζυον = ζυγός αλέτρου Άλετρον = αρχ. άροτρον αλέτρι Αλετρόξυλον = ξύλα με τα οποία οι αλετράρηδες κατασκεύαζαν άλετρα Αλευρικόν = κόσκινο Άλη = αρχ. το ούλον ούλη Αλιζαύρα = σαύρα Αλιντίζουμαι = αρχ. αλινδούμαι κυλιέμαι και παίζω εύθυμα (για τα παιδιά) Αλιστερός = αριστερός Αλιφάδιν, λεμίφιν, λεμίθιν = ανδροπώγων ο γρύλλος, ασπρόχορτο Αλιώνα, λιώνα = αρχ. ελεδώνη είδος πολύποδα με χαρακτηριστικά χταποδιού Αλλαγή = αντάλλαγμα, στολή, φορεσιά Αλλάγιν, αλλάιν = φορεσιά, στρατιωτική μονάδα Αλλαγωγή = ανταλλαγή Αλλαή = αλλαγή, καινούρια ενδυμασία, λευκή κηλίδα των νυχιών Αλλακτικά = αντίθετα Αλλακτόν = φόρεμα, αλλαξιά Άλλαμαν = ανταλλαγή, αντικατάσταση αρχ. άλλαγμα Αλλαμένος = φορώντας καινούρια ρούχα Αλλαξανά = ξανά Αλλαξιά = αλλαξιά Αλλαξιμάριν, αλλαξιμάδιν = το ντύσιμο για επίδειξη, στολισμένο ντύσιμο, καινούρια ενδυμασία, το συχνό άλλαγμα ενδυμάτων Αλλαξοκωλιά = το να αλλάζουν κώλους, επιβαίνοντας ο ένας στον άλλο με τη σειρά δυο αρσενικοί, παιδικό παιχνίδι όπου συγκρύουν τους κώλους των παιδίών Αλλαξοπιστώ = αλλάζω πίστη Αλληθωρκάζω = είμαι αλλήθωρος, στραβοκοιτάζω Αλληλουγιάζω = κινώ κάτι σταυροειδώς με τον τρόπο που ο ιερέας χύνει το λάδι στην κολυμβήθρα ή στον τάφο λέγοντας αλληλούλια Αλλίως = αλλιώς Άλλοθεν = απο αλλού Αλλόμορφος = πολύ ωραίος Αλλόνας = ακόμη ένας Αλλόπιστος = που έχει άλλη πίστη Αλλπιστώ, αλλπιστεύω = αλλάζω πίστη Αλλότοσον = άλλο τόσο Αλμυρός = αλίπαστη τροφή Άλοβον = άλογο Αλοσιή, αλοχή, αναλοσιή = αναβρασμός, ταραχή, θόρυβος αρχ. αλαλαγή Αλούπα = πανούργο και ύπουλο πρόσωπο Αλούπιν = μικρή αλεπού Αλουπκιά = μέρος όπου συχνάζουν οι αλεπούδες, τεχνάσματα αλεπούς, ασθένεια βοδιών όταν μυριστούν περιπτώματα αλεπούς, ζευζέρα Αλουπόβηχας = βραχνώδης και δυνατός βήχας Αλουπόθρουμπος = λιθόσπερμο το παχύφυλλο, δαδάκι, είδος ζιζανιού Αλουπός = αλεπού, ύπουλος, απατεώνας, υποκριτής, κουφώματα δέντρων μετά από κακό κλάδεμα Αλουποτζιοίτης, λουππατζιοίτης = φωλιά αλεπούς, αγριόχορτο στύπη ή στρηπτή Αλουπότρυπα = τρύπα αλεπούς, μτφ φτωχό και μικρό σπίτι Αλουπού = αλεπού, από δέρμα αλεπούς Αλουπόχερας = κλέφτης Αλουπόχορτον = παιωνία Αλούππα = μεγάλος αλουπός Αλουσιά, αλουχιά, αλουσία = το να μη λούζεται κανείς Αλυσιδωτός, αλυσωτός = πλεγμένος σαν αλυσίδα Άλυσις = αρχ. άλυσις αλυδίσα, τελωνείο λιμανιού μτφ. Δεσμευση, καταδίκη Άλυσος= αλυσίδα, δεσμά Αλυσώνω = δέρνω με αλυσίδες Άλωνα = αλώνι Αλώνεμαν = αλώνισμα Αλωνεύκω = αλωνίζω Αλώνευτος = που δεν αλωνίστηκε Αλωνευτός = καιρός που αλωνίζουν Αλώνιν = αλώνι Αλώπως = ίσως, πιθανόν Αμάκκωτη, αμάππωτη = ατσαλάκωτη αρχ. μακκοώ Αμάλωτον = αυτό που κρατούν σαν ενέχυρο Αμαμούρευτον, αμαμούτρευτον, αμούτρευτον = απεριποίητο, ακαλλιέργητο, που δεν μπήκαν μέσα τα ζώα να το κοπρίσουν Αμαξάρης = οδηγός άμαηας Αμαξαρίτζιη = το επάγγελμα του αμαξάρη Αμάξιν = αμάξι Αμαράζωτος = που δε λυπάται Αμαρτεύω, αμαρτεύκω = αμαρτένω Αμαύλιν = τόπος ή κτήμα που καταπατήται συχνά Αμάχεμαν = ενεχυρασία, κατάσχεση κάποιου πράγματος Αμαχεμένο = ενεχυριασμένο Αμαχεύγω = βάζω ενέχυρο, υποθηκεύω Αμαχευτιός = ενεχυροδανειστής Αμάχεψη = ενεχυρασία Αμάχη, αμάσιη = μάχη, έχθρα δίκη Αμάχιν, αμάσιιν = όμηρος, ενέχυρο, υποθήκη Άμε = πήγαινε, πηγαίνετε Άμε = αναχώρηση Αμεριμνώννω = εξοφλούμαι Αμεσού = πηγαινε εσύ Αμετάλαβος = που δεν μετάλαβε Αμμά = αν μη > ειμή αλλά Αμμαδκιά = ματιά, παρωπίδα ματτιών Αμμαδκιάζω = φθονώ, ματιάζω Αμμαδκίαρης = βάσκανος Αμματάς, γαιματάς = καρφίτης (ασθένεια ματιού) Αμματέ = με μεγάλα μάτια Αμματίζω = μπολιάζω, αναπληρώνω ή και συμπληρώνω τα αποτυχημένα ή κατεστραμένα φυτά μιάς φυτείας Αμματίζω = αρχ. άμμα μεγαλώνω το σχοινί, ύφασμα και ενώνω το ένα κομμάτι με το άλλο Αμμάτιν = μάτι, βασκανία, ρουφήχτρα Αμματισκιώνας = που μπολιάζει άγρια δέντρα Αμμάτισμαν = μπόλιασμα, τεμάχιο ξύλου που προσκολλάται σε μεγαλύτερο τεμάχιο Αμματιστής = που μπολιάζει άγρια δέντρα Αμματόβουδον = μεγάλου δαμασκήνου στο μέγεθος του ματιού του βοδιού Αμματογυαλλιτής = που φορούν γυαλιά Αμματόπετρα = πέτρα κατά της βασκανιάς Αππατοπόνηση, αμματοπονία, αμματόπονος = οφθαλμία, ασθένεια ματιού Αμματοπονώ = έχω πόνους στο μάτι Αμματοπύρωμαν = φλεγμονή ματιών Αμματοσύνη = εξυπνάσα Αμματόφυλλα = βλέφαρα, ματόκλαδα Αμμέ = κίνηση, βάδισμα Αμμέ = αλλά, όμως, ενώ Αμμίζει = που έχει κύριο συστατικό την άμμο Αμμόιν = έδαφος αμμώδες Αμουχουστιανός = αμμοχωστιανός Αμολάδα = η ελευθερία των ψυχών και η άνοδος τους στον απάνω κόσμο κατά την περίοδο από την Ανάσταση μέχρι την Πεντηκοστή Αμολόητη = ανομολόγητη, το πέος του άνδρα, έχιδνα, καρκίνος Αμολόητον = χαλάζι, χολή, βρακί γυναικών Αμολόητος = ο πη αποδεδειγμένος, κοιλιόπονος, παρωνυχία, κεραυνός, μτφ πέος Αμολοΐα = οπομολγία Αμόνιν = αμόνι Αμόνον = μόνο, παρά μόνο Αμουστάκωτος = αμούστακος Άμπα = μήπως Αμπάλατος = ογκώδης, ενοχλητικός, δύστροπος, ξύλο απελέκητο Αμπαλαδκιάζω = ματαιοπονώ, επιμένω με πείσμα χωρίς όμως αποτέλεσμα Αμπελική = μεγάλος αμπελώνας Αμπελοκάματα = η καλλιέργεια αμπελιού ή η περίοδος που λαμβάνει χώρα Αμπελόπακτον = φόρος αμπελιών επί τουρκοκρατίας Αμπελοπούλιν = είδος συκαλίδας (πουλί) μτφρ νέα και παχουλή γυναίκα Αμπελούνικον, αντελούνικον = ποικιλία μαύρου σύκου που παράγεται στην Τυλλιρία Αμπελώνα = αμπελώνας αρχ. αμπελών Αμπελοδκιαρτισμένη = φτιαγμένη σαν αμπέλι Άμπικας = αρχ. άμβιξ = χύτρα, καζάνι που χρησιμοποιείται κατά την απόσταξη Αμπλάστριν = έμπλαστρο Αμπλέπω, μπλέπω, εμπλέπω, ημπλέπω = αρχ. εμβλέπω = βλέπω, διακρίνω Αμπολή = εμβόλιο, η εκβολή 2ου βλαστού από τα αμπέλια Αμπολιάζω = εμβολίαση Αναβόσιιν = υπέρθυρο, ασφάλιστρο πόρτας, το ρούχο στο οποίο δέχεται ο ανάδοχος το βρέφος από την κολυμβήθρα Αναβρασμένος = που διακατέχεται από αναβρασμό ψυχής Αναγέλασμαν = εμπαιγμός, εκβιασμός Αναγελαστά, αναέλαστα = χωρίς κοροϊδία Αναγελαστόν = πρόσωπο που αξίζει το γέλωτα Αναγειρμός = καταιγίδα, καιρός βροχερός με πολύ άνεμο, αναστάτωση, ανακατωμός Αναγείρνομαι = ναυτιώ Αναγείρνω, αναγέρνω = κάμνω κάτι άνω κάτω, ερευνώ Αναγέλιον, αναέλιον, αναγελασμός = εμπαιγμός, απάτη, χλεύη Αναγελώ, αναελώ, νηελώ κοροϊδεύω, περιγελώ Ανάγερμαν = αναστάτωση Ανάγιωμαν = ανατρογή, διαπαιδαγώγηση Αναγιώννω = μεγαλώνω, εκτρέφω, ανατρέφω για να μεγαλώσουν Αναγιούμενος = μεγαλωμένος Αναγιωτός = θετός Αναγκαλώ = κάνω μήνυση Ανάγκαση = σπουδή, βιασύνη Αναγκιάζω = προφυλάγω κάτι σε ώρα βροχής Αναγνώθω = αναγνώθω, όπως έκλωσα, διαβάζω Αναγνώννω = διαβάζω Αναγροίκιστος = που δεν ακούει, κουφός Αναγρωνιμιά = αγνωμοσύνη Αναδιά, αναδκιά = βαρυφουσκωμένος, αναδύει κακή οσμή Ανάδκιον = υγρασία Αναδόγνει, αναδόχνει, αναόγνει = άλλαξε γνώμη και γυρίζει πίσω στην πρώτη του γραμμή Αναδόσιιν, αναδόσιεια = τα φορέματα που δίνονται από τον ανάδοχο, το ύφασμα μέσα στο οποίο ο ανάδοχος αναδέχεται το βρέφος από την κολυμβήθρα Αναδρήκα, αναθρήκα = αρχ. νάρθηξ νάρθηκας Αναδρητζιέτινον = από ξύλο αναθρήκας Αναέλαστος = κορόϊδο του κόσμου Αναζουδκιώ, ναζουδκιώ = αναδίδω υγρασία Αναθεώρησις = καταμέτρηση, γνώμη, πεποίθηση, καταγγελία Αναθθεματούριν = σωρός από πέτρες σε σταυροδρόμια που μαζεύονται από χωρικούς για κακή ανάμνηση ή αναθεματσιμό κάποιου που τους αδίκησε Αναθρητζιερόν = χωράφι μέσα στο οποίο αυτοφύεται η αναθρήκα Ανακαινώννω = ανακαινίζω Ανακάλημαν = θρήνος, κλάμα Ανακαλητόν = συνεχής θρήνος, οδυρμός Ανακαλιόν, νεκαλιόν, νεκάλημαν = θρήνος, μοιρολόι Ανακαλιούμαι = μοιρολογώ, θρηνώ Ανάκαπνη = καπνός της εστίας Ανακαπνός = ο καπνός που βγαίνει από την καπνοδόχο Ανακατοκούππης = που ανασκαλεύει τις κούπες, λαίμαργος Ανακατόλακκος, νεκατόλακκος = μαγγανοπήγαδι, τετράγωνο πηγάδι Ανάκατος = που βρίσκεται μαζί με άλλους χωρίς τάξη, ανώμαλος Ανακατοσούρης = που σπέρνει ζιζάνια Ανακατσιαρκά, ανακατσιαρού = που σιχαίνεται Ανακατσιαρίιν = σιχαμερό, αηδές Ανακάτσιασμαν, νεκάτσιασμαν = αηδία Ανακατσιασμός, νεκατσιασμός = αηδία Ανακατσιασούρα = αηδία, βδελυγμία, σιχασιά, δειλία λόγω νύχτας Ανακατσιώ, νεκατσιώ = φοβούμαι, δειλιάζω, σιχαίνομαι, ανατριχιάζω, αισθάνομαι αηδία, αροθυμώ Ανακάτωμαν = σύγχυση, αναταραχή, ραδιουργία Ανακατωμός = τάση προς εμετό, φασαρία Ανακατώννω, νεκατώννω = αναστατώνω, αναταράζω, προκαλώ σύγχυση, συγκρούομαι, επεμβαίνω κάνοντας φασαρία Ανακατωσιά, νεκατωσιά = καιρική ή άλλη αναταραχή, ξεσήκωμα, εξέγερση, θόρυβος, τρικυμία Ανακατωσούρα = ανώμαλη κατάσταση Ανακατώστρα, νεκατώστρα, ανακατώστρας, νεκατώστρας = εκείνος που ανακατεύει τα πράγματα και δημιουργεί σκάνδαλα, παρεξηγήσεις και σύγχυση Ανακατωτά, νεκατωτά = ανακατωμένα Ανακεφαλιά = ανυποταξία, απείθεια Ανακέφαλος = χωρίς ηγεσία, αδέσποτος Ανακόβκω = οργώνω το χωράφι για 2η και 3η φορά Ανάκομμαν = όργωμα για δεύτερη φορά, εμπόδιο Ανακουτρεύκω, νεκουτρεύκω = διερευνώ ψηλαφητά, εξετάζω Ανακουτρουλλεύκουμαι, ανακουτρουλιάζουμαι = αφήνω το κεφάλι ασκεπές Ανακούτρουλλος = ξεμαλλιάρης, ασκεπής Ανακοφτός = περίοδος Αυγούστου – Σεπτεμβρίου όταν οι γεωργοί κάνουν καλουρκές για σπόρο Ανακράζω = αρχ. ανακράζω καταγγέλω Ανακράξιμον = αναβολή δίκης, πρόσκληση στο δικαστήριο Ανάκραξις, ανάκραξη = αναβολή δίκης Ανακρινίσκω = κρίνω Ανακτώ = αναοικοδομώ Ανακτώ = αγανακτώ, σιχαίνομαι Αναλείφουμαι, συναλείφουμαι = ορέγομαι να φάω κάτι, τρέχουνε τα σάλια μου Αναλιώ = λιώνω Ανάλλαχτος = που δε φορά τα καλά του ρούχα Αναλόγιον, αναλόιν = αναλόγιο Αναμαλλιάζουμαι = έχω τα μαλιά μου άνω κάτω Αναμαλλιάρης, ανιμαλλιάρης, αναμαλλιαρκά = με ανακατωμένα μαλλιά, με ακάλυπτο κεφάλι Αναμειμένος = αναστατωμένος Αναμεσιά = το μεταξύ διάστημα Αναμεσιάρης = ηλικίας 1 ½ ετών Αναμεταξύ = μεταξύ αρχ. αναμεταξύ Αναμιγή = ταραχή, θόρυβος Αναμίγω = αναστατώνω, ταράζω, ξεσηκώνω Ανάμισι, ανάμιση = μιάμιση, ενάμισι Αναμούγκωμαν, μούγκωμαν = τυμπανισμός Ανάμουττα = ενάντια Αναμύω = ανοίγω τα βλέφαρα Ανάμωμαν = σηκωμένο, τεντωμένο Αναμωμένος = σηκωμένο, τεντωμένο Αναμώννω = τεντώνω το χέρι μου για να κτυπήσω κάποιον Ανανήλιος, ανήλιος = αρχ. ανήλιος είδος σκουλουκιού, μέρος προσήλιο, άφαντος Ανάννοιχτος = κλειστός, καινούριος Ανανούς = περισσότερη νόηση, πολύ μυαλό, το αλάτι με το οποίο πασπαλίζουν το βρέφος Ανατζιαίος = αποχωρητήριο Αναντζιαρκά = γυναίκα φορέας κολλητικής ασθένειας Αναντζιεμένος, αναγκεμένος = που προσβάλλεται από σοβαρή ασθένεια Ανάτζιη = ανάγκη, απόπατος, αποχωρητήριο Ανάντζιη, ανάτζιιν = σοβαρή και ανίατη ασθένεια Ανατρανίζω = κοιτάζω, βλέπω, παρατηρώ Αναόγνει = αλλάζω γνώμη Ανάολα, ανάουλα = σύνορα, όρια Αναολιάζω, αναολίζω = σχηματίζω ανάολους Ανάολος = αρχ. αναβολή το όριο που χωρίζει δυό χωράφια, σύνορο Αναονώ = αντηχώ Αναορεύκω, νιορεύκω = ονομάζω, αναφέρω στην κουβέντα κάτι σε κάποιον, μνημονεύω, προστατεύω, φροντίζω Αναόρευτος = που δεν αναφέρεται, που δεν προστατεύεται, που δεν υπερασπίζεται Αναπαή = ανάπαυση, ανάπαυλα Αναπαίρνω = παίρνω πίσω Αναπάλημαν, αναπείλημαν = απειλή Αναπαμένα, νεπαμένα = αναπαυτικά, αμέριμνα Αναπαμένος, νεπαμένος = ήσυχος, ήρεμος Αναπάμπουλλος = αναβρασμός Αναπάμπουλλος = καιρός ή χρόνος αντίξοος Αναπάπουλλα = αναπαυτικά, ήσυχα, αμέριμνα, η χωρίς υπολογισμό ενέργεια, απερίσκεπτα Αναπάς, αναπά = ανάπαυση, αποχωρητήριο, ησυχία Αναπαύκουμαι, νεπαύκουμαι = αναπαύομαι Αναπειλώ = απειλώ Αναπορκάζω = επισκευάζω τους πόρους ή τα ανοίγματα του φραγμού του αμπελιού, του χωραφιού ή και του σπιτιού Αναρή = μυζήθρα, νέφος που μοιάζει με μυζήθρα Ανάρκα = σε αραιά διαστήματα Αναρκοδόντας = με αραιά δόντια, ο βραχύβιος Αναρκοδοντού = με αραιά δόντια Αναρκοδόντισσα = με αραιά δόντια Ανάρκος = αραιός Αναρκωμάα, ανάρκωμαν = χαραμάδα, άνοιγμα Αναρκώννω = αραιώνω με διαχωρισμό από διάφορα πράγματα Ανάρμαστην = ανύπαντρη Ανάρπαστος = συνεπαρμένος Ανάρτζια = κατα αραιά διαστήματα Ανασανίσκω = ανασαίνω Ανάσερμαν, ανάσυρμαν = δύσπνοια Ανασιελώνω = ανοίγω τα σκέλη μου Ανασπάζω = κερδίζω, πετυχαίνω (στο δικαστήριο) Ανασπαστός = που βγαίνει σύριζα Ανασπώ = αρχ. ανασπώ διεκδικώ, αποσπώ, διεκδικώ, κλέβω, ξεριζώνω, ενοχλώ Ανασπώννω = μεγαλώνω Ανάσσιελα = ανάσκελα Ανασταίννω, αναστήννω = μοσχοβολώ, ευωδίαζω, ξαναφέρνω πίσω στην ζωή, κτίζω Ανάστελμαν = αναστολή, αναβολή Ανάστημαν = οικοδόμημα Αναστήννω, ανασταίννω = ανατρέφω, μεγαλώνω, επαναφέρω στη ζωή, σταματώ, εμποδίζω, διαλύω Αναστρέφω = αρχ. αναστρέφω αναβάλλω Αναστριγγίζω = επιπλήττω, βάζω τις φωνές σε κάποιον Ανασύρνω = αναπνέω πολύ βαρία και με κόπο, λαχανιάζω, αγκομαχώ Ανατάζω = ανακρίνω, σωφρονίζω Ανατείλημαν, ανατόλημαν = ανατολή Ανάτελμα = ανατολή Ανατζιέφαλος = κακοκέφαλος Ανατζιινίζω, ανατζιινώ = αρχ. ανακινώ αναταράζω και αναμαλάσσω το ζυμάρι για να επέλθει η ζύμωση Ανάτριχα = αντίθετα από τη κατεύθυνση των τρίχων Αναφαίνω = αρχ. αναφαίνω παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι Αναφανίσκω, νεφανίσκω = φαίνομαι από μακριά, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι Αναφαντάρισσα, αναφανταρκά = υφάντρα Ανάφαντος, ανέφαντος = άφαντος, ανάρπαστος Αναφορά = το σκέπασμα του αγίου ποτηριού, μαρτυρία Αναφωτία, ανεφωτία = η οπή που ανοίγουν οι τυμβωρύχοι για να έχουν προσπέλαση στον τάφο, φεγγίτης Αναχωρισιά = προσωρινός αποχωρισμός του αντρόγυνου Ανέβαθος = αβαθής Ανεβασιά, ανεβασιή = η ανάπτυξη ενός φυτού σε υπερβολικό ύψος, χωράφι που βρίσκεται σε αναφορικό μέρος, θόρυβος από φωνές πολλών Ανδροπή = προσβολή, μείωση, εξευτελισμός, συστολή, αντροπή Ανέγκλητος = απαλλαγμένος Άνεγνοιος = ξένοιαστος, αμέριμνος Ανετρίτζιη = που δεν αρδεύεται ή που δεν έχει καθόλυο υγρασία Άνεγρος, άνεδρος = άνυδρος, που δεν αρδεύεται, διψασμένος Ανεδρία = αρχ. ανυδρία ανομβρία Άνεθον, άνηθος = άνηθο Ανεμίζω = λιχνίζω Ανέμιν = άνεμος, αέρας Ανεμισκιώνας = που ανεμίζει Ανέμισμαν = λίχνισμα Ανεμιστής = λιχνιστής Αναμεμιστός = λίχνισμα, ο καιρός που ανεμίχζουν Ανεμιτζιη, ανεμιτζιά = σφοδρός άνεμος με δυνατή βροχή, ανεμοθύελλα Ανεμοαγγάστριν = καιρός που φέρνει μόνο άνεμο και όχι βροχή Ανεμοβούρης = που βουρά τους ανέμους, επιπόλαιος, σπάταλος Ανεμοβρόσιιν = άνεμος και βροχή μαζί Ανεμοβρούλλιν = μικρός ανεμοστρόβιλος Ανεμογάμης = το γεράκι κν. Ζάνος, κίτσης Ανεμόυρος, ανεμότζιυκλος = μικρός ανεμοστρόβιλος, κυκλική τροχιά Ανεμοκλώστρινος = ο κατασκευασμένος από πολύ λεπτά πράγματα Ανεμόκωλος = που δεν έχει σταθερές ιδέες, που δεν ειναι κοψονούρης Ανεμοπόας = γρήγορος σαν τον άνεμο Ανεμοπύρωμαν = ερυπίσελας των χοίρων Ανεμόσκαλα = ξύλινη σκάλα Ανεμόστροφα = αγύριστα Ανεμοστρόφημαν = διαστροφή, στρέβλωση κάποιου πράγματος Ανεμόστροφος = που κάνει στροφές στον αέρα και εξαφανίζεται, στρεβλός Ανεμοστροφώ = διαστρέφω, διαστρεβλώνω Ανεμοσώρευτος = αυτό που αποχτήθηκε άδικα Ανεμοταντάρα = ανεμοζάλη, σφοδρός άνεμος Ανεμοτζιυκλοπιτσυκλιά = σταγόνα βροχής που παρασύρεται από σφοδρό άνεμο Ανεμοτρώω = πέτρες που διαβρώνονται από τον άνεμο, δέρνομαι από άνεμο Ανεμοΰριν = κύκλος της ζωής Ανέμπατος = ζυμάρι που δε φούσκωσε από την επίδραση του προζυμιού, λειψό προζύμι Ανεμπλήζω = γεμίζω Ανέν = ανίσως Ανέννοιας = αμέριμνος, χωρίς φροντίδα Ανέννοιαστος = αμέριμνος, ανύποπτος Άνεννοιος, άνεννοιας = που δε φροντίζει κάτι Ανεντράδα = δεντρόκλημα Αναξαλείφω = καταστρέφω, εξαφανίζω Ανέπαλος = ράθυμος, τεμπέλης που δεν έχει κλωστεί, ατημέλητος, ακατάσταστος Ανέπλαος = πλακοειδές, αβαθές πιάτο Ανεράδα, αναράδα = αρχ. Νηρηίς νεράιδα Ανέραος = ανούσιος, άγευστος Ανερκά = ανυδρία, ανομβρία Ανερκαδρωπιά = έλλειψη ανθρώπων με ήθος Ανέρκητα = σε κατάσταση αδράνειας Άνερκος = αργός Ανέσαστος = άσαστος, απροετοίμαστος Άνεση = αναπνοή Ανετζιίνημαν, νετζιίνημαν = το τελευταίο ζυμάρι της σκάφης με το οποίο φτιάχνουν το προζύμι Ανευκάριστος = ο μη ευχαριστημένος, αχάριστος Ανευχαρισιά = αχαριστία, αγνωμοσύνη Ανεφαγιά, ανεφαΐα = πείνα Ανεφαμμός = εμφάνιση, παρουσία Ανεφανή, αναφανή = χωράφι που βρίσκεται στο ανώτατο σημείο και ανάμεσα σε δυο βουνοκορφές, καμπή του δρόμου ή ύψωμα απο όπου φαίνεται το χωριό Ανεφαντία = ιστός αράχνης Ανεφέλη = νέφος Ανηθόξυλον = κλαδί ή ρίζα ανήθου Ανηθόσπορος = σπόρος ανήθου Ανήμπλεπος = τυφλός Ανηξευκά = άγνοια Ανηόρευτος = που δεν αναφέρεται που δε μνημονεύεται Άνθεσμος = άθεσμος, άνομος Ανθιβολή = ιστορία, διήγηση Ανθιλογή = φιλονικία, αντιλογία, αμφιβολία Ανθιλογία = φιλονικία, αντιλογία, διένεξη Ανιψιά = εξαδέλφη Ανιψιός, ανίψιιν = εξάδελφος Ανιών = άμεσος πρόγονος Ανκαλά = έστω και αν, μολονότι Αννοικτάριν, αννοιχτάριν = κλειδί, στρατηγικό σημείο Αννοιχτοκουτάλα = με πλατιούς ώμους Ανόμευτος = που δεν έχει δικαίωμα σε περιουσία Άνομη = πόρνη Ανομολογώ = ομολογώ, παραδέχομαι Ανόξοον = χωρίς έξοδα, φτηνό Ανορία, ανοριά = ενορία Ανοριάζω = συνορεύω Ανόρπιστα = απροσδόκητα, ξαφνικά Ανοσκιά, ανοστιά = έλλειψη ομορφιάς Ανόστευτος = ακόπριστος Ανοστοκάμωτος, ανοστοκαμωμένος = άνοστος, άσχημος Ανοστόπλαστος = άσχημος Ανοσώς = ανίσως Άνου, ανούτε = πάνω, σήκω Ανουπανείτε = σηκωθείτε Ανούτε = σηκωθείτε Ανουψιιν = ανιψιός Αντάμα, ανταμώς = μαζί, μεταξύ Ανταμοιδή = αμοιβή, ποινή, τιμωρία Ανταμώς = μαζί, απο κοινού Αντάν, όνταν, αντάν = όταν Αντάρα = θύελλα με σφοδρό άνεμο και βροχή Αντεροκόβκουμαι = ζηλεύω, φθονώ, στενοχωρούμαι Αντερολιώ = θλίβομαι, λυπούμαι Άντερον = έντερον Αντεροσφίχτης = ζώνη Αντεροΰριση = το σύνολο εντέρων Αντζιειόν = σκεύος, πιάτο Αντζειοπλυννίσκω = πλενω τα μαγειρικά σκεύη Αντζιελοκάμωτος = πολύ όμορφος Αντζιελοσσιάζουμαι = σκιάζομαι από το φόβο μου, βλέπω τον άγγελο θεού η το χάρο μτφ εκπλήσσομαι, τρομάζω Αντζιελόσσιασμαν = το πάθος του ετοιμοθάνατου, την ώρα που θεωρείται ότι βλέπει τον άγγελο του θανάτου, έκπληξη, φόβος και τρόμος Αντζιουλής = ασυνάρτητος, κουτός αρχ. αγκύλος Αντζουλόβαρκα, αντζιουλοβαρούδκια = μικροί πολύτιμοι λίθοι περιδεραίων, γυάλινες χάντρες, μικρές ελιές, ελαιόκαρπα Αντζιουλόβατος, αρκόβατος, ζουλόβατος = σμιλάγγι, ακανθώδης κισσός Αντηλιά = η αντανάκλαση των ακτίνων του ήλιου Αντήλιον = αρχ. αντήλιος η τοποθέτηση της παλάμης στο μέτωπο για να εμποδίσεις τον ήλιο και να βλέπεις καθαρά κάτι Αντιάτης = σκουπόξυλο, στήριγμα που υποβαστάζει κάτι στη θέση του Αντιατούριν = μπαστούνι Αντίγαμος = η ευωχία που γίνεται στο σπίτι των νεόνυμφων την πρώτη Κυριακή μετά το γάμο τους, η επόμενη Κυριακή του γάμου Αντίερον = αντίδωρον Αντιζηλώννουμαι = γίνομαι αντίζηλος ή ανταγωνιστής Αντικάνισκον, αντικάνισσιον = δώρο για ανταπόδοση Αντικόβκω = προσβάλλω αντίσταση, αναχαιτώ Αντίκομμαν = εμπόδιο, αντίσταση Αντικούτσιιν = συμφωνία μεταξύ γεωργίου και ιδιοχτήτη γης, με την οποία ο πρώτος αναλαμβάνει να καλλιεργήσει με σιτηρά τα κτήματα του δεύτερου χωρίς ενοίκιο με την υποχρέωση όμως να του παραχωρήσει δωρεάν κάποιο μέρος της παραγωγής Αντιλίν, αντουλιούριν, αντιλιά, αντουλλιά = αρχ. αντλία δοχείο νεροκολοκυθιάς που χρησιμοποιείται για την άντληση νερού, κρασιού, ξιδιού κ.α. αντλητήριο Αντίλογος = γραπτή απάντηση, μήνυμα, ανταπάντηση Αντίν = αρχ. αντίον Ομηρ. Εξάρτημα αργαλειού με το οποίο φτάνουν τα οριζόντια νήματα προς τον υφάντη Αντίναμαν = ξετίναγμα, ανθορροία, καρπόπτωση Αντινάσσω = τινάσσω, ξεσκονίζω, κτυπώ μεσν σεληνιάζομαι, καταλαμβάνομαι από σπασμούς Αντιναχτά = ραγδαία βροχή με μεγάλες σταγόνες που αντινάσσουνται Αντιναχτές = μικρές διαλεχτές πατάτες που πλένονται και τηγανίζονται ακαθάριστες Αντιπαλιάζω = αρχ. αντιπαλαίω αντιπαλεύω, εναντιώνομαι Αντιπαραμυθούμαι = αντί να παρηγορώ παρηγοριέμαι από άλλον Αντίπελλος = ο κατάλληλος για να αντιμετωπίσει τον τρελλό, ο παραπάνω τρελλός Αντιπερισπώ = διακόπω την ομιλία και στρέφω προς άλλο θέμα Αντιπιθάρκου = η μετά μεθαύριο μέρα Αντιπιθάρκοψες = η επόμενη της μεθαυριανής βραδυάς Αντιπολόημαν = αναιδής απάντηση Αντιπόλοος = έντονη ανταπολογία Αντιπολοούμαι = αντιλέγω σε έντονο ύφος Αντίφορτον = ίσο φορτίο, ισόβαρο Αντίχαρις = τιμωρία Αντόπκιος = εντόπιος, ντόπιος Αντράδελφος = ο αδελφός του συζύγου Αντράκλα, αντρουκλιά, άντρακλος = αγριοκουμαριά, της οποίας το ξύλο είναι χρήσιμο για την κατασκευή ξυλάνθρακων Αντρατζιά, ανταρτζιά = ανταρσία, ραγδαία βροχή, νεροποντή Αντρεικωμένος = αντρειωμένος Αντρεικώννω = γίνομαι αντρείος, καθιστώ το χωράφι εύφορο Αντρειορκά = αντρεία Ανατρειτζιά = αντρεία Αντρέπουμαι = ντρέπομαι Αντροπή = ντροπή, προσβολή Αντροπιάζω = ντροπιάζω, προσβάλλω Αντροπιασμένος = ντροπιασμένος, προσβεβλημένος Αντροπκιάρης = ντροπαλός Αντροσιάζω = βάζω τροχοπέδη Αντρόσιιν = τοχοπέδη, εμπόδιο Αντρουκλιέρη, αντρουκλιέρον = χωράφι μέσα στο οποίο αυτοφύεται η αντρουκλιά Αντρούκλιν = ο καρπός της αντράκλας Αντρουκλόμηλον = ο καρπός της αντρακλιάς Άντρουκλος = αρχ. ανδράχνη κουμαριά Αντρυνίσκω = γίνομαι άντρας Ανυπόλυτος, ψιαλυπόλυτος = ξυπόλυτος Ανυπομόνητος = ανυπόμονος Αντυφαντάρης, νεφαντάρης = υφάντης, ιστός αράχνης Ανώιν = πάτωμα διώροφης στέγης Ανωμέρου = πιο πάνω, περισσότερο Ανωράς, ανώρας, ανωρίς = νωρίς, έγκαιρα Ανώτερα = πιο πάνω Ανωτήρα = αρχ. ανωθώ δισκοειδές μέρος της τροχαλίας, επιγονατίδα, το άνω μέρος του αδραχτιού Αξάιν = μέτρο χωρητικότητας ¼ καφιζιού 1/33 του μοδιού, 8-10 οκάδες Αξάγκωνα = οπισθάγκωνα με τα χέρια δεμένα πίσω Αξαγκωνίζω, αξαγκωνιάζω, εξαγκωνιάζω, ξεγκωνιάζω = αρχ. εξαγκωνίζω δένω οπισθάγκωνα Αξαγοράζω = εξαγοράζω Αξαγόρευτος = που δεν εξομολογήθηκε Αξαθκιάς, ξαθκιάς = με τρίχες ξανθές Αξανά = ξανά, πάλι Αξαναγκαλώ = προσφεύγω εκ νέου στο δικαστήριο Αξαναζητώ, εξαναζητώ = ξαναζητώ Αξανακράζω = βγάζω πάλι σε δημοπρασία Αξανακρινίσκω, εξανακρινίσκω = ξανακρίνω Αξαναλαμβάνω = παίρνω πίσω Αξαναπαίρνω = ξαναπαίρνω Αξαναπαρχής, ξανάπαρκης, ξανάπαρτζιης = ξανά από την αρχή Αξαναπιάννω = παίρνω ξανά Αξαναπολομώ = ειδοποιώ ξανά Αξαναπουλώ = πουλώ εκ νέου Αξαναρωτώ, εξαναρωτώ = ρωτώ πάλι Αξανάστροφα = ανάποδα Αξανασύρνω = ξανα ρίχνω/σύρω Αξαναφέρνω = ξαναφέρνω Αξαννοίουμαι = ρωτώ να μάθω, ερευνώ Αξαπόλυτα = αυθαίρετα, εντελώς ελεύθερα Αξαπολύω, ξαπολώ = αρχ. εξαπολύω απολύω, ελευθερώνω, παραβιάζω Αξαργώ = καθυστερώ, χάνω την ώρα μου Άξαρκος = άεργος, αδρανής Αξαφταίννω = καίγομαι Αξάφτω = ανάβω, παίρνω φωτιά, υποφέρω Αξήλειφτος = που δεν εξαντλείται, που δεν εξαλείφεται Αξηγόρευτος = αξομολόγητος Αξηντέριστος = από τον οποίο δεν αφαιρέθηκαν τα εντόσθια Αξηκόνιστος = που δεν ξεσκονίστηκε Αξητσάνιστον = αποστρέφομαι το φαγητό, μπουχτίζω το ίδιο φαγητό Αξιαζητώ = έχω απαίτηση για κάτι Αξιάζω = αξίζω, κοστίζω, ισοδυναμώ με, έχω αξία, έχω νομικό κύρος Αξινάστραφα, αξινόστραφα, αξανάστροφα = ανάποδα, σε αντίθετη κατεύθυνση Αξινάστραφος, αξινόστρεφος = αντίστροφος, με αντίθετη φορά Αξινοστραφκιάζω = φέρω ενάντια, αναποδυογυρίζω Αξιώννω = υποχρεώνομα Άξυππα = ξαφνικά Αξώ = αυξάνομαι, πληθαίνω Άογρος = χωρίς χρώμα, άρρωστος Αορατερή αορατερόν = όπου αυτοφύεται ο αόρατος (άρκευθος) Αόρατος, αβόρατος, Αορατιά = αρχ. αόρατος άρκευθος Αορατούιν = μικρή άρκευθος Αοραγνερή = χωράφι μέσα στο οποίο αυτοφύεται η αροδάφνη Αούλικος = χωρίς ούλα Αουροκόβκω = κόβω άγουρους καρπούς Άουρος = αρχ. άωρος άγουρος Αουστόπκια = είδος απιδιών που ωριμάζουν τον αύγουστο Απά εις τον άλλον = αντί επάνω στον άλλον Απακούω, πακούω, ποκούω = αρχ. επακούω Απαλέτης = πελάτης μύλου Απαλλόθεν = απο άλλο μέρος Απαναθιόν, απανωθιόν, απανωθκιόν = απο πάνω Απανιά = αυτοφυόμενα δασικά δέντρα Απαντώ, παντώ = αρχ. απαντάω διαρκώ, αντικρούω αντίδικο μου στο δικαστήριο, αντέχω, διατηρούμαι στην ζωή, κρατώ Απανωμέρου = πιο πάνω Απαξιούμαι = δε δέχομαι, αρνούμαι Απάρτενος = καινούριος, γνήσιος, παρθένος Απάρτι = πριν από λίγο, από τώρα Απάτζιιν = ψαχνό μέρος του σώματος γύρω από τα νεφρά του χοίρου Απαύτα = αμέσως, απο εκεί, ύστερα Απαυτός, απατός = εγώ ο ίδιος Απαφορίζουμαι = καταφέρνω να άρω τον αφορισμό Απαφορμής, παφορμής = εξαιτίας Απέ = από Απεζά = με τα πόδια Απέζεμαν = κατέβασμα κάποιου από το άλογο Απεθαίνω = πεθαίνω Απεθαμένος = πεθαμένος Απεικάζω, πεικάζω = αρχ. απεικάζω εννοώ, καταλάβω Απείλιχτρος = το όργανο πάνω στο οποίο τυλίγουν το νήμα, όταν θέλουν να το λενίσουν Απεμπρός = από μπορστά Απέργιν = κακή πράξη, το κακό Απεσώννω, αποσώννω = αρχ. αποσώζω φθείρω, σπαταλώ, οδηγώ, κατορθώνω, καταλήγω, φτάνω, καταντώ Απετακτοσύνη = ανυποταξία Απέτσωτος = χωρίς παπούτσια Απηδώ = επιτίθεμαι, ορμώ Απήδημαν = έφοδος, επίθεση Απηδία, αππήδια = επίθεση, έφοδος, πηδήματα Απίδιν, απίιν = αρχ. άπιον αχλάδι Απίλωτος = ασυμπίεστος, ακατέργαστος Άπιστα = χωρίς ειλικρίνεια, με δολιότητα, άδικα Απιστία = έλλειψη εμπιστοσύνης, αναξιοπιστία, ανυπακοή, δολιότητα, προδοσία Άπιστος = άκυρος, ανακριβής, λειψός Απλάιν = δέσμη ξύλων μιάς αγκαλιάς Άπλας = ραχάτης, τεμπέλης Απλήμαστος = απλημμύριστος Απλούμενος = εκείνος που είναι απλωμένος Απυσιά, απλυχιά = το να είναι κανείς άπλυτος Απλώστρα = τόπος όπου απλώνουμε τα ρούχα για να στεγνώσουν Αποβάλλω = απομακρύνομαι από τους κόλπους της εκκλησίας Απόβγα = τελικά Αποβγάλλω = ξεπληρώνω, αποζημιώνω, γλιτώνω, απαλλάσσω, απολύω Απόβγαρμαν = αποπομπή, απομάκρυνση Απόβλητος = απαλλαγμένος, ελεύθερος από κάθε υποχρέωση Απογλησμονώ = ξεχνώ Απογυρίζω = αποστρέφω, παρακάμπτω Αποδιαβάζω = αναβάλλω την εκτέλεση, ελέγχω κάποιον, διώχνω κάποιον μακριά με έυσχημο τρόπο, λησμονώ (για συναισθήματα) Αποδιάβασμαν = διαδικασία, αναβολή Αποδιαλέγομαι = ειρωνεύομαι, περιγελώ, χλευάζω Αποδιαλεκτής = είρωνας, χλευαστής Αποδιαλεμένος = εξευτελισμένος Αποδικιώννω = απαλάσσω κάποιον από κατηγορία Αποθαίννω, ποθαίννω = πεθαίνω Αποθάρρησις = εξασφάλιση Αποθαρρίζουμαι = ξεθαρρεύω, εμπιστεύομαι Αποθαρρώ = τολμώ να κάτω κάτι, δίνω πίστη σε κάποιον, εμπιστεύομαι Απόθεν, αππόθεν = από πού Αποκαθίζω = μένω στην άκρη, παραιτούμαι Αποκείθθεν = από εκείνο το μέρος Αποκατσαρώννω = αποξηραίνομαι Αποκλισιάρης = απεσταλμένος, αγγελειοφόρος, μαντατοφόρος Αποκόβκω = κόβω εντελώς, απομακρύνω Αποκόμβιν = σακούλι χρημάτων, πουγγί, βαλάντιο Αποκοπή = τιμή, εγγύηση Απόκοφτος = αχεντίμητος, αλογάριαστος, άφθονος, που δεν απογαλακτίστηκε Αποκρατώ, απουκρατώ, ποκρατώ = αρχ. αποκρατέω καταχρώμαι, διατηρώ, κρατώ για φύλαξη Απόκρισις, απόκριση = αρχ. απόκρισις απάντηση, απολογία, το δικαίωμα, να παρουσιάζεται κάποιος στο δικαστήριο ως δικαστής, ως συνήγορος ή μάρτυρας Αποκρυαίνω = απογοητεύομαι κν. Ποκρυώννω Απολέγω = αρχ. απολέγω αναιρώ Απολογητιός = κατηγορούμενος, απολογούμενος Απολογία = αρχ. απολογία ομιλία, απάντηση, απάντηση σε κατηγορία Απολογιάζω = αρχ. απολογία απολύω, ελευθερώνω, αποκρίνομαι, κάνω την απολογία μου, διώχνω κάποιον μακριά, κατατευοδώνω Απολογούμαι = ζητώ συγγνώμη, μιλώ, απαντώ, αποκρίνομαι, απολογούμαι στο δικαστήριο, εκθέτω, εξιστορώ Απολόητος = αναπολόγητος Απόλυμαν = βλαστός Απολύω = εγκαταλείπω, αφήνω ελεύθερο Απομακρίζω, πομακρίζω = απομακρύνω Απομεινίσκω = ανέχομαι, υπομένω, μένω πίσω και περιμένω κάποιον Απομένω = αρχ. απομένω κάνω υπομονή, υπομένω, εγκρίνω Απομεριμνώ = αδιαφορώ Απομονή = υπομονή Απομονητικά = υπομονετικά Απομονητικός = υπομονετικός Απόμυτο = κορυφή βλαστού Απονομεύκω = ανήκω σε κάποιον, στερώ από κάποιον το δικαίωμα της νομής Αποπαντού = από παντού, από όλα τα μέρη Απόπαπας = παπας που απέβαλε την ιεροσύνη, ανάξιος παπάς Αποπιστεύκω = ξιπιστεύω Αποπόθεν = από που Αποππέφτω = πέφτω με ορμή, καταντώ Αποριμνώ = απαλλάσομαι από τις μέριμνες Απορός = έκπληπτος Απορρίβγω = περιφρονώ Αποσιέρκαστον = ανέμπατο ζυμάρι Απόσιη = ασχ. Απόχιον δίκτυο με το οποίο μάζευαν ακρίδες Αποσκεπάζω ποσκεπάζω, ποσιεπάζω = ξεσκεπάζω, αποκαλύπτω, παρακολουθώ, παρατηρώ, κατασκοπεύω Αποσκέπαστος = που δεν έχει στέγη, ασκέπατος Αποσκότιση, απουσκότιση = απαλλαγή από σκοτούρες, απόλαυση, ευχαρίστηση Αποσπάζω = απορρίπτω την κατηγορία Απόσπαστη = αγλίτωτη, που δεν μπορεί κανείς να την ποσπάσει Αποσπώ = ξοφλώ, παίρνω πίσω, πετυχαίνω, ελευθερώνω κάποιον Αποσταίννω = αρχ. αφίστημι αποκάμνω, καταπονώ, κουράζω Απόσταμαν = συγκέντρωση πύου σε ιστούς του σώματος, απόστημα Αποστέκουμαι, ποστέκουμαι = κουράζομαι Αποστηρνιάζω, αποστρηνιάζω = παύω να βρίσκομαι σε σεξουαλικό οργασμό Αποστρέφω = αρχ. αποστρέφω απομακρύνομαι, μένω μακριά Αποστριγγίζω = βγάζω στριγγιά φωνή, μαλώνω κάποιον Απόστροφος = η δησιά που φτιάχνεται για να αλλάξει πορεία το νερό Αποσφίγγω, ποσφίγγω = σφίγγω δυνατά Αποτάσσομαι, απουτάσσομαι, απετάσσομαι = υποτάσσομαι αρχ. υποτάττομαι Αποταύτα = αποτρέπω, μεταπείθω Απότζιει = μετά Αποτζιυώματα = φαντασιώσεις Απότορμα = με τόλμη, με αυθάδεια Απορορμία, αποτορμιά, ποτολμιά, ποτορμιά = τόλμη, τολμηρή πράξη Απότορμος = τολμηρός Αποτορμώ, ποτορμώ, ποτολμώ = αρχ. αποτολμάω αποτολμώ, τολμώ, ενθαρύννω, βοηθώ Άποτος = που δεν ήπιε Αποτρώγω = τελειώνω το φαγητό Αποτσακκίζω, ποτσακκίζω, ποτσακκώ = μιλώ με ειλικρίνεια, πείθω, μεταπείθω, αποτρέπω Αποτσίππωτα = χωρίς ντροπή, με τόλμη και θάρρος Αποτσίππωτος = αδιάντροπος Αποτύλιν = ξετύλιγμα Αποτυφλώννω = τυφλώννω Απού = όποιος Απού = από Απουαφορμάς = εξαιτίας Απουβγάλλω = βγάζω έξω, απαλλάσσομαι Απουκάτω = χαμηλά, από κάτω Απούκουππα = μπρούμυτα, ανάποδα, ανάσκελα Απούλητος = που δεν πωλήθηκε Απουμέσα = από μέσα Απουμπρός, απουομπρός = από μπροστά Απουτώρα = από αυτή την στιγμή Απόφα = απόφαση Αποφαίνω = εκδίδω απόφαση Απόφλητος = που δεν οφείλει Αποφορά = αρχ. αποφορά δυσοσμία, μυρωδιά, χνώτο Αποφορίζουμαι = απαλλάσσομαι από αφορισμό Αποφορτώννω = ξεφορτώννω Αποφουσκώννω = καμαρώνω, φουσκώνω από έπαρση, ανακουφίζω, ανακουφίζομαι από θλίψη Αποχή = εποχή Απόχτιν = πασό κρέας τράγου αποξηραμένο στον ήλιο, μρφ αδύνατος Αποχώννω = ξεθάβω Αππαράτσος = μεγάλο άλογο Αππαρέτιν = μικρό άλογο Αππαρίζω = συμπεριφέρομαι όπως το άλογο ή μιλώ ζωηρά Αππάριν, άππαρος = αρχ. ίππος άλογο Αππαρομάνα = φοράδα, ρωμαλέα γυναίκα Αππαρόμουγια = αλογόμυγα Αππέξω = αππόξω, απέξω Αππεξωθκιόν = απέξω Αππέσω = από μέσα Αππεσσωθκιόν = μέσα Αππεσσώρουχον = βρακί Αππήιν, αππήημαν = πήδημα, επίθεση Αππηδκιέται = συνουσιάζεται, επιβαίνεται Αππηώ = πηδώ, εφορμώ, επιτίθεμαι Άππηος = αρχ. πήδος μεγάλο πήδημα Αππηητούριν = σκουλίκι χαλουμιών Άππης = αρχ. άπιος αχλαδιά Αππόθεν = από που Αππώδε = από εδώ, από εδώ και εμπρός, ως τώρα Άππωμαν, αππωμός = έπαρση, αλαζονεία, κόρδωμα Αππωμάρα = έπαρση, αλαζονεία Αππώννω = αφήνω ελεύθερο, διώχνω, παροτρύνω, παραχαϊδεύω, μεσν κομπάζω Άπρακτα = χωρίς ιδιαίτερο νόημα Άπρεπα = μάταια, άσκοπα Απρεπόζιτον = περίπτωση Άπρεπος = ανάρμοστος, αντικανονικός Απτούμενος, αφτούμενος = αναμμένος Απύρωτος = φούρνος που δεν πυρώθηκε, απύρετος Άρα άρα = κατάρα Απώρας = έγκαιρα Άρα παράρα = άρατος Άρα τζιαι κατάρα = κατάρα αρχ. αρά Άραβτος = άοπλος, χωρίς ραβδί Αράιστος = αράγιστος Αρακατάς = που προκαλεί οχληρία Αραμάδα = χαραμάδα Αραποσίταρον = καλαμπόκι Άρατος = άφαντος Αργαλειόν = εργαλείο, αντικείμενο Άργημαν = καθυστέρηση, βραδύτητα Αργοσύνη = καθυστέρηση Αρκατένον = εργατινό, είδος ψωμιού που φτιάχνεται ολονύκτια με προζύμι από εκχύλισμα ρεβιθιών Αρκατεύκουμαι = εκτελώ εργασία εργάτη Αρκατζιά = χωράφι που βρίσκεται μέσα σε ρεμάτια, αυλάκια Αρκάτζιιν = κοίτη χειμμάρου, ρυάκι Αρκάτης, αργάτης = εργάτης Αρκατικόν = οι εργάτες ή η εργασία τους γενικά Αρκατιτζιή = επάγγελμα του εργάτη Αρκατολόιν = όλοι μαζί οι εργάτες Άρκεμαν = αρχή, έναρξη Αρκεύκω, αρτζιεύκω = αρχίζω Άρκημαν, αρκημός = βραδύτητα, αργοπορία Αρκητόν, αρκητά = αργά Αρκινεύκω = αρχίζω Όρκισμαν = χορός, όρχηση Ορκισμένος = αρχισμένος Αρκοβκιολέττα = μενεξές Αρκόβορτος = άγριος βόρδος Αρκόβουδον = άγριο βόδι Αρκογιέναικος = γυναίκα με αδρά χαρακτηριστικά και επιβλιτκή σαν τον άντρα Αρκοκαλαμιώνας, αρκηκαλαμιώνα ς= άγριος καλαμώνιας Αρκοκαπνός = ο θάμνος γιατρός Αρκόκολοκασερόν = χωράφι γεμάτον αρκοκολόκασο Αρκοκολόκασον = αγριοκολόκασο Αρκοκονίδιν = αυγό ψείρας Αρκοκουτσιά = είδος λαθύρου Αρκολίβαον = χωράφι υγρό μέσα στο οποίο αφθονεί η άγρια βλάστηση Αρκολιερή = χωράφι γεμάτο με άγρια ελαιόδεντρα Αρκολουβάνα = ο βίκος ο Κύπριος, λάθυρος ο βλεφαριδόκαρπος, αγριολαθούρι Αρκολουβιά = είδος φαρμακευτικού θάμνου που φέρει το όνομα της ανάγυρις ή δύσοσμος Αρκομάππουρος = ο άγριος γίνεται του πεύκου Αρκομέρωτος = που από άγριος γίνεται ήμερος Αρκόν = είδος αραιού κόσκινου Αρκονταναγιωμ΄νοες = που ανατράφηκε με αρχοντιά, με φροντίδα Αρκοντεύκω = γίνομαι πλούσιος Αρκοντιά = η κατάσταση του άρχοντα τα πλούτη γενικά Αρκοντογέννητος = αρχοντογεννημένος Αρκοντολόιν = το σύνολο τψν αρχόντων, η τάξη των πλούσιων Αρκοντονέγιωτος = αρχοντικά μεγαλω΄μενος Αρκοντυνίσκω, αρχοντυνίσκω = αρχίζω να γίνομαι πλούσιος Αρκόπελλος = υπερβολικά τρελός Αρκόπευκος = άγριος πεύκος Αρκορίφαδον = ζωηρό και ατίθασο κατσίκι Αρκορούφητος = ευέξαπτος Αρκός = αργός Άρκος = άγριος, μη μπολιασμένος Άρκος, άρχος = αρχηγός, πλούσιος Αρκοσιέρισσον = χωράφι που για πολλά χρόνια έμεινε χέρσο Αρκόσιοιρος = αγριόχοιρος Ασκόστραος = θεόστραβος Αρκοσυτζιά = αγριοσυκιά Αρκοτεράτσιν = αγριοξυλοκέρατο Αρκοτζιεράμιον = άγριο κρεμμύδι Αρκοτζιινάρα = αγριαγκινάρα Αρκοτζιιναρερόν = όπου έχει πολλές άγριες αγκινάρες Αρκοτανταφυλλιά = αγριοτριανταφυλλιά Αρκουδώντα, αρκουδιστά = με τον τρόπο της αρκούδας Αρκοΰιζω = περπατώ στα τέσσερτα Αρκουοάμαξον = πελώρια άμαξα, πολιορκητική μηχανή Αρκοφόραδος = άγρια φοράδα Άρκοψες = αύριο το βράδυ Αρκυροθήκαρον, αρκυροφήκαρον = αργυρή θήκη μαχαιριού ή ξίφους Ακυροκουδουνάτος = που έχει αργυρό κουδούνι Αρκυρομασιαίριν, αρκυρομάσιαιρον = αργυρό μαχαίρι Αρκωμένος = αγριωμένος Αρκωμένος = αγριωμένος, οργισμένος Αρκώννω = γίνομαι άγριος Άρμα = γάμος, θορυβώδης συρτός χωρός Αρμάζω, αρμόζω = νυμφεύω, παντρεύω Αμμαθός = τσαμπί, ομάδα όμοιων πραγμάτων Αρμασία, αρμαχιά, ασμασιά = γάμος, παντρειά, δεσμός, τα χρειώδη του γάμου Άρμασμαν = γάμος Αρμαστικός = νυμφευμένος, έγγαμος Άρμενον = ιστίο, πανί πλοίου Αρμεύκω = αρμέγω Άρμαν, αλάρμη = άλμη, αλμυράδα, άμμους του ποταμιού Αρμηνεύω = αναφέρω Άρμιγος = αρχ. έλμιγξ σκουλούκι της οικογένειας ασκαρίδωμ που παρασιτεί στο λεπτό έντερο πολλών θηλαστικών Αρμίδιν = αλιευτικό σκοινί Αρμός, ορμός = κλείδωση οστών, άρθρωση Αρμυρίιν = αλμυρίδι, πουλί τρίγγας ο ωχρόπους, χωράφι υφάλμυρο μέσα στο οποίο αυτοφύονται διάφορα φυτά αλμυρών εδαφών, χρυσολάχανο Αρμυρός = παστός Αρνά, αρνάα = νεαρή προβατίνα μφτ σύζυγος Αρνούππα = μεγάλο και παχύ αρνί Αρνούππιν = μικρό αρνί Αροδάφνη = ροδάφνη Αροθυμιά = ο φόβος της νύχτας Αροθυμιάρης = που φοβάται μόνος Αροθύμιστρον = κάτι που προκαλεί φόβο, ιδιαίτερα στην διάρκεια της νύχτας Αροθυμώ = δειλιάζω, φοβούμαι, κν νεκατσιώ Αρουκλιά = μικρή ποσότητα νερού, ένας εμβολισμός μηχανής κν κουτουκλιά Άρπα = απότομα, αιφνίδια Αρπαγή = λεληλασία, σφετερισμός Άρπαιν = γάντζος που ρίχνεται σε πηγάδι για να ανασύρει το δοχείο άντλησης Άρπαγμαν = πράξη αρπαγής Αρπαουνιά = αρπαγή Αρπαουνιάρης = άρπαγας Αρπαντική = φωτογραφική μηχανή Αρπουρίζω = εξαποστέλλω κάποιον Αρραβώνα = αρραβώνας = προκαταβολή, εγγύηση, ασφάλεια, μνηστεία Αρραβωνιάζω = δίνω προκαταβολή, εγγύηση, κάνω συμφωνία Αρρώννω = εξαγριώννομαι, απειλώ Αρρωστάς = άρρωστος Αρρώσκια, αρρωστία = αρρώστια Αρσενοκοίτης = που συνουσιάζεται με άντρα Αρσενοκοιτία = ερωτική επαφή μεταξύ ανδρών Αρσινίκιον = τριοξείδιο αρσενικού, τριθειούχο αρσενικό Αρτάρω = αυξάνομαι ώστε να γίνω κάτι Αρτεμώνιν = πανί του πλοίου Αρτζιάτος, αρτζιάτης = ίππος από καλη ράτσα που δεν ευχουχήθηκε, αρχιδάτος μτφ αξιόλογος Ατζιίν = αρχίδι Αρτυματιά = το δέντρο σχίνος Αρτματικόν = καρύκευμα, αρωματική ουσία Αρτύννωμ, αρτύζω = καρυκεύω, αλατίζω Αρστυσιά = καρύκευμα, κύμινο Αρτώννω, ρτώννω, φτώννω = πετυχαίνω, συναντώ Αρφάλλιν, αφφάλιν = αρχ. ομφαλός Αρφαλοκόβκω = κόβω τον ομφάλιον λώρον Αρφανός = ορφανός Αρφανουλλίκος = μικρός ορφανός Αρφότεγνος = παιδί του αδελφού Αρφούλλα = μικρή αδελφή, αγαπητή αδελφή Άρχεμαν, άρχεμμαν = αρχή, έναρξη Αρκεύκω, αρχέυγω = αρχίζω Αρχιδιακονάτον = αξίωμα αρχιοδιακόνου Αρχιεροσύνη = αξιώμα του αρχιερέα Αρχινίζω = κάνω αρχή, ξεκινώ Αρχινώ, αρκινώ = αρχίζω, ξεκινώ Αρχίπαιδος = που έχει την αντίθετη ηλικία του παιδιού Αρχοντίσιμος, αρκοντίσιμος = αρχοντικός Αρχοντολόιν, αρκοντολόιν = όλοι οι άρχοντες, πλούσιοι μαζί Αρωστάς = που επιρρέπει στις νόσους, που προσποιείται τον άρρωστο, αρρωστιάρης Αρώτημαν = ερώτηση Αρωτώ = ρωτώ Αρωτώμαι = αναρωτιέμαι Ασάα = κοινωνική ή και οικονομική τάξη ανθρώπων Ασακκούλιαστος = που δεν μπήκε στο σακούλι Ασαλάιστος = ασάλευτος, ακλόνητος Ασαλαώνιστος = ασάλευτος, ακλόνητος, αμετάβλητος Ασάριστος = ασκούπιστος Αράτσιαστος = που δεν μπήκε στο σακί Ασβάιν = αλόη Ασιελωνάριν, ασιερωνάριν, σιελωράιν = αχυρώνας αρχ. αχυρών Ασιερομπάζω, αχερομπάζω = κουβαλώ άχυρο από το αλώνι στον αχυρώνα Άσιερον = άχυρο, άγευστος καρπός Ασιεροπάλαμαν = οι παλάμες των χεριών Ασιεροπηλός = λάσπη ανακατεμένη με χοντρό άχυρο με την οποία έκαναν πλιθάρια ή τη χρησιμοποιούσαν ως επίχρισμα τοίχων, φούρνων Ασιερότρυπα, ασιελότρυπα = τρύπα στην στέγη μέσω της οποίας ρίχνουν το άχυρο στον αχυρώνα Ασιετός, οσιετός, σιυτός = οχετός Ασημοχρούσαφον = ασημένια και χρυσά σκεύη Ασημώννω = επενδύω σε ασήμι, στολίζω με ασήμι Ασθένεια = αρρώστια, επιληψία, σεληνιασμός Ασκαλώνια = μέτρα για το κρασί, ασκιά Ασκελομάντριν = βρακί Ασκίν = αρχ. άσκιον δερμάτινος σάκος από δέρμα ευχουνισμένου τράγου Ασκλιν = ελάττωμα Ασκόδημμαν, ασσιόδεμμαν = λουρί με το οποίο δένουν το στόμα του ασκού Ασκομαχώ, σκομαχώ = ασθμαίνω, αγκομαχώ Ασκοντυλίζω = σκοντάφτω Ασκοπώ = κοιτάζω ερευνετικά, παρατηρώ Ασκούπα = κάθισμα ή προσκέφαλο από ολόσωμο δέρμα κατσικιού η αρνιού γεμάτο άχυρο, κοντή και χοντρή γυναίκα Ασκουφωτός = που δε φορεί σκούφο, που έχει ακάλυπτο το κεφάλι Ασκοφύσιν = φυσητήρας του σιδηρουργού φτιαγμένος από δέρμα αρνιού ή ριφιού Ασκοφυσώ = διοχετεύω αέρα με το φυσητήρα Άσκωμαν = φούσκωμα ασκόν Ασκώννω = γεμίζω το ασκί με αέρα, φουσκώννω Ασμαν = ασθμα Ασπαλαθιά = σπαλαθιά Ασπάτσιξιν = ας μείνουν ευλογημένα Ασπέρας, της = κατά το βράδυ Ασσιέλιν, ασσιελιά = δρασκελιά Ασσιέλιν = χέλι αρχ. εγχέλειον Ασιερόσπιτον = σπίτι φτιαγμένο με πηλό και άχυρα Ασσιημόγλωσσος = που χρησιμοποιεί άσχημη γλώσσα Ασιημοδκιάρτιστος = άσχημα φτιαγμένο ψωμί, κακοζύμωτος, άσχημος Ασσιημοθώρητος = έχει άσχημη όψη Ασσιημομούρης = άσχημος Ασσιημόπλαστος = κακοκαμωμένος, άσχημος Ασσιημοπρόσωπος = που έχει άσχημο πρόσωπο Ασσιημόχνωμος = που έχει άσχημους τρόπους Ασσινόχορτον = κεφαλάγκαθο Αστάυρωτη = λεχώνα που δεν σταυρώθηκε τρεις μέρες μετά τον τοκετό, κοπέλα που δεν είδε ακόμη περίοδο Αστενεμένος = σωματικά καταπονημένος, άρρωστος, με αδύνατη κράση Αστέρα = πόνος στην περιοχή της κοιλιάς Αστεριοσύνη, αστερεοσύνη = αστάθεια, έλλειψη σταθερότητας Αστέριωτος, αστερέωτος = ασταθής, που δεν είναι στερεωμένος Αστηνεμένη = άρρωστη Άστομος = που δεν έχει όρεξη για φαγητό Αστοσιεύκω, αστοχώ = αστοχώ, αποτυγχάνω στη γεωργία ή στο εμπόδιο, δυστυχώ Αστοσιά, αστόσια = ανομβρία, κακή σοδεία, αποτυχία σε εμπορική πράξη Αστρικόν = αστερισμός, ζώδιο, πρεπρωμένο Αστρονομούσα = η αστρονόμος Αστρονομώ = προβλέπω το μέλλον παρατηρώντας τα άστρα Αστρούχνιστον = ακέντητο, μαντίλι, σεντόνι Αστροφεντζιάζω = φωτίζω με άστρα μου Ασυγκερασιά, ασυγκεραχία = ακράτεια, ακολασία Ασιύλωτος = που δεν αλείφτηκε με πυλό Ασυμπάθητος = που δεν τον συμπαθούν πολύ Ασύμπαυτος = που διαφωνεί με κάποιον Ασύντυχος = αμίλητος, άγιος Άσυρτη = που δεν οδηγήθηκε να βαρευτεί Ασυχχώμπατος = ασυγχώρητος, ασυμπαθής Ασχημάντερος = μοχθηρός, χαιρέκακος Άσιημος = προσβλητικός, υβριστικός, σοβαρός, ανήθικος Ασιημοσύνη = αξιόποινη πράξη, εξευτελιστική πράξη, πορνεία Ασωμιά = η αδυναμία των μελών του σώματος Άσωτος = σπάταλος Άτακτα = αντικανονικά, χωρίς τάξη Αταξία = αταξία, απρεπεία Άταος = ανεπαρκώς τρεφούμενο ζωντανό Ατερώννω = ανατέλλω Ατζία = ο ξεροψημένος γύρος του ψωμιού, που όποιος συνηθίζει να τον τρώει παίγνει παπαδοπούλα, φέτα Άτοπα = αρχ. άτοπος παράνομες πράξεις Άτρεχτη = που δεν μπήκε στο ζυγό Ατρόσιιστον = που δεν ακονίστηκε στον τροχό Ατσάκιστος = απρόσβλητος Ατσαλεύκουμαι = γίνομαι ακάθαρτος (για τα έμμηνα των γυναικών) Ατσαλιά = ακαθαρσία, φυσική ακαθαρσία γυναικών σε εμμηνόπαυση Ατσαλόγλωσσος = βωμολόχος, αθυρόστομος, αυθάδης Άτσαλος = αχ. Ατάσθαλος ακάθαρτος (για γυναίκες με έμμηνα), άπρεπος, βλαβερός (για φαγητά) ισχυρός πόνος Ατσαλοπίνω = πίνω κατά κόρο, άτακτα και ακατάλληλα Ατσαλοτρώγω = τρώγω κατά κόρο, άτακτα και ακατάλληλα Ατσιπποσύνη = αναίδεια Ατσίππωτα = με αναίδεια, απότομα, άφοβα Ατσίππωτος = που δεν έχει τσίπα, αναιδής Άτσιου = επιφ. Με το οποίο διώχνουν τους σκύλους Αττιμένη = ανθισμένξ Ατύλα = αρχ. ατυλόν ζιζάνιο των χόρτων Ατυχεύγομαι= αποτυχαίνω Αυθέντης = αρχ. αυθέντης άρχοντας, ηγέμονας, αρχηγός, αφεντικό, κάτοχος Αυθεντία = κρατική εξουσία, δικαστική εξουσία, το αξιώμα του αφέντη, δύναμη, ιδιοκτησία, κυριότητα Αυλάκωμαν = το χώρισμα με αυλάκι των θέσεων των διαφόρων λαχανικών Αυλατζιά = αρχ. αύλαξ αυλάκια, χωρίσματα του χωραφιού που είναι φυτεμένο με κάθε είδος λαχανικού Αυλάτζιιν = αυλάκι, ρυάκι Αυλή, αυλάδες = αρχ. αυλή δικαστήριο, βασιλικό παλάτι Αυλοτόπιν = ελεύθερος χώρος μπροστά από το σπίτι, οικόπεδο Αύρα = εμκεμπόμενη θερμότητα, ζέστη Αύρι = αύριο Αυταρκετός, αυτάρκετος, αυταρκητός, αυταρκητόν = ικανός, αρκετός Αυταρκώ = αρκώ, επαρκώ Αυτός = εγώ ο ίδιος, από εμένα, εαυτός Αυτοθελημάτου = εκούσια Αυτοκάλεστος = αυτόκλητος Αυτόρκον = νερό που λόγω της ποσότητας του χρησιμοποιείται απευθείας από την πηγή του για άρδευση χωρίς την ανάγκη δεξαμενής Αυτώς = με τον ίδιο τρόπο Άφαος = αφάγωτος, νηστικός Αφάλιν = ομφαλός Αφάνταχτος = φανταχτερός, ο πιο ωραίος Αφάτσιητος, αφάκκητος = που δεν έπαθε Αφεδρών, αφεδρός = πρωκτός Αφελιά = ωφέλεια Άφελος = που δεν ωφείλει Αφελώ, φελώ = ωφελώ Αφεντεύγω = γίνομαι κύριος, εξουσιάζω, κυβερνώ Αφέντης = αρχ. αυθέντης Αφεντία, αφιντία, αφεντιά = άρχοντας, ηγεμόνας, εξουσία Αφέντρικα = αφέντρα Άφεσις = οικοσυσκεύη, έπιπλα, εξοπλισμός πλοίου Αφής = αφότου Αφήτις = αφότου Αφιερολογώ = αφιερώνω Αφκιόνιν, αφχιόνιν, αθκιούνιν = μσν αφόνιον αρχ. όπιον Αφκιοντζιής, θυμωμένος ως να ήπιε αφκιόνιν Άφνου = ξαφνικά Αφόν = αφότου, όταν Αφονιάζουμαι = θυμώνω, ερεθίζομαι Αφονιασμένος, αχονιασμένος = θυμωμένος, ερεθισμένος Αφόρητος = που δε φορήθηκε, καινούριο Αφορισμένος = απομακρυσμένος από το πλήρωμα της εκκλησίας, καταραμένος Αφορμή = αιτία, λόγος, πρόφαση, περίσταση, δεξιοτεχνία, μομφή Αφορμιάζουμαι = προφασίζομαι Αφορμολοημένος = θυμωμένος, έτοιμος για καβγά Αφορμολογώ = γυρεύω αφορμή Αφορώ, αφορούμαι = αρχ. υφορώμαι υποπτεύομαι, ανακαλύπτομαι, θεωρούμαι ένοχος Αφότι = μια και, επειδή Αφούτις, αφότις = αφότου Αφράντα = πρόσφορα, άρτος Αφριάζουμαι = αρχ. επακροάομαι ακουώ προσεκτηκά, εισακούω Αφρούγιος, αβρούγιος = αφράτος και εύθραυστος Αφταίννω = μσν άφτω αρχ άπτω ανάβω Αφτοτζιηνάρα, αφτοχηνάρα = φραγκολίνα μτφ γυναίκα που περπατά σαν το πουλί αυτό Αφτούμενος = αναμμένος Άφτρες = αρχ. άφθα = στομόπονος, αφθώδης πυρετός Αφτρίν, φτριν = φιτίλι Άφτω = καίομαι, ανάβω, εξαφανίζομαι Αφυπνώννω = αποκοιμούμαι Αφφαλόκομμαν = ομφαλοτομή Αφφόριν, αφφούριν = τσίπα κρασιού ή ξιδιού, κατακράτηση του πλακούντα Αχαμνίζω = φθείρω, εξαντλώ, εξασθενίζω Αχαμνοσύνη = καχεκτικότητα, αδυναμία Αχάσιν = θάσιον αμύγδαλο Αχασόκουννα = αμυγδαλόψιχα, καρπός του αμύγδαλου Αχειόγλυφος = που δεν το χάραξε χέρι ανθρώπου Άχιλα βάχιλα = για βαρύ και απεγνσμένο αναστεναγμό Άχιν = αρχ άχος θλίψη, πόνος Άχλα, άγλα, άχνα, άχνη = αρχ. Όμηρ. Ατμός, μυρωδιά, λεπτό μόριο αχύρου Αχνάριν, αγνάριν = το αποτύπωμα του πέλματος από τα πόδια των ανθρώπων ή των ζώων στο έδαφος, το μήκος ή το ίχνος του ποδιού που χρησιμοποιτείται ως μέτρο μήκους, μήκος πέλματος λίγο Αχναρόποδον, αχναροπόδαρον = ίχνη που αφήνει το περπάτημα, το κάτω μέρος του ποδιού που χρησιμεύει και ως μέτρο μήκους Αχνόλαστον = αφρούγιο σαν αχνός, καλά καλλιεργημένο χωράφι με χώμα ψιλό και αφρούγιο Αχόγλαστος = που δεν έβρασε Αχόλλιαστος = που δεν έχει βαμμένα τα μάτια με αιθάλη Αχορταία = λαιμαργία Αχουρίζει = ψελλίζει άχου-άχου Αχρήζει, αγρήζει = αξίζει αρχ. χρήζω Αχταπόιν = αρχ. οκταπους χταπόδι Αχταπός = υπόγειος κρύπτη του σπιτιού που κλείει με καταπακτή Άχτος = χτύπος, ήχος Αχτυπόλλος = φακκόλοος, που απευθύνει προσβλητικά λόγια Άχτυπος = ήχος, χτύπος Αχχουταρούδιν, αχχουταρούιν = βρέφος, μωρό, ανήλικος Άψαλτος = χωρίς να του ψάλλει κανείς Άψιμον = άναμμα φωτιάς, τα καυσόξυλα που απαιτούνται για το άναμμα Αψόθυμος = ευέξαπτος, πικρός Αψός = σκληρός, άγριος, που καίει Αψοσύνη = ένταση, φλόγα Αψιουρίζουμαι, αψιουνίζουμαι = φταρνίζομαι Αψιούρισμαν = φτάρνισμα Αψοφωδκιά = πυρκαγιά Αψώννουμαι = εξοργίζομαι ΒΕΤΑΒαβάλλιν, αβάλλιν = κούνια, ξυλοκρέβατο, νεκρικό φέρετρο Βαβάντικα = ξινά Βαβατσινιά = συκαμνιά Βαβάτσινος, βάτσινος, βαβάτσινον = ο καρπός της βαβατσηνιάς, βατόμουρο μσν βάτσινον αρχ. βάτος Βαβίτσα = ο καυλό της σπουρτούλλας, της αβροσσιλλας, λεπτή ράβδος Βαβιτσοζάμπης = με λεπτές και αδύνατες κνήμες Βαβιτσώννω = φιμώνω Βαβούρα = βοή Βαγινοστέφανον = στεγάνι από φοινικιάς Βαδκειά, βατειά = μεγάλη βάτος, φράχτης Βαδκιά = εποχή που βατεύουν τα αιγοπρόβατα, οχεία Βαδκιάτικον = το δικαίωμα που πληρώνεται στον ιδιοκτήτη του επιβήτορα Βαδκιάρης = ικανό κριάρι Βαδόκοπος = δρεπανοειδές εργαλείο με το οποίο κόβουν θάμνους βατούς Βάδωμαν = ξύλινη ράβδος που χρησιμοποιείται ως κλαππίν Βαδώννω = αρχ. βάλανος κλείω, αποκλείω, ασφαλίζω, εγκλείομαι κάπου στενά Βαδωτός = κλειστός Βαζανάτη = συκιά που κάνει μαύρα σύκα Βάζω = φλυαρώ, οδύρομαι, κλαίω Βαθρακόμυλλα = το λίπος του βάτραχου Βαθυκοπώ = σφυρηλατώ Βαΐνα = τρυφερός και ζωηρός βλαστός Βαλανάς = παιχνίδι με στρογγυλό φουντούκι που χρησιμοποιείται ως σβούρα Βαλανικόν = αρχ. βάλανος χρήματα για είσοδο σε βαλάνειον Βαλανοτζιέρας = αρσενικό βόδι που έχει πολύ μικρά σε σχήμα βαλανιδιού και όρθια κέρατα Βαουρίζω = γαυγίζω Βαπτίζω = βαφτίζω, δίνω όνομα Βαπτικόν = έξοδα βαφής Βαρβατζιίζω = κάνω μεγάλο θόρυβο με πολλές ομιλίες, κουβέντες, φωνές ηχομιμ. Βαρετά = βαριά, σοβαρά, δυνατά Βαρετός = που έχει βάρος, σοβαρός, ανυπόφορος, δυσάρεστος Βαρημός = δυσφορία, στεναχωρημένος Βαρητοσύνη = βάρος, επιβάρυνση Βαρκά = σφύρα Βαρκές = εδάφη αργιλώδη που εύκολα λασπώνουν Βαρκεστίζουμαι = απογοητεύομαι, αηδιάζω Βαρκόν = υγρό Βαρκούμαι = βαριέμαι Βαροκοπώ, βαρυκοπώ = σφυληρατώ Βαρομεθώ = μεθώ βαριά Βάρταλα, βαρτούδια = βάρη Βαρταλάμιν = δύναμη, ένταση Βαρτουκώννω, βουτρουκώννω = εξογκώνομαι, φουσκώνω Βαρυγομαρκάρης = βαρύφορτος που νιώθει βαρύ το φορτίο του βαρυφορτώνεται Βαρυκαρτίζω, βαρυκαρτώ = στενοχωρώ Βαρύκαρτος = στενοχωρημένος Βαρύκουφος = βαρύκοος Βαρυκουφώ = δεν ακούω καλά Βαρύκοπος = που κτυπά η σφύρα Βαρυκώλημμαν = δισταγμός, αργοπορία, χρονοτριβή Βαρυκωλιώ, βαρυκωλώ = διστάζω, αργοπορώ, χρονοτριβώ Βαρυλάτης = βραδύς, δυσκίνητος λόγω βάρους η τεμπελιάς Βαρυνίσκω = γίνομαι βαρύς Βαρυπνάς, γαρυπνάς, αγρυπνάς = εφιάλτης, βραχνάς Βαρυστοισιειώτης = που έχει βαρύ άγγελο, που δε βλέπει οπτασίαες Βασίλης = είδος παιχνιδιού Βασιλούα = κόλλυβα Αγ. Βασιλειού Βάσκα = συκοφαντία, δυσφημία Βασμίδιν = βαθμός συγγένειας Βασμός = βουϊσμός, θόρυβος Βαστάγαρος = αχθοφόρος Βαστάγνω, βαστάχνω = υποφέρω, υπομένω Βασταερός = ανθεκτικός, δυνατός, υπομονετικός Βαστάζος = αχθοφόρος Βασταή = φορτίο βατών ή άλλων θάμνων, φόρτωμα εύφλεκτης ύλης Βαστάιν = ο μίσχος με τον οποίο ο καρπός κρατιέται πάνω στο δέντρο, ο μαστός της αίγας Βάσταμαν = προθεσμία, αντίσταση Βαστάννω = υπομένω, αντέχω, ΄δεχομαι, συγκατανεύω, είμαι ανεκτός Βαστάνοντα = κρατώντας Βασταρκά = πατερίτσα Βασταχτός = σηκωτός, μεταφερόμενος Βατανόραχος, γατανόραχος = βόδι με γραμμή στη ράχη κατά μήκος της σπονδυλικής του στήλης που έχει διαφορετικό χρώμα από το υπόλοιπο Βάτεμαν = συνουσία ζώων Βατερόν = τόπος γεμάτος βάτους Βατεύκω = έρχουμαι σε συνουσία Βατζιερή = τόπος που βατεύονται τα ζώα Βάτος = μέτρο χωρητικότητας υγρών Βατουλλιά = βάτος Βατούρα = η πράξη και ο τόπος της βατειάς Βατσιναρκά = που κάνει βάτσινους Βαφτίσιια = βάπτιση Βαφτιστική = βαφτιστικιά Βαρομεθώ = μεθώ βαριά Βαρυκαρτίζω, βαρυκαρτώ = δυσαρεστώ κάποιον, στεναχωρώ πολύ κάποιν Βαροκοπώ = σφυραλητώ Βαρυνίσκβ = πιέζω κάποιον, κατηγορώ Βαρώ = έχω βάρος, ζυγίζω Βασανίζω = ταλαιπωρώ, τυραννώ Βασάνισμα = τυραννία, δοκιμασία Βάσανον = βασανιστήριο Βασίλειον = βασιλική επικράτεια Βασταγάρης = αχθοφόρος, βαστάζος Βάσταμαν = αρχ. βάσταγμα προθεσμία Βάχος = βάθος Βαψοσιείλη = που βάφεται στα χείλη Βάωμαν = κλείσιμο, είδος κλαπιού Βγαριστώ = ευχαριστώ Βέβγιος, βέδκιος = βέβαιος Βελονίστρα = βελονοθήκη Βερικόφκω = σπέρνω ένα χωράφι χωρίς να κάμω καμιά προετοιμασία Βερκιναεύκουμαι = καμώνομαι τη νεαρή Βλεχχω = βήχω Βιβήκια = αρχ. βόμβυξ βιβλία κατασκευασμένα από ανατολικό χαρτί Βιβίλιον, βιβιλιόν = βιβλίο Βιζινίζω, βιζιρίζω, βουζουνίζω, βιζουρίζω = χαστουκίζω αστραπιαία, ηχώ, κροτώ Βιζινιστός = αστραπιαίο χαστούκι Βιζούρισμαν = το βούισμαν της πέτρας όταν ρίχνεται, της μύγας κτλ. Βίλλα, βίλλος = πέος αρχ. βιλλίν Βιλλάρα, βιλλάτσα, βίλλατσος = μεγάλο πέος Βιλλαράς = με μεγάλο πέος Βιλλάρατσος = πάρα πολύ μεγάλο πέος Βιλλιασμένος = παρακατιανός, ντροπιασμένος, χοντροκομμένος Βιλλίν = μικρό πέος, μικρό αρσενικό παιδί Βιλλούιν = μικρό πέος Βιλλουρίζω βιλλουρώ = εκρέω νερό σταλιά σταλιά Βιλλούριν = λαστιχιένιο σωληνάριο που εφαρμόζεται στην αντλία του ποδηλάοτυ, καλάμι τοποθετημένο στην πηγή για να κυλά μέσω του το νερό, λαιμός αγγείου Βιλλοχώριν = όλοι οι βίλλοι μαζί Βίος = ύπαρξη, περιουσία, ευρετή, θησαυρός Βιτζιερόν = τόπος όπου ευδοκιμεί ο βίκος Βκάζω, αβκάζω = αναβρύω, γίνομαι πολύ υγρός και εκβάλλω υγρασία Βκαίννω, ξεβαίννω = βγαίνω Βκιάση, δκιάση = βιασύνη, βία Βκιαστός, δκιαστός = βιαστικός Βλάος = βλάβη Βλαούνα, φλαούνα = αρχ. παλάθη -> γαλλικό φλαόν γλύκισμα του Πάσχα από τυρί, αβγά, γάλα και σταφίδες Βκάρμαν = βγάλσιμο, ξερίζωμα Βλαρκά = χαΐδεμα Βλάρος = αππωμένος Βλασφημώ = λέω ανόσιες κουβέντες ή επικαλούμαι το διάβολο αρχ. βλασφημώ Βλαστημώ = βλαστημώ Βλάφτουμαι = κυριεύομαι από τις ανωμαλίες των εγκύων Βλάψιμον = η λιγούρα εγκύου γυναίκας που επιθυμεί κάτι Βλέα = αρχ. φλεψ γενεά, καταγωγή, φλέβα Βλεπάτουρος, βλεπάτορος, βλεπάτορας, γλεπάτουρος = φρουρός, φύλακας, επόπτης Βλεπειόν, γλεπκειόν = επιτήρηση, επίβλεψη, η αμοιβή του βοσκού Βλέπημαν = φύλαγμα Βλέπηση = επιτήρηση, φρούρηση, προσοχύ, προφύλαξη, πρόνοια Βλεπιάς = φρουρός Βλεπίζω = βλέπω, προσέχω, φυλάγω, επιβλέπω, εποπτεύω Βλεπιός, βλεπιόν = επιτηρητής, επιτήρηση Βλέπιστρον = η παράδοση των προβάτων σε τρίτο για να τα προσέχει, τα έξοδα της επίβλεψης Βλέπος, γλέπος = αρχ. βλέπος σσιιέπος Βλέπουμαι = προσέχω, λαμβάνω μέτρα Βλέπω, γλέπω = βλέπω, προσέχω Βλήμαν, φλήμαν = εξάθρωση Βλίουμαι, φλίουμαι = συνθλίβω Βλομώννω, φλομώννω = φλομώνω, ζαλίζω, ναρκώνω μτφρ πληγώνω θανάσιμα Βλότομος, βλουτόμος, φλοτόμος, βλοτομάς = αρχ. φλεβοτόμος νιστέρι, φλεβοτόμος Βλοτομώ, βλουτομώ, βλοοτομώ, φλοτομώ = ανοίγω φλέβα Βλουερή, βλουερόν = μέρος όπου αυτοφύεται το βλούιν Βλούιν, φλούιν = αρχ. φλους τύφη Βλούρικον = ποικιλία μαύρου και εκλεκτού σταφυλιού Βλοώ = ευλογώ Βλυμίδιν = δακτυλίδι ή κόσμιμα γενικά Βλυζός = γλυφός αλμυρός Βλώρκος, γλωρκός, κλωρκός, φλωρκός = το πουλί συκοφάγος που έχει το χρώμα του πεθαμένου Βνύδιν, γνύδιν, μνύδιν, φνύδιν = αρχ. ίγνυς η μέση, το μέρος της σπονδυλικής στήλης που βρίσκεται κοντά στην οσφυική χώρα, ιερόν οστούν, οσφυαλγία Βοηθίζω = βοηθώ Βόθρακος, βόθρακας, βόρτακος = αρχ. κυπρ. Βόρταχος = βάτραχος Βόθυλος = μάτι της θάλασσας, καταβόθρα αρχ. βοθύνος Βόκολος = βουκόλος Βολά = αρχ. βολή φορά Βόλλιστρον, βούλλιστρον = μέρος πολύ υγρό και βορβορώδες, μέα στο οποίο εύκολα βουλιάζει κανείς Βολώ, βολλώ, βολλιώ = βουλιάζω, κολλώ στη λάσπη, καταποντίζω Βόμαντρα = στάβλος βοδιών Βονιτζιή = αρχ. ονική γαϊδούρα Βοράζω = αγοράζω Βορατέτινος = από ξύλο αόρατου Βορβερός, βόρβορον = βούρκο, λασπώδες Βορβοπηλιά = βρωμερή μάζα λάσπης Βορβοπηλός = βρομερή λάσπη Βορβόρα = ζώο με τρίχωμα ελαφρώς υποκύανο ή μαυροκόκκινο Βορβορκάζω = σκεπάζομαι από λάσπη Βορβοκαύκαρος = που έχει το φαίο χρώμα του πηλού και χωρίς κέρατα Βορβορόπηλα, βορβόπηλα = βρομερή λάσπη Βορβορωμένος = μσν. Βορβορώ ανηθικός, βρομερός, άθλιος Βορκάζομαι = πρήσκομαι στα χέρια ή στα πόδια από το κρύο Βορκαρούδιν = αδύνατο και καχεκτικό αιγοπρόβατο που συνελήφθη ενώ φυσούσε άνεμος Βόρκασμαν = το πρήξιμο των χεριών ή των ποδιών ως αποτέλεσμα κρύου Βορκωτά = τα κεραμίδια που τοποθετούνται στε στέγη Βορτακόμυλλα = το πάχος του βάτραχου που χρησιμοποιείται στις πληγές και τα αποστήματα Βορτακόντυμαν = κίτρινες ακαθαρσίες των βατράχων Βόρτακος, όδρακος, όθρακας = αρχ. κυπρ. Βόρταχος βατράχι Βορτακούιν = είδος μικρού πράσινου βάτραχου που όταν τον φαν βόδια μαζί με τα χόρτα, προκαλεί πεπτικές διαταραχές στα ζώα αυτά Βορτζιάζω = καθίσταμαι βούρκος από την υπερβολική υγρασία η πολυομβρία Βοσκαράτσος = μεγάλος κόσμος, με μεγάλο κοπαδι Βοσκαρέτιν = νεαρός βοσκός Βοσκαρίν, βοσκαρίδιν, βοσκαρούιν = μικρός βοσκός Βοσσιιτζιή = το επάγγελμα του βοσκού Βοσσιόν = τόπος της βοσκής Βόσχαινα, βόσσιαινα = η γυναίκα βοσκός, η γυναίκα του βοσκού Βότρια = αρχ βοτρύς σκόρος ρούχων Βουαλλοπετσια = δέρμα βουβάλου, γνωστού ως τζιαμούζας Βουάρα = πλατιά και ευρύχωρη Βουβαλλιά = αγελάδα Βούββακος, βούμπακος = κηφήνας Βουβουνισμός = βουητό Βουββουτζιίζω = βομβώ αρχ. βόμβυξ Βούγια, γούγια, γάγια = ούγια, άκρη του ρούχου, αρχή του υφάσματος, μικρή τριγωνική έκταση γης Βουγιάρει η δουλειά = πάει καλά, ευνοεί κάποιον Βουδαλένιν = βόδι νεαρής ηλικίας Βούδελλος = μεγάλο βόδι, χοντροκέφαλος Βούδιν = βόδι Βουδόκοπρον = κόπρι βοδιού Βουζατώ = δίνω βούζουνο Βουθιστιός = που παίρνει βοήθεια Βουθός = βυθός Βουθή = βοηθώ, τρέχω σε βοήθεια Βουκάνη, δουκάνη, λουκάνη = αρχ. τυκάνη δοκάνη Βουκολιόν = αρχ. βουκόλιον αγέλη βοδιών Βουκόν = τομάρι βοδιού Βουλάρης, βουλιάρης, γουλάρης, αουλιάρης = λαίμαργος, επιθυμητικός Βουλετός, βολετός = δυνατός μσν. Βολετός Βουλεύκω = αρχ. βουλεύω συμβουλεύω, συσκέπτομαι και αποφασίζω Βουλειά = δουλειά Βούλω = θέλω, επιθυμώ Βουναρικόν = σειρά βουνών Βουνάριν = μικρός σωρός, ύψωμα, λόφος, βουνό Βουναρκά = σωρός Βουναρκάζω = κάνω σωρός Βούναρος = μεμονωμένο μικρό βουνό μτφρ μεγάλος σωρός Βουναρούιν = μικρός σωρός Βουναρώννω, γουναρώννω = συσσωρεύω πολλά αντικείμενα σχηματίζοντας σωρό Βουνευρίζω = κτυπώ με βουνευρο, μαστιγώνω Βούνευρον = το γεννητικό όργανο του βοδιού που, όταν αποξηρανθεί χρησιμοποιείται ως μαστίγιο, βούρδουλας Βουννιά, σβουννιά = κοπρί βοδιού Βουννίζω, βουννώ = ρίχνω πέτρα, περιστρέφω και εκσφενδονίζω, βουΐζω, πετώ μακριά μτφρ εξανεμίζβ Βούννισμαν = βόμβος, θόρυβος, βουητό, εκσφενδόνιση πέτρας Βουννισμός = ήχος που παράγεται από τη γρήγορα κίνηση κάποιου πράγματος Βουννιστός = που παράγει βόμβο Βουννίστρα = βουητό Βουνώννω, βουναρώννω = κάνω το μάλαμα σωρό, έτοιμο για λίχνισμα Βούππα, γούππα = γόπα, αποτσίγαρο Βουρβουλλάς = γυμνός κοχλίας είδος σαλιγκαριού, κόλακας, αποτυπώματα και ίχνη φιλιών στο πρόσωπο Βούρα = τρέξε Βουρητός = τρέχοντας Βουρητόν = τρέξιμο, όταν ένα παιδί κυνηγά ένα άλλο Βουρίν = τρέξιμο Βούρισμαν, βούρημαν = τρέξιμο Βουριστός = τρεχάτος Βουριστώντα = τροχάδην Βούριστρον, γούριστρον, βούριστρος = τρέξιμο, βούρος, ενοχλητική, διακίνησημ ράβδος Βουριτζιής = γρήγορος στα πόδια Βουριτζιίτικος = που τρέχει περισσότερο Βουρκάζω, βουργίαζω = κάνω το κλούβιο αυγό, φουσκώνω Βούρκον = αρχ. ούριον για το κλούβιο αυγό Βουρκούρα = πεδιάδα Βούρκουρας = λάρυγγας, λαιμός Βουρούνα = γουρούνα Βούρος, γούρος, βούρη = τρέξιμο Βουρώ, γουρώ = αρχ. ουρίζω τρέχω, καταδιωκώ Βουρώντα = τρέχοντας Βούτηρος = βούτηρο αρχ. βούτηρος Βούττημαν = βύθιση, δύση Βουττίν = βουτώ ψωμί μέσα στο λαδόξιδο και τρώγω, βουτία Βουτώ, βουττώ, γουττώ = κάνω βουτιά, βυθίζω κάτι στο νερό, επιτίθεμαι, αρπάζω ξαφνικά κάποιον ή κάτι Βόφταρμον, βούφταρμον, όφταρμον = είδος σταφυλιού με μεγάλες ρόγες Βόχα = ηχομιμ. Προτρεπτικό για τα βόδια Βρα, ρα, βρη = προσφώνηση σε πρόσωπα Βραγνιάζω, φραχνιάζω = γίνομαι βράχνος Βραμός, φραμός = βραγιά Βρασιιόλιν = βραχιόνιον Βράσμαν, βράση = ζέσταμα, ερεθισμός Βράσσω = αρχ. φράσσω περιφράσσω Βρασταέρας = ζεστός άνεμος Βραστή = ζέστη, πυρετός μτφρ. Φλόγα του έρωτα, ακμή, φυλακή Βραχτή, φραχτή = περιφραγμένη αυλή Βρέθομαι = βρίσκουμαι Βρένιμος, φρένιμος = συνετός, φρόνιμος Βρεσιμιός = εκείνος που βρίσκεται τυχαία Βρεχτάτος = μαλακός λόγω παραμονής στο νερό Βρίσσω, φρίσσω = αρχ. βρίζω σιωπώ από φόβο και συστολή, μένω άφωνος Βρίθος, βρίχος = βάρος, σωρός επιρρ. Σωρηδόν αρχ. βρίθος Βριξιμιός, φριξιμιός = σιωπηλός Βρίξιμον, φρίξιμον = σιωπή Βρίσσιω, βρέθουμαι, βρέχουμαι = βρίσκω Βριχτός, φριχτός = σιωπηλός Βρομιόν = βρωμιά Βρομόζολος, βρομοζόλα = μεγάλη βρόμα Βρομοζολώ = μυρίζω άσχημα Βρομοκάμπουρος = βρομερός καμπούρης Βρομολοώ = βρομώ Βρομονήσιν = καταραμένο νησί Βρομόπελλος = τρελός και βρομισμένος Βρομοπηλιάζω = αποπνέω δυσωδία βορβόρου Βρόμος = βρομιά, κακοσμία Βρομοσσιυλιάζω = μένω αδρανής και άεργος Βρομόσσιυλλος = βρομόσκυλος μφρρ. Αιμοβόρος Βρομοσταχτού = λερωμένη σταχτοπούτα Βρομούσα, φρομούσα = τα κηπευτικά γενικά και άλλα φυτά Βοντρολοώ = αντηχώ από τον κρότο Βροσιή = βροχή Βροσιάζω, βρουσιάζω = μυρίζω άσχημα για το νερό Βρούβα, γρούβα = μεσν. Βρούβα βλαστός λαψάνας, σινάπι λευκό Βρούθισμαν = σπρώξιμο Βρουθώ = σπρώχνω βίαια, σπρώχνουμαι Βρουλλάνεμος = ανεμοστρόβιλος, δυνατό ρεύμα αέρα, ανεμοζάλη Βρουλλίζω, φρουλλίζω = πλέκα τα μαλλιά μου, κτενίζω, κάνω πλεξούδες, κτυπώ ή ρίπτω με ορμή Βρουλλίν, φρουλλίν = πλεξούδα Βρούλλισμαν = κτένισμα, τρίχωμα Βρουλλόδημμαν = δέμα των μαλλιών των γυναικών, δέμα που το σφίγγουν και πλέκουν μ’αυτό τα μαλλιά τους Βρούλλος, φρούλλος = μεγάλη πλεξούδα Βρουλλούιν = πλόκαμος κόμης Βρουλλοφτάς = με μακριά αυτιά, για τράγους Βρούντος = ο βρόντος τρεχούμενων νερών, βροντή Βρουντώννω = συμμαζεύομαι, προφυλάγομαι από τα καιρικά φαινόμενα, μένω κατάπληκτος Βρουντωτός = συμμαζεμένος σιωπηλός Βρούχος, γρούχος = είδος ακρίδας Βροχάρης = υπεύθυνος του βρόχου ή για το βόλιασμα του λιναριού Βροχιάζω = χώνω στον βρόχο του υπεύθυνου λινάρι για να ψηθεί Βροχολούρα = μακρύ σχοινί που καταλήγει σε θήλια για την παγίδευση των αλόγων και τη σύλληψη των αναβατών τους Βρόχος = σχοινί και θήλια αγχόνης Βροχός = χώρος σκαμμένος στη γη βάθους 3-4 ποδιών όπου έθαβαν το λινάρι για να ψηθεί εκεί που βρέχουμε κάτι Βροχτενός, βροχτινός = βροχερός Βρόχχος, βρόκκος = λάρυγγας, ποσότητα νερού που χωράει στο στόμα Βρύϊν, φρύϊν = φρύδι, το στεφανωτό στόμιο του φούρνου Βρυκώμαι = βρυχιέμαι Βρυμίδιν, βρυμίιν, βρυμίν = πλήθος, αφθονία αρχ. βρύω Βρυμίζω, βρυμιθκιάζω = πολλαπλασιάζουμαι σε άμεσω ρυθμό, βριθώ Βρυμιώννω = αυξάνω, μεγαλώνω Βρυτσιιίζω, βρύτσιω = βρύχωμαι, ουρλιάζω, αντηχώ Βρυτζιισμός = θρήνος, μούγκρισμα Βρύχιος = θόρυβος άμαξα Βρύχος, βρύσος = βοή, άγρια κραυγή, ο θόρυβος του χειμάρρου ή του νέφους, ο κρότος της άμαξας Βυζάκα = σκληρή πέτρα της θάλασσας Βυζακόπετρα = μεγάλο χαλίκι θάλασσας Βύζακος = μεγάλη πέτρα του ποταμιού ή της θάλασσας Βυζακούιν = μικρή πέτρα Βυζανάγιωμαν = ανατροφή, μεγάλωμα παιδιού Βυζαγιώννω = ανατρέφω, μεγαλώνω παιδί Βυζανιάρης = που θηλάζει Βυζάντια = είδος νομίσματος Βυζαστάρη, βυζαστάριν = που θηλάεις, εκμεταλλευτής, τοκογλύφος, μαστίτιδα Βυζάστρα, βυζαστρία = τροφός, παραμάνα, είδος σαύρας, γαγγραινώδης μαστίτιδα Βυζάτζιιν = μικρή πέτρα του γιαλού ή ποταμιού χωράφι με πέτρες Βυζατζιίτης = μανιτάρι που φυτρώνει στ’αλώνια και σπαρτά Βυζέ, βυζέκκα = με μεγάλους μαστούς Βυζοτουλουππαναγιώννω = μεγαλώνω το παιδί βυζάνοντας και τουλουππίζοντας το Βυζού, βυζουρού = με μεγάλους μαστούς Βυζώννω = αποκτώ βυζιά Βυζόπονος, βυζοπόνημαν = μαστίτιδα διάφορων τύπων Βύθος = βυθός, βάθος, υπερβολική λύπη Βύσσος = βύσσινος Βωλαρέτιν = χωράφι με βόλους Βωλερόν, βωλάριν = χωράφι με βώλους Βωλιδκιαρέτιν, βολιδκιάρης = τόπος με βώλους Βωλίν = βώλος χώματος αρχ. βώλος Βωλόκοπος, βωλοκόπος = σβάρνα, μακρύ και βαρύ σανίδι που σέρνεται στο οργωμένο χωράφι για να σπάνε οι σβώλοι και καλύπτεται η σπορά Βωλοκοπώ = αρχ. βωλοκοπώ λιώνω τους βόλους με σάρακλο Βωνιάτης = απο το χωριό Βώνη ΓΑΜΜΑΓααρκά = γαϊδούρα (γαδαριά) Γαάρος = γάδαρος Γαϊζω = βλέπω καλά (αρχ. δαϊζω) Γαδένος = απο δαδί Γαδίν = δαδί Γαδουράγκαθθον = κίρσιο το κοινό Γαδουρεύκω = μιμούμαι τον γάδαρο Γαδουροδήννω = δένω τον γάδαρο Γαδουρόπετσον = τομάρι γαιδάρου Γαδουροτρέχω = διωκώ γάιδαρο για να τον συλλάβω Γιαίμαν = αίμα Γιαιματάς = αμματάς Γιαιματόπετρα = αιματίτης λίθος, κατασταλτικό αιμορραγίας Γιαιματούσα = η αιμορραγία της μήτρας, επίθετο της Παναγιάς που θεραπεύει τις μητρορραγούσες γυναίκες Γάιν = ζάρι (στο κορμό του δέντρου) Γάισμαν = η αδυναμία να διακρίνει κάποιος κάτι καλά Γαλαζ’έριν = μπλε Γαλαταρκά = περιδαίρεον, που έχει άφθονο γάλα Γαλάτη = πτερούγα Γαλατούνα = το φυτό φλόμος Γαλατούσα = άφθονον γάλαν Γαλατόχορτον = γαλατούνα κν. Φλόμος Γαλεύκω = αρμέγω, αποζυμώ, εκμεταλλεύομαι Γάλεμαν = άρμεγμα Γαλευτήριν = δοχείο μέσα στο οποίο αρμέγουνε τα αιγοπρόβατα Γαληνώννω = γίνομαι γαλήνος Γαλιάζω = συνέρχομαι από σωματική ηδονή, συνηθίζω στο θήλασμα, γλαρώνω Γάλικον = αρνάκι του γάλακτος Γαλινιά = ονωνίς η αρχαία Γαλομάντριν = χώρος που μαζέυτεται το κοπάδι για άρμεγμα Γαλός, Γαλλός, Γαλιός, Γαλά = άρμεγμα Γαλοσκάμνιν = μεγάλη πέτρα πάνω στην οποία κάθεται ο βοσκός για να αρμέξει Γαλούσα = προβατίνα με μεγάλη παραγωγή γάλακτος Γαμήσιν = γαμήσι Γαμίτης = που βρίσκεται σε γάμο Γάνα = η πράσινη σκουριά ενός αγάνωτου χάλκινου δοχείου Γανάρα = η γλώσσα και το στόμα μαζί, το πίσω μέρος του κεφαλιού, υποχρέωση που επιβάλλει κάποιος με όρκο, μτφρ, τύφλα Γαννιασμένο = ατροφικό παιδί Γαννίζω/γαννιάζω/γαώννω = μόλις που φέγγω, παραμένω στάσιμο στην ανάπτυξη (για ζώα και φυτά) Γανώννω = αρχ γανοώ στιλβώνω, μτφρ αρπάζω και δεν αφήνω τίποτα Γαουράππαρος = ίμμπος επιβήτορας όνου, ίππος που ζεί πάντα με γαδάρες, μτφρ ο ερωτομανής, λάγνος Γαουράππης = απιδιά που παράγει άθλια απίδια Γαουράρης = που ασχολείται η περιποιείται γαιδούρια, άξεστος Γαουράτσος = μεγάλος γάδαρος Γαούριν = γάδαρος Γαουρινά = γαϊδουρινά Γαουρόβορτος = απο γαδάρα και ίππο, τελίως άξεστος Γαουροδήννω = δένω στερεά Γαουροδείγνω = μοιάζω με γαϊδούρι Γαουρολόιν = όλα τα γαϊδούρια μαζί Γαουρομηλιά = μηλιές με μεγάλα άσπρα, στυφά και ξινά μήλα Γαουρομούλα = μουλάρι θυληκό Γαουρομούτσουνος = με πρόσωπο γαδάρου Γαουρονούς = με νου γαδάρου Γαουρόξυλο = Δυνατός ραβδισμός, δυνατό ξύλο με πολλές και αλλεπάλληλες ξυλιές Γαουρόπελλος = πολύ τρελλός Γαουρόσπορος = καταγωγή απο γάδαρο Γαουροτζιύλισμαν = μέρος όπου και ο τόπος όπου ο γαΐδαρος κυλιέται Γαουροτζιυλίστρα = ελάχιστη έκταση γης, εκεί που κυλούνται τα γαϊδούρια Γαουροφέρνω = Γαουροφτάς = Γαρίζω = μαγαρίζω Γαρίν = γάδαρος Γαρισούρα = ασθένεια οφθαλμών που προκαλεί γαρύλλες Γαρύλλα = τσίμπλα, ελάχιστη ποσότητα νερού Γαρύλλης, γαρυλλιάρης = που φέρνει τσιμπλες στα μάτια Γαρυλλόματος = που χει τσίμπλες στα μάτια Γάστρα = αρχ γάστρα γλάστρα, πήλινο σκεύος που γαβουρδίζουν τον καφέ, ειδική πλάκα από πέτρα η πηλό που χρησιμοποιείται για το ψήσιμο φαγητών Γαστρένος = εργασία αγγειοπλάστη Γαστρικώννω = ψήνομαι μέστο καμίνι της ζωής, ωριμάζω και αδυνατίζω απο βάσανα, αποχτώ καυκαλο Γαστρίν = ο πάτος κάθε μεγάλου αγγείου, μήτρα (αντι γαστήρ), μικρό πήλινο δοχείο Γαστρούλλιν = πήλινο όστρακο Γγίσμαν = προσβολή ή ασθένεια από δαιμόνια, παράλυση προσώπου ως αποτέλεσμα απότομης επίδρασης ψυχρού αέρα Γειτοσύνη = γειτονιά Γείτος = γείτονας αρχ γείτων Γιελασιόν = ξεγέλασμα, απάτη Γελέμαι = αναπέτα Γέλλεται, έλλεται, άλλεται = αρχ άλλομαι για γρήγορες σπασμωδικές κινήσεις των βλεφάρων Γελλού = στρίγγλα, σαγηνεύτρια Γελόκλαμαν = κλαυσιγελώς Γεμπυάζω = ομπυάζω αρχ έμπυος Γεμώννω = γεμίζω Γεμωσιά = ο απαραίτητος όχι όμως και χρήσιμος για συμπλήρωςη αριθμού, γέμισμα, συμπλήρωμα, υλικό που βάζουμε για να γεμίσει κάτι Γέμωσμαν = γέμισμαν Γενάα = Γένι Γιενέκα = γυνή Γιεναικαερφός = γυναικαδελφός Γιεναικάριν = γυναίκα Γιεναικάτον = γυναικεία αρετή, γιλότιμο Γιενεκολόιν = σύναξη γυναικών Γιεναικοπάζαρον = παζάρι με πωλητές γυναίκες Γιεναικώννω = γίνομαι γυναίκα Γιεναικωτός = θυληπρεπής Γιεναιτζιέυκουμαι = κάνω πρόωρα την γυναίκα Γενετής = γιός Γενετικά = καταγωγή Γενήσιμος = ευγενής Γέννα τα = Χριστούγεννα Γεννησιός (που) = εκ γενετής Γεννητικόν = καταγωγή Γεννόπιττα = Πίττα των Χριστουγέννων Γεννουάριος = Ιανουάριος Γενουβήσικος = απο την Γένουα Γεντρόν = δέντρο Γερακάρης = εκπαιδευτής γερακιών Γερακόπλουμαν = τα λαμπερά μάτια του γερακιού Γέρακος, γέρακα = μεγάλο γεράκι, τράγος με τρίχωμα μαύρο Γερακούα = αίγια με χρώμα υποπράσινο Γερανίσκω = γερνώ Γεράντιν = γερατειά Γέραντρος, γέραντρον, ίλαντρον = γέρικος για δέντρα Γεράππαρος = γέρικο άλογο Γετατζιάς = που έχει χρώμα γερακιού Γεράτζιιν = γεράκι Γεράτισμαν = το να είναι κανείς χρήσιμος και ωφέλιμος Γέρημα = έρημα Γερημιάζω = καταριέμαι, μένω έρημος Γερημολατσιίν = εγκαταλειμμένο πηγάδι χωρίς νερό Γερημομουλιά = μούλα Γέρημος = έρημος, καημένος Γέρκον, το γέρκος = έργο, δροσια ή υγρασία του εδάφους, όργωμα Γερκωμένον = χωράγι που έχει την κατάλληλη υγρασία για την βλάστηση του σπόρου Γέρμαν = γέρασμα, πέρασμα Γέρνω = δέρνω Γερόκλαμαν = γελόκλαμα Γερόκλιαρος = κριάρι μεγάλης ηλικίας Γεροκουλούτζιιν = νευραλγία που παρουσιάζεται σε άτομα μεγάλης ηλικίας Γεροντζιάζω = αρχίζω να γηράσκω Γεροντοσύνη = γεράματα Γεροπέμπερος = γέρικο κρυάριμ γέρος γυναίκας, αναιδής, γεροπέμπερη = γυναίκα που νεάζει Γεροτράουλλος = τράγος μεγάλης ηλικίας η μεγέθους Γερότρουρος = τράγος μεγάλης ηλικίας, ηλικιωμένος ιερωμένος Γερρόβουος = γέρικο βόδι Γεύκουμαι, δεύκουμαι = γεύομαι Γεψάτος = γευσάτος Γεωργώ, γεωρκώ = γιωρκώ Γεώρκιν = γιώρκιν Γηδκειά, γηδειά = γητειά Γηθκιώτης = κάτοικος γης Γητεύκω = γοητέυω Γητευτής = γόης, μάγος Γιαίνω, ιαίνω, υγιαίνω = θεραπεύω, είμαι καλά Γιάλι άλι, γιάλι γιάλι = σιγά σιγά Γιαλίζω = ρίχνω στη θάλασσα Γιαλούππιν = αιγιλωψ απόστημα στο μάτι, δακρυγόνο συρίγγιο Γιαλούσα = που κατοικά παρά θιν αλός, γιαλός, παραλία Γιαμμένος = γιατρεμένος Γιαμπέιν, δκιαμπέιν = διαμπάξ, με τα δυό πόδια προς την μια πλευρά του ζώου Γιανίσκω = αναρρώνω, θεραπεύομαι Γιαρρόβουος = γερόβουος Γιαρρόαιγια, γιαρόγια = γέρικη αίγια (ιασις) Γιάρρος = γέρος Γιάση, ίαση = γιατρειά, θεραπεία Γιαφίτικος = ποικιλία πορτοκαλιού της Ιόππης (Γιαφάς) Γινίσκουμαι = γίνομαι Γερτάς = πέφτω κάτω, γέρνω Γινώσκω = ξέρω Γιόμαν, γέμμαν = Γευμαν Γιοματίζω = γευματίζω Γιορκάζω = γιορτάζω Γιορκιανά = γιορτινά Γιορκαστής = εορταστής, γιορταστής Γιούδιν = γιός χαϊδευτικά Γιούλιν = ίον το εύοσμο, μενεξές, βιολέτα (α)γιούπας = γύπας Γιουράρω = είμαι ούριος, φέρνω γούρι Γιούφτης = αθίγγανος, σιδηρουργός, ευτελής, χυδαίος Γισάτσιιν, δισάτσιιν = δισάκι Γίσιωμαν = πεδιάδα Γισιώννω = ξεκινώ, κατευθύνομαι Γιώννω = σκουριάζω Γιώρκιν = δική μας παραγωγή Γιωρκός = γεωργός Γιωρκοτόπιν, γιωρκότοπος = τόπος κατάλληλος για γεωργία Γιωρκώ, γεωργώ = παράγω κυρίως καλλιεργώ Γκαγκρίν = γάγγραινα Γκλέμαν = μάζεμα καρπών Γκλέω = μαζέυω τον καρπό από τα δέντρα αρχ εκλέγω Γλείμμαν = γλύψιμον Γλεπούμενα = υπο την επιτήρηση και προστασία Γλέπω = βλέπω, προσέχω, αναμένω Γληορκά = σβελτάδα Γληφώνιν, γληφούνιν, βληφούνιν = βληχών + καλ. –ιν = φλησκούνι Γληφωνότοποτς = εκεί όπου αυτοφύεται το γληφώνι Γλιμμένος = θλιμμένος Γλίνα = λευκό αυγού Γλίνιασμαν = μύξιασμαν Γλινιάζω = αποκτώ βλένες Γλινόσιειλος = που φέρνει έλκη στα χείλη του απο τα οποία βγαίνουν βλέννες Γλίντος = αμάραθος (αρχ βλίτον) Γλιντός = θλιμμένος Γλισταρκά, γιρισταρκά, χρισταρκά = είδος κουλουριού που παράγεται τα Χριστούγεννα Γλιστερόν κατάρτιν = ολισθηρός ιστός Γλιστιρίδα = γλιστρίδα Γλοιάζω = (αρχ. Γλοιός) γλυστρώ Γλοιάιν = τόποτς ολισθηρός Γλοιαστερός = ολισθηρός Γλοιάστρα, χλοιάστρα = τόπος ολισθηρός Γλυκάνησσος = γλυκάνισο Γλυκαού = κοπέλα που της αρέσουνε α γλυκά Γλυκασιά = ήπιος καιρός Γλυκογιαίματος = αγαπητός, καλοσυνάτος, που έχει γλυκύ άιμα ώστε να τον κυνηγούν τα διάφορα παράσιτα Γλυκογή = γη αργιλλώδης που είναι γόνιμη και οργώνεται εύκολα Γλυκοθωρώ = βλέπω κάποιον με γλυκύτητα Γλυκοκάλαμον = ζαχαροκάλαμο Γλυκοκόκκινος = γλυκοπύρινος Γλυκομοίσιδος = με ωραία χαρακτηριστικά του προσώπου Γλυκονόματος = με γλυκύ όνομα Γλυκοχαράματα = γλυκαυγές Γλυκόξινος = ξινόγλυκος Γλυκορίζιν = σέσκουλο Γλυκοσυντυχάννω = γλυκομιλώ Γλυκοσύντυχος = ευγενικός, γλυκός στα λόγια Γλυκοτηρόπουλος = άτομο με γλυκό και ερωτικό βλέμμα Γλυκότριχος = με λεπτές και μακριές τρίχες Γλύμμαν = ομοιότητα στα χαρακτηριστικά του προσώπου Γλυγουρίζω = κατέχομαι απο δυσάρεσο αίσθημα επειδή το στομάχι μου έμεινε άδειο επί πολύ Γλυφούρκα = η πνιγηρή κατάσταση καιρού και υγρού Γλωροκούτσιιν = φρέσκο κουκί Γλωρονόμη = χλωρά χόρτα που βοσκούν ζώα Γλωσσαρκά = κλώσσα, ηλικιωμένη και άσχημη γυναίκα Γλωσσεύκω = κλωσσώ Γλωσιάζω = συμβουλεύω Γνάζω = αναπνέω, σταματώ, ησυχάζω Γναφκειόν = βυρσοδοχείο, τόπος όπου κατεργάζονται δέρματα Γναφκειάς = άτομο που κατεργάζεται δέρματα, ξάντης, εριουργός Γνάφω = κατεργάζομαι δέρματα Γνάψιμον = κατεργασία δερμάτων Γνότα, χνότα τα = δυσοσμία σου σώματος Γνοτώ, χνοτώ = μυρίζω άσκημα Γνούιν = χνούδι Γνώθω = μαθαίνω, γνωρίζω, αντιλαμβάνομαι Γνωριμίδα = γνώση, ένδειξη, αναγνώριση Γοιόν = (αρχ οιόν) όπως, μόλις, όταν, επειδή, αφού Γομαρκά = γομάρι Γομαρκάρης = που μπορεί να μεταφέρει βαρύ γομάρι Γομαρκαρίδιν = ζώο συνηθισμένο να φέρνει γορτίο Γόμος = φορτίο (Αρχ γόμος) Γονατιστή = Πεντακοστή κατά την οποία γίνονται γονακλισίες Γονατιστός = στα γόνατα Γονικόν = όνος Γοντζ’ύστρα = γόγγυμα Γούλα = λαιμαργία, κοιλιά Γουλάιν = πλεύρισμα, μέρος επικλινές Γουμένος, -η = ηγουμένος, -η Γούππος, βούππος, βουφκιά = το βαθούλωμα της πινακωτής όπου τοποθετούνται τα ψωμιά που ζυμώθηκαν, λάκκος που ανορύσσεται στη γη σε σχήμα πιθαριού, για την φύλαξη και διατήρηση γεννημάτων Γουριάζω = ουρλιάζω (μεσν ουριάζω) Γραβκιώννω = αποχτώ ρυτίδες, σκληρύνομαι πολύ και σχηματίζω σχισμές Γράκος = δράκος Γροσερός = δροσερός Γρατζιά = δραξ Γράφος = έγγραφο Γραφτούσα = απογραφή Γραψίμιν = γραφή Γρεία/Χρεία = ανάγκη, χρησιμότητα Γρειαζούμενα = τα χρειώδη Γρέπαλον = ευτραφές παιδί Γρίζω = (Αρχ χρίω) επαλείφω, επιχριώ Γρίλης = χωρίς σημασία Γρόθθος = γροθιά Γροθκιά = μπουνιά Γρολαλώ = μιλώ ενιγματικά Γρονιάζω = βραχνιάζω Γρόνος = χρόνος Γρουσάφιν = χρυσάφι Γρουσομηλιά = βερίκοκιά Γρουσοπράνελλα = χρυσά παπούτσια Γρουσός = χρυσός Γρουσοφός = χρυσοχός Γρουσταλλένος = κρυσταλλένος Γρουστάλλιν = κρύσταλλο Γρούτα = χυλόπιττα Γρουτάρης = άτομο που κατασκευάζει και πουλά γρούτες Γροφή = είδος λειχήνας Γροχτίζω = ζυμώνω με τους γρόνθους Γρυλλάππαρος = άτομο που έχει ανοικτά τα μάτια σαν κοιμάται όπως τον ίππο Γρύλλης = με μάτια τριπλώδη και παχιά σαν του χοίρου Γρυλλόματος = γουρλωμένα μάτια Γρυλλώννω = γουρλώνω τα μάτια Γρωνίζω = γνωρίζω, αναγνωρίζω Γρώννω = ιδρώννω Γτάρμαν = γδάρσιμο Γτέρνω, χτέρνω = γδέρνω Γτιν, γδίν, χτιν = γουδί Γτοσιέριν = γουδοχέρι Γυάλλα = γυάλινο δοχείο, πάδος Γυαλλέττα = ππιριλλίν Γυαλλοκοπώ = αστράφτω απο καθαριότητα Γυαλλόπετρα = χαλαζίας Γυαλλούρης, γυαλλούρης, γυαλλούρικον, γυαλλουρού = με μάτια πρασινοκυανά Γυαλλουρίζω = γρυλώνω τα μάτια Γυλάριν, υλάριν = Ξύλινος γύρος κοσκίνου, το μέρους του βλέφαρου όπου φυτρώνουν οι βλεφαρίδες Γύρα = ο γύρος, η άσκοπη βόλτα, ο κύκλος Γυρεύω = γυρεύω , προσπαθώ, επιδιώκω Γυρεύκουμαι = ζητώ κάποια χάρη για τον εαυτό μου κυρίως, θεραπεία Γυρίλλα = γύρος, στεφάνη με ζωάκια όπου κάθονται τα παιδιά Γυρίν = διαδοχή του χρόνου, σειρά Γύρισηγρόνου = τον επόμενο χρόνο Γυρισημέρα, γυρισήμερον = την επόμενη μέρα Γυρισηνύχτα = την επόμενη νύχτα Γύρισμαν = όργωμα που γίνεται σε χέρσο χωράφι το φθινόπωρο, πριν από στην σπορά Γυρισονταμέρας = την ακόλουθη μέρα Γυρκάζω = ανοίγω με αλέτρι αυλακιές γύρω από το χωράφι, για να μην πατούν τα ζώα, περιτριγυρίζω, περικυκλώννω, επιδιορθώννω υποδήματα Γύρκασμαν = το άνοιγμα με άροτρο μερικών αυλακιών στους γύρους του χωραφιού, για να μην μπαίνουν μέσα κοπάδια Γύρνω, γέρνω = χύνω, ξαπλώνω να κοιμηθώ η να ξεκουραστώ Γυρός = σειρά, κύκλος, ψαθαρκά Γυρόν – γυρόν = γύρω-γύρω Γύρου-γύρου = ολόχρονα, ολόγυρα Γυρυλλίν, γυριλλάιν = μικρός γύρος/κύκλος Γυψογή = Έδαφος γυψώδες Γωμός = ώμος Γωνιάζω = έχω βάση ΔΕΡΤΑΔα = εδώ Δαενός = λαμπρός, ωραίος Δάκκαμαν = δάγκωμα Δακαμματιά = δάγκωμα Δακκανιάρης = που δαγκώνει Δακκανιαρίν = που δαγκώνει Δακκαννοδρουμπού = που τρώει δρουμπιά όπως το γαϊδούρι Δακκανομούττας = χαμαιλέων Δακκανούρα = δαγκάνα του κάβουρα, σχιστό ξύλο ή καλάμι με το οποίο κόβουμε καρπούς από τα δέντρα Δακκανούριν = χηλή του καρκίνου Δακκάννω, ακκάννω = δαγκώνω Δάκκωμαν = δαγκωματιά Δακκωμαθκιά = δαγκωματιά Δακρυκόν = δάκρυα Δακρύκωμαν = κλάμα Δακρυκώννω = δακρύζω Δακρυλοώ, δακρυλοΐζω = δακρύζω Δακτύλιον = μονάδα μέτρησις μήκους Δαμαί, δααμαί, δαχαμαί = εδώ, εδώ, εδώ χάμω Δαμάλιν = μοσχάρι Δαμαλόγλωσσος = βραδύγλωσσος Δάμνα = δάφνη Δανειστιός = δανειστής Δάξω = εδώ έξω Δάρκος = δάκρυ Δάρκωμαν = δάκρυ Δαρκώννω = δακρύζω Δαρμένος = χτυπημένος, στηθοκοπημένος Δασκαλοποιγητής = λόγιος ποιητής της τουρκοκρατίας, ποιητάρης Δασκαλού(α) = νεαρή δασκάλα Δασερός = πυκνός, φουντωτός Δασινός = πράσινος Δάττε, δάθθε, δώθθε, δώττε = απ’ εδώ Δαυλός = ζαυλός Δάχτυλα = είδος σιταρένιου ψωμιού με σησάμι που φέρονται στην εκκλησία τις τελευταίες μέρες της Μ. Εβδομάδας και της Διακαινησίμου αντί κόλυβων που δεν επιτρέπονται τις μέρες αυτές Δαχτυλάρης = που αγαπά ή που μοιράζει δάκτυλα Δαχτυλιά = ειδικό κουλούρι, με συγκολλημένα πολλά, συνήθως 3-4 παραλληλόγραμμα ή ρομβοειδή πλακούντια Δαχτυλιάζω = ασχημονώ με το δάκτυλο Δαχτυλήστρα = δακτυλήθρα Δαχτυλοδειχτούμενος = που διακρίνεται μεταξύ άλλων για υπέρμετρη αρετή ή κακία Δειλιγός = δειλός, φοβητσιάρης Δελινόκαμμαν = υπερβολική ζέστη δειλινού Δειλινιάζει, δειλινώννει = γίνεται δειλινό Δείλις = δειλινό Δειν = ματιά, όψη, θωριά Δεινιάζω = κατακρίνω Δείξη = απόδειξη, ανακάλυψη Δεκαπεντίζω = γίνομαι 15 ημερών Δεκασκαλίτης = γεωργός κάτοχος κτηματικής περιουσίας, δέκα σκαλών Δεκατιά = δυσφήμιση με την πρόταξη των δακτύλων Δεκατία = δεκάτη, φόρος στα γεωργικά προϊόντα σε είδος Δεκαθκιάζω = δέκατα, φασκελώνω, μουτζώνω Δέκατον = εκκλησιαστικός φόρος Δεκέλεια = τοπωνύμιο Δεκράνιν = διχάλι Δελοιπός = υπόλοιπος Δεμοσιά = δημόσια Δεντροκαρπία = η παραγωγή καρπών από τα δέντρα Δερμός = δαρμός Δεύκουμαι = γεύομαι Δευτερογιούνης = Ιούλης Δεφτεριν = διφθέρα Δεφτερομάνα = παλιό βιβλίο, δεφτέρι Δήμμαν = οχθή η σωρός από πέτρες ή χώμα που αποσκοπεί να εμποδίσει την διάβρωση, δέσιμο, συνθηκή συμμαχία, δεσμός Δεμόσιον = δικαστήριο που ανοίκει στο δημόσιο Δήννω = δένω Δησιά = το σημείο του αυλακιού όπου διχάζεται ή δένεται το νερό, δέσιμο Δήσιμον = δέσιμο Δησόβρυος = με πυκνά φρύδια που σμίγουν στη μέση τα φρύδια του Δήστρα = τόπος στον οποίο δένεται το ζώο με σχοινί, σχοινί Δητόν = δεμένο, σφιχτό Διά = διαθήκη Διαβητικόν = είδος διοδίου για κάθε δρομολόγιο Διαβούσα = περασμένη (μέρα) Διαγύριση = το νοικοκυριό Δκιάζουμαι = βιάζουμαι Διαζύγιν = δοκάρι τοποθετημένο εγκάρσια σε κάτι για να το συγκρατεί, διαζύγιο Δκιακόβκω = επιβάλλω φόρο ανάλογα με την οικονομική κατάσταση του καθενός Διακόνιον = επαιτεία Διακονώ = ζητανιεύω Διακοπία = επιβολή αναλογικού φόρου Διάκος = βοηθός επισκόπου Διαλαλημός = δημόσια διακήρυξη, δημοπρασία Διαλαλητής = κήρυκας Διαλεχτά = ο καλύτερος τρόπος Δκιανείν = περίπατος, οδοιπορία Διαπρώτης = αμέσως Διατηρώ = συντηρώ, φροντίζω Διατίμησις = εκτίμηση αξίας, χρηματισκό ποσό Διατιμώ = εκτιμώ, υπολογίζω την αξία Διατυλίουμαι = εμπλέκομαι, συναναστρέφομαι Διαφορικός = που συμφέρει, χρήσιμος, ωφέλιμος Διάφορον = ωφέλεια, κέρδος, τόκος Διβίτζιιν = μέτρο χωρητικότητας κρασιού ή γάλακτος που ισοδυναμεί με δυό οκάδες Δίδυμος = ασταθής στην γνώμη, που έχει δυό γνώμες Διενός = μονομιάς Διίζω = εξομολογώ Δικαιολόγημα = αυτό που λέει κάποιος για να δικαιολογηθεί Δικάσιμον = δίκη Δικέλλα = σκαπάνη με δυό χειλές Δίκερον = με δυό κέρατα Δικιμάζω = προσπαθώ, αποδεικνύω, δικάζω Δικιμή = δίκη Δικολόιν = οικογένεια, συγγενείς Δικόνισμαν = επαιτεία Δίκορκον = δίκροκο Δικοσύνη = συγγένεια Δικράνιν = γεωργικό εργαλείο, διχάλι Διλιτίασμαν = απόλαυση, τέρψη, ευχαρίστηση Δίμιτον = ύφασμα φαμμένο στο αργαλειό με τέσσερα μιτάρια και τέσσερα πατήδια Δίμοιρον = μερίδιο δύο τρίτων Δίμοιρον = που λαμβάνει διπλό μερίδιο Διολίζω = οργώνω κυρίως κατά την άνοιξη για 2η φορά ένα χωράφι Διόλισμαν = το δεύτερο όργωμα Δίολον = που καλλιεργείται δυό φορές τον χρόνο Διόρισμαν = περιστατικό Δίπατον = διώροφο Διπλάζω = διπλασιάζω Διπλαρία = χτύπημα με το ξίφος η την θήκη του ξίφου Διπλαρίζω = τρέχω έφιππος Διπλάρισμαν = το αιφνίδιο Κι γρηγορότερο τρέξιμο του ζώου Δίπλαρος = δύδυμος Διπλάρωμαν = γρήγορο τρέξιμο έφιππος Δίπλη = πτυχή, δίπλωμα Δίπλόκουνος = με διπλό καρπό η κουκούτσι Διπλοπόιν = οκλαδόν Διπλός = όπλο με δυό κάννες Διπλόσκαλον = αγρός δύο σκαλών Διπλοσύνη = διπροσωπία, απάτη Διπλοφάτσιιν = διπλό χτύπημα της καμπάνας Δίποδας, δίποδον = με δυό πόδια Δίπουρκον = δίολο χωράφι Διππαλιά = δίχαλο η πολυδίχαλο τεμάχιο ξύλου στο οποίο στηρίζουν τις κληματαριές Διπροσωπία = διπλοπρωπία, υποκρισία Διπρόσωπος = υποκριτής, διπλοπρόσωπος Δισάγγονος, δισάγγονον = δισέγγονο Δισάτσιιν = δισάκι Δισώσπιτον = δεύτερο σώσπιτο που ανοίγει στο πρώτο σώσπιτον Διτζιέλλιν = σκαλιστήρι Διτζιιμάζω = δοκιμάζω Διτζιόν = δίκιο Δίτζιοιλον = δέντρο που καρποφορεί δυό φορές Δίφορον = αυτό που καρποφορεί περισσότερο από μιά φορά τον χρόνο Διφούρκιν = ξύλο με δυό κέρατα Δίχα = χωρίς Διώ, δκιώ = δίνω Δκειάφιν = θειάφι Δκιαβάζω, δκιεβάζω = διαβάζω Δκιαβαίννω = διέρχομαι, περνώ, φεύγω, εγκαταλείπω, παρέρχομαι Δκιάβαν = πέρασμα, δικαίωμα, διάβασης δρόμου/νερού Δκιάζυα = πλάγια, εγκάρσια Δκιαζύιν = το προς ισοβάρισμα φορτίο Δκιάζωμαν = περίφραξη χωραφιού, περίζωμα Δκιαζώννω = ζώνω γύρω τριγύρω με σχοινιά, περιζώνω, περιβάλλω Δκιακαβάλλα = διασκελίζοντας τη ράχη του ζώου Δκιακλύζω = ξεπλένω, καθαρίζω, σκορπίζω Δκιάκλυσμαν = ξέπλυμα Δκιακονειόν = επαιτεία Δκιακονιάρης, δκιακονητής, δκιακονήτης = ζητιάνος Δκιακονητίνα = ζητιάνα Δκιαλαλητής = ντελάτης Δκιαλαλούμαι = κλάμα, μοιρολογώ Δκιαλαλώ = διατυμπανίζω, διακηρύσσω δημόσια, διαλαλώ Δκιάλεμαν = διαλογή Δκιαλέω = διαλέγω Δκιάλιν = κτένισμα μαλλιών Δκιαλιχάρης = το πνεύμα της αντιλογίας Δκιάλλαμαν = εμφάνιση, η μετάβαση από το ένα σημείο στο άλλο Δκιαλλάσσω = αλλάσω Δκυαλλοκοπώ = λάμπω σαν γυαλί Δκιαλόγια = σκέψεις, διαλογισμοί, τα διαλεχτά Δκιαλοή = διαλογισμός, σκέψη Δκιαλοΐζουμαι = σκέφτομαι, διαλογίζουμαι Δκιαλοούμαι = κάνω διάλογο με τον εαυτό μου Δκιαλύζω, δκιαλύζουμαι = ξεδιαλύνω κάτι, ξεμπλέκω, εξηγώ κάτι, ξεχωρίζω, χτενίζομαι Δκιαλυστήρα = χτένια Δκιαμαλίζω = καθαρίζω τους κορμούς των δέντρων από τα κλαδιά Δκιαμασκάλα = υπο μασχάλης Δκιαμασχαλίζω = φορτώνομαι κάτι υπό μασχάλης Δκιαμοιράζω = διαμοιράζω Δκιανείν = περίπατος Δκιανεμαν = περίπατος Δκιανεμός = βόλτα, περίπατος Δκιανεύκω = παίρνω κάποιον στον περίπατο Δκιαολεμένος = σατανικός Δκιαολίζουμαι = γίνομαι έξω φρενών Δκιαολισμένος = έξαλλος, έξω φρενών Δκιάολος = διάβολος, έξυπνος μτφρ Δκιαουμίζω = διασκορπίζω, διαμοιράζω, σπαταλώ Δκιαπάντα = για πάντα, παντοτινά Δκιαπλευρά = με το πλευρό μπροστά και με τα δυό πόδια προς τη μια πλευρά του ζώου Δκιαρτίζω = πλάθω ψωμιά, ραντίζω το ζυμάρι με ξερό αλεύρι Δκιάρτιση = φτιάξιμο ψωμιού, ράντισμα ζυμαριού με ξερό αλεύρι Δκιάρτισμαν = φτιάξιμο ψωμιού, ράντισμα ζυμαριού με ξερό αλεύρι Δκιαρτοσάνιον = σανίδι που χρησιμοποιείται κατά το ζύμωμα ψωμιού Δκιάσμαν = η διευθέτηση του νήματος προς τοποθέτηση και ύφανση στον ιστό Δκιασσιελλίζω = ανοίγω τα σκέλη και διέρχομαι πάνω από κάποιον Δκιασσιέλισμαν = δρασκελιά, βάδισμα Δκιασσιελλωτός = με ανοιχτά σκέλη Δκιασσίζει = ανοίγει ο καιρός ύστερα απο βροχή Δκιασσιστά = διασταυρούμενη βροχή λόγω ανέμου Δκιαστικά = βιαστικά Δκιαστολίζω, δκιαστορίζω = κάνω αμφιδόντωση Δκιαστόριν, δκιαστόλιν = διαστολέας, εργαλείο για την αμφιδόντωση πριονιών Δκιάστρα = υφαντικό εργαλείο, ξύλο με 20-25 σμίλες κάθετα τοποθετημένες πάνω στις οποίες έβαζαν τα κανιά όπου είχαν τυλιγμένο το νήμα Δκιατζιινεύκουμαι, δκιατζιινούμαι = περπατώ εδώ και εκεί, περιφέρομαι, σεριανώ περνώ Δκιαϋρίζω = περιπλανώμαι, περιφέρομαι Δκιάφορος = κέρδος, ωφελεία, τόκος Δκιεβαστικόν = οι ευχές που διαβάζει ο παπάς στον ετοιμοθάνατο Δκιέτης = δυό ετών Δκιετίζω = που κάνει δυό χρόνια, μπαίνω στο 2ο έτος της ηλικίας μου Δκιετούα = δυό ετών (θηλυκό) Δκυό = δύο Δκυόκοπον = δίκοπο Δκυοκούριος = με δυό κουρίες Δκυόσμος, δκυόσμης = ηδύοσμος Δλιμμένος = θλιμμένος Δόγνει, δόχνει μου = μου φαίνεται καλό Δοιγημένος = έτοιμος, ετοιμασμένος Δοιγώ = κανονίζω, ετοιμάζω Δόλιν = το γόνατο Δόμαν = στέγη Δόμη = τοίχος από ξερολιθιές που χρησιμοποιείται προς συγκράτηση του χώματος ή για φράξιμο μάντρας, αυλής και χωραφιού Δομιάζω = κάνω δόμες στα χωράφια Δόμμαν = δώρο, χάρισμα Δοντάκρα = τανάλια Δοντάς = άτομο μεγάλα δόντια Δοντέ = με μεγάλα δόντια Δοξαμένη = δεξαμενή Δοξάριν = τόξο Δοξευκω = χτυπώ με βέλος, ανοίγω και καθαρίζω το βαμβάκι, το μαλλί το λινάρι με δοξάριν Δοξιώτης = τοξότης Δόσμαν = δόμαν Διτζιίμιν = αγώνισμα, λιθάρι που σηκώνουν οι νεαροί για να δοκιμάσουνε τις σωματικές τους δυνάμεις Δουκάνη = αλωνιστική συσκευή Δουλευκαρκά = δουλεύτρα Δουλή = βουλή Δουλικά = με δουλοπρέπεια Δουλοσύνη = δουλεία Δράκα = δραξ Δρακούνα = γυναίκα δράκου, μτρφ σκληρή ή δυναμική γυναίκα Δράξιμον = αρπαγή, κλεψιά Δρασιιά = περίοδος κατα την οποία οι σταφυλοπαραγωροί εκθέτουν τα σταφύλια στον ήλιο για να μαραθούν, προτού εκθλίψουν Δράσσω = αρπάζω Δρατζιάζω = γίνομαι δυνατός, φουντώνω Δρέμιν = δράμι Δρέφομαι = τρέφομαι, αναπτύσσομαι Δρεφτός, γρεφτός = θρεπτός, θεφτάρι Δρέφω = τρέφω, βγάζω νέο δέρμα Δρηνούριν = θρήνος Δρολύτζιιν = πηκτός πύος Δρόπης = δηλητιριώδες φίδι Δροσινά = με δροσιά Δροσινίσκω = γίνομαι δροσερός Δροσινόν, γροσινόν = το φρέσκο ανάλατο τυρί, όταν πήξει το γάλα Δροσινός = δροσερός Δρόσισμαν = τίποτα Δροσολαξιά = δροσερή λαξιά Δρόσος = δροσιά, αγιασμένο νερό Δρουμπίν = θυμάρι Δρουμπερή = μέρος όπου αυτοφύεται το θυμάρι Δρουμποπούλης = που πουλάει δρουμπιά Δρούππα = βλ αδρούππα Δρουππόξυλο = κούφιο ξύλο Δρουππόπευκος = πεύκος με κορμό χωρίς δαδί Δρουπποσάνιδον = ξύλο ευτελούς ποιότητας Δρουπποτόμαρον = πολύ ευτελές δέρμα Δρουππόμηλον = χαλασμένο μήλο Δροφανός = γροφανός = καλοθρεμμένος, παχουλός Δροφή = ψωρίαση, εξάνθημα δέρματος Δροφώννω = αναπτύσσομαι Δρυνάλλιν, γρυνάλλιν, δρυνέλλιν, δρυκέλλιν = μικρή βαλανιδιά Δρωπίκιν = υδρωπικία, ψυχικό πάθος που προκαλεί όπως πιστεύεται υδρωπικία Δρωπικώ = στεναχωρούμαι, υποφέρω, χολοσκώ Δροπιτζιάζω = υποφέρωμ στεναχοριούμαι, χολοσκώ Δρωτάριν = δερματικό εξάνθημα από εφίδρωση Δύμιος = αμφιρρεπής στην γνώμη, που αμφιβάλλει, στενοχωρημένος, λυπημένος Δύμιωμαν = στεναχώρια Δυμιώννω = στεναχωριούμαι Δύμμαν = ηλιοβασίλεμα Δυναμωτικόν = τονωτικό Δυναστεία = δύναμη, βία Δυναστείον = πίεση, εξαναγκασμός Δυναστικός = αναγκαστικός, χωρίς θέληση, δια της βίας Δυναστικώς = με βίαιο τρόπο Δύννω = δύω Δώμαν = η χωμάτινη, επίπεδη στέγη των σπιτιών των χωρικών, δωμάτιο Δωρά = δωρεά Δώρημαν = δώρο Δωριανός = μάταιος Δώσμαν = προσφορά Δώρα = δωρεάν ΕΨΙΛΟΝΈβγα/έβκα/έφκα = εξαγωγή, τέλος, ανωφέρεια Εβγάνω, εφκάνω = φκάλω, εξάγω Εβγερμένος = βγαλμένος Έβγαρμαν = βγάλσιμο Εβγούιν, εφκούιν = ανιφορον Εγγισμαν = αφή, άντζ’ισμαν Εγγλείστρα = τοπωνύμιο Εγγυμασία = εγγύηση Εγγούμαι = εγγυούμαι Εγγυτής, -τρια = εγγυητής, εγγυήτρια Εγδέχομαι = καρτερώ Εγδύνομαι = εγκαταλείπω, παραχωρώ κυριότητα Εγιώνη = εγώ Εγκαινιάζω = αγιάζω Εγκάλεμαν = αγγαλιά Εγκαλώμενος = εναγόμενος Εγκαλώ = ενάγω, κατηγορώ Έγκλημαν = καταγγελία, αγωγή Εγκλήτευσις = καταγγελία, προσφυγή Εγλητεύω = καταγγέλω κάποιον Εγκρυμμαν = ενέδρα Εγλαμπρίζω = λάμπω Εγλέντιν = γλέντι Εγλήορος, -η, -ον, -α = γρήγορος Έγνος = γένος, οικογένεια Εγροίτζ’ηση = ακοή, ακρόαση, κοινοποιήση Εχείρω = κληρονομώ Εδηγία = εφοδιασμός πλοίου με τρόφιμα Εδρέτινον = από ξύλο βαλανιδιάς Εδρωπική = υδρωπική Εεία = υγεία Εθεμερία = εφιμερίδα Έθευμαν = διόρισαν Ειδεκανού = ειδεμή Εϊντα = τι Είνταλος = πως Εισοδιάζω = εισπράττω Ειστούτον = εντωμεταξύ Εκατοδρεμούσα = μπουκάλα χωρητικότητας 100 δραμιών Εκαταστήννω = υποκινώ Έκκλημαν = αγωγή, διένεξη, κλήση Εκκλησούιν = μικρή εκκλησία Εκκλητεύω = κλητεύω, καταγγέλω κάποιον Εκλέγω = συναθροίζω Έλαν = ερχομός Ελάδιν = λάδι Ελαιοφόριν = ελαιώνας Έλαντρος = αιωνόβιος, τάση προς αύξηση Ελαφροπολοούμαι = αποκρίνω χαμηλόφωνα Ελεμόνω = ελεημονώ Ελεμοσύνη = ελεημοσύνη Ελενός = ελεηνός Ελευθερήτρια = που απελευθερώνει Ελευτερκά = ελευθερία Ελινιά = ακανθώδης θάμνους Ελγιομαζούλα = δέντρο του οποίου ο κορμός στην βάση χωρίζεται σε δύο κορμούς Ελιοπότηρος = κολοκολιός Έλιουρος = μεγάλη ελιά Ελιοφόριν = ελαιοφόριν Ελιτζ’ά = ηλικία Ελληνοπούλιν = ελληνόπουλον Έμαν = αγωγή, κλίση Εμοιχεία = μοιχεία Έμπα = είσοδος Εμπάζω = βάζω μέσα Εμπατόν = ένζυμον Εμπιστευτιός = που τυχαίνει εμπιστοσύνη Εμπιστιοσύνη = εμπιστοσύνη Εμπιστίωσης = πίστωση Εμπλάζω = πλησιάζω Εμπλήζω = γεμίζω Εμποριζαμένος = δυνατός, καυορθωτός Εμπρόλαλος = δικηγόρος/συνήγορος Εμπροπέτης = δικιγόρος, προστάτης Εμπυρίζω = καίγομαι Εναπομένω = παραμένω Ενείς = ένας Ενθάδιος, -α, -ον = ιδιοκτησία, κτήμα Εννιαμήνια = το μνημόσυνο που γίνεται στους εννιά μήνες μετά τον θάνατον κάποιου Εννοία, έννοια, έγνοια = σκοτούρα, έννοια, σκέψη Έννοιασμαν = νόημα, σκέψη Ενοικάτορος = ενοικιαστής, που κατοικεί κοντά σε κάποιον Ενοικιάζω = παρέχω με ενοίκιο Ενοικίασμαν = νοίκιασμαν Ενοίκιον = νοίκι Ενοριακός = που ανήκει στην ενορία Εντάσσω = αναφέρω γραπτά ή προφορικά Εντέχομαι = μπορώ, είναι δυνατόν, είμαι υποχρεωμένος Εντιμοσύνη = τιμιότητα Εντολή = θεία εντολή, μετάνοια Εντυμασιά = φορεσιά, ρουχισμός Εξαγορεύομαι = εξομολογούμαι Εξαλείφκω = αφανίζω, καταστρέφω, εξαφανίζω, εξολοθρεύω Εξαναγκαλώ = κάνω νέα μήνυση Εξανακρίνω = δικάζω εν νέου Εξαναμηνύω = ξαναστέλνω μήνυμα Εξαναμηνώ = διαμηνώ εκ νέου Εξαναπουλώ = πουλώ εκ νέου Εξαπόλυτος = ελεύθερος, εγκαταλειμένος, διαλυμένος Εξαρκή = αργή Εξαρμίζουμαι = εξαθρώνομαι Εξάτζιν, εξάτζιον = κριθάρι που το στάχυς του έχει έξι ακίδες Εξαυτής, ξαυτής μου = μόνος μου, από μένα, ο ίδιος Εξαυτόν, αξαυτόν, ξαυτόν = απο μένα, εξαιτίας μου Εξαυτού, αξαυτού, ξαυτού = από μένα, εξαιτίας μου Εξαφήννω = εγκαταλείπω Εξερβκά = πολυμαθεία Εξήγημαν = εξήγηση Εξηγούμαι = διηγούμαι, αναπτύσσω, εκθέτω Εξηνταριζούσες = με εξήντα ρίζες Εξήσπαεν = βγήκε, διασκορπίστηκε Έξοδη = έξοδα, δαπάνη Εξοδιάζω = εξοδεύω, θυσιάζομαι Έξοδος = δαπάνη, έξοδος Εξόν = εκτός αν, πλην Εξορατίζω = εξορίζω, αφανίζω Εξού = γιαυτό Εξυπνά = εξυπνάδα Εξωθιόν = παρα πέρα Εξωμέρου = έξω απο την πόλη, χωριστά, πιο πέρα Εξωντοθκιόν = απέξω Εξωπέπτω = απαλάσσομαι από κατηγορία Εξωπέταστον = εξώστης, μπαλκόνι Εξώστρατα = έξω από τον δρόμο Επαινετής = αυτός που επαινεί Έπαινος = έπαινος Επειδήτις, πειδήτις = επειδή Επεσαύτα = τόσα όσα Επικατατίθεμαι = εμπιστεύομαι Επιταύτου = σκόπιμα, επίτηδες Επιτίμιον = τιμωρία, ποινή Επιτιμώ = επιβάλλω ποινή Επιτούτον = επίτηδες Έππαλαι = από τα παλιά χρόνια Εργαστηριάρης = έμπορος, πραγματευτής Ερέθιση = ερεθισμός Ερεύνησις = έρευνα Έρκον = έργον Έσμιξη = σμίξιμο, ένωση, συνεργασία Εσού, εσούνη = εσύ Εσσώζουμος = ομόκεντρος που έχει ζουμί, επειδή δεν ψήθηκε καλά Εσσωμέρου = πιο μέσα Έσσω μου = σπίτι μου Εσσωνέωτος = που αναγιώθηκε στο σπίτι του Εσσώνυφη = πτωχή νύφη που μετά τους αρραβώνες της μένει στο σπίτι του του πεθερού Εστόντα = όντας Έσω = μέσα στο σπίτι Ετεσαύτος, -η, -ον = τόσος, τόσο μεγάλος, τόσο πολύς Ευδία = καλοκαιρία Ευθηνία = φτήνια Ευκαρίζουμαι = ευχαρίζομαι Ευκεννίκκιν = προίκα, το ιδιαίτερο δώρο που δίνει χήρος σε νέα, όταν της ζητά το χέρι για γάμο ή η επιπλέον προίκα που ζητά ο γαμπρός όταν η νύφη δεν είναι παρθένα Ευκολινίσκω = διευκολίνω Εύρημαν = θησαυρός Ευρετή = θησαυρός Ευρετόν = το έκθερο βρέφος Ευχαρίζομαι = εκφράζω τις ευχαριστίες μου Ευκαρισιά = ευγνωμοσύνη Ευώνημα = αριστερά Εφειδήν = όταν, αφού, που την στιγμή Εφίορκος = επίορκος Εφταψούμης = αδύνατος στο σώμα λόγω τσιγκουνιάς που ζυμώνει εφτά ψωμιά αντί 16-24 ως είθισται Έφυτον = κτήμα που βαρύνεται με εμφύτευση Έχη, τα = υπάρχοντα, βίος Εχρονία = χρονιά Εψές = χθες το βράδυ Εψημαν, έψημον, όψημαν = το πολύ γλυκό αφέψημα των σταφυλιών, βρασμένος μούστος Εψιμάριν = αντιθ. Πρωμάριν Έψιμον = αντιθ. Πρώιμον Εψώνια = μισθοί, χρήματα για αγορά τροφίμων ΖΗΤΑΖαβά = λοξά, στρεβλά Ζαβαλλεύκω, Ζαβαλλιάζω, Ζαβουλιάζω = στρεψοδικώ, δυστροπώ Ζαβαλλιά = δυστροπία, πονηριά, απάτη Ζαβκιά = πονηριά, απάτη Ζαβλακωμένος = βλάκας Ζαβός = στρεβλός, κυρτωμένος, παράνομος Ζαβρός, Ζαβριός, Ζεβρός = αριστερός Ζάγκουλος = παχύς Ζαμπάτζιιν = είδος κρίνου, αγριόκρινου Ζαμπούχα = είδος τριγωνικού μπουρεκιού με πνιγούρι και μάραθο Ζαννούππας = με μεγάλα μπροστινά δόντια Ζανός = γεράκι Ζαοδόξαρον = στραβοδόξαρο Ζαοζινισιάζω, Ζαοζινιχιάζω = ζαβώνω τον τράχηλό μου Ζαοζίνιχος = με στραβό αυχένα Ζαοσινίσιασμαν = στράβωμα αυχένα Ζαοθωρώ = βλέπω κάποιον ύποπτα και εν πάσει περιπτώση όχι κατά πρόσωπο Ζαόκοξος = που έχει στραβή μέση Ζαόλαιμος = στραβός λαιμός Ζαομασελλιάζω = στραβοσαγωνιάζω Ζαομάσελλος = με στραβή γνάθο Ζαόμματος = αλλήθωρος, που πάσχει από στραβισμό Ζαομούττας = με στραβή μύτη Ζαονούρης = με στραβή ουρά Ζαοπατώ = στραβοπατώ Ζαοπόας = στραβοπόδαρος Ζαόστομος = με ζαβό στόμα Ζαρβάζος, ζαβράζος, ζαρβέλος = αριστερός, που όταν περπατά τα πόδια του κλινουν προς τα έξω αριστερά δηλ, στραβοπατά Ζάρρα – ζούρρου = ηχομιμ. Λόγια που ενοχλούν και προκαλούν κούραση Ζαυλός = δαυλός Ζαφτόν = χώρος απ’ όπου βγάζουν χώμα Ζάφφω, ζγάφφω = σκάβω Ζάχαριν = ζάχαρη Ζαώννω = στρεβλώννω Ζέγνω – Ζέχνω = αρχ. Ζευγνύω βάρω στο ζυγό Ζέξιια = το χρονικό διάστημα που το ζώο εργάζεται συνεχώς στο αλακάτι Ζεπέτιν, Ζαπέτιν = βαφή δερμάτων, φρυδιών, η κακή οσμή των μεσοδάκτυλων των ποδιών Ζεστικά = θερμαντικά Ζευκαριάζω = αποτελώ ζευγάρι Ζευκαρίζω = αποτριώ Ζευκαλάτης = ζευγάς (γεωργός), σεισοπυγίς Ζευκάριν = ζευγάρι Ζεύλα = το μέρος του ζυγού που ακουμπά ο τράχηλος των ζώων, αιδοίο αντρός Ζεύλης = αδύνατος Ζευλιάζω, ζευλώννω = βάζω τη ζεύλα του ζυγού στα βόδια Ζευλοπόας = με αδύνατα και στραβά πόδια Ζήλα = ζήλεια, φθόνος, διαμάχη Ζηλεύκω = ζηλέυω Ζηλιαρκά = ζηλιάρα Ζημιοσ’ερός = ζημιογόνος Ζητάρης = ζητάει συνέχεια Ζητεία, ζηθκιά = επαιτεία Ζητουλλεύκω = αποζώ από την επαιτεία Ζιγκι Ζίγκι = σιγά σιγά Ζιζιλίας = στενοκέφαλος Ζιζιρίθκιας = ανόητος Ζίζιρος = ηχομιμ. Τζίτζικας Ζίζυφος = μικρό ακανθώδες δέντρο, άκανθος του Χριστού Ζιννάπιν = στοίχημα, το παιγνίδι γιάντες που παίζεται με το διχαλωτό κοκαλο της ράχης της κότας Ζινίσςιν = (αρχ. Ίνιον βυζ ζινίχιον) σβέρκο, αυχένας Ζόβολος = βρωμιά Ζοβολώ = μυρίζω άσχημα Ζολοβρομώ = μυρίζω πολύ άσχημα Ζονταρκά = (αρχ. Δοντάγρα) τανάλια Ζοροδουλειά = δύσκολη δουλειά Ζουέλλιν = τα αγαθά Ζούκκιν = ούζο Ζουλάτζιιν = αζαλέος Ζουλουζιά = ζήλεια Ζουλούππιν = καθόλου, ολωσδιόλου Ζουμαλιάζω = σφίγγω, χαϊδεύοντας Ζουμπάλλιν, ρουμπάλλιν = εξέχον μέρος κλάδου δέντρου Ζουνάριν = ουράνιο τόξο Ζουρτεύκω, ζουρτώννω = παχαίνω Ζούρτης = παχύς Ζουρτούιν = παχύ για τα μωρά Ζοφφός = θωλός Ζοφώννω = θαμπώννωμ θολώνω Ζυά ζυά = ζυγά Ζυαλέτρα = η συσκευή του αλέτρου και του ζυγού μαζί Ζυαματερόν = μεταλλική η ξύλινη που στερεώνεται οριζόντια στο μέσο του παραθύρου Ζυαρκά = ζυγαριά Ζύιν = μέσο προς ζύγιση Ζυμοθκιαρτίζω = διαμορφώνω το ζυμάρι σε ψωμί Ζυμοτάραινα = ζυμώτρια Ζυμωτός = το ποσό του ζυμαριού ή του αλευριού για 16-24 ψωμιά, ζυμωμένος Ζυός = ζυγός Ζυοτήριν = κούνια, οριζόντια δοκός που στηρίζεται στη μέση σε υπομοχλό και πάνω στην οποία τα παιδιά παίζουν στράμπουλα Ζωδκιόν = ζώδιο, στοιχείο του σπιτιού Ζώμαν = η ευτελής ζώνη των γυναικών Ζωνάριν = ζώνη, ουράνιο τόξο Ζωνιάς = χοίρος ποι οι τρίχες του σχηματίζουν ζώνη Ζώννω = ζώνω Ζώνος = ζώνη ακαλλιέργητου εδάφους σε πλαγιές βουνών που καλύπτονται συνήθως με κάποια άγρια βλάστηση Ζωοτροφιζουμαι = εχω τα προς το ζείν Ζώση = μέση σώματος, λεκάνη Ζώστρα = μάλλινη ή μεταξωτή πλατιά ζώνη Ζώφκιον = ζώδιο ΗΤΤΑΗγνωρίζω = γνωρίζω Ηλάριν = ξύλινο ή σιδερένιο καρφί αρότρου Ήλατος = δρόμος για ζώα Ηλιακός = λιακωτό, εξώστης Ηλιοβούττημαν = δύση ηλίου Ηλιόκαμμαν = το δειλινό του Μάι Ήμαρτον = αμαρτία, συγγνώμη Ημιβόλικον = δοκός μέτριου μεγέθους Ηξευρία = γνώση, νόηση, αντίληψη Ήουν = δηλαδή Ήπατα = το μαύρο φλαγκί Ητζου = έτσι ΘΗΤΑΘάδιον = κτήμα, ιδιοκτησία Θάφκω = θάβω Θαλασσιμός = ναύτης Θανατήσιμος = θανάσιμος Θανατικόν = πανούκλα Θανατίτης = δηλητηριώδης μανιτάρι, μεγάλη θανατηφόρα φυσαλίδα Θαράπα(μαν) = θεραπεία Θαράπαυσης = θεραπεία Θάρρησις = εγγύηση Θαρρούμενα = θαραλλέα Θαρρούμενος = που ελπίζει, που έχει εμπιστοσύνη, που πείθει, σίγουρος, ασφαλής Θαρρούσιμος = απο ελπίδα θαραλλέος Θαφικόν = έξοδα ταφής Θαφκειόν = ταφή, τάφος Θαψούμενος = θαμμένος Θεάλλη = θύελλα Θεΐζω = θεοποιώ Θέϊσσα = θεά Θελησιά = παράστημα Θέμαν = αφορμή/αιτία Θεμωνία = θημωνιά Θεμωνιασμένος = σωριασμένος Θεονήστικος = ολωσδιόλου νηστικός, κατανήστικος Θεοξιούριστος = εντελώς σπανός, ξυρισμένος μια και καλή από τον θεό Θεοπαλλίκαρον = τέλειο παλικάρι Θεόπελλος = εντελώς τρελός, θεότρελλος Θεορκία = επιορκία Θεόστραβος = εντελώς στραβός Θεότης = θεότητα, εικόνα που κρατά ο αρχάγγελος Μιχαήλ Θεοτικά = θεϊκά, με φόβο του θεού Θεοτικός = θεϊκός Θεοφοούμενος = εκείνος που φοβάται τον θεό Θεόψυχος = ευσεβής, πονόψυχος Θερισκίωνας = θεριστής Θερκόν/θερκούνα = φίδι Θερκοπούλλιν = σφοντύλι ή μυρμηκόλογος Θερνάτζ’ιν = λιχνιστίρι Θησαυτός = ευρετή Θιορκίζω = ορκίζω κάποιον στο θεό Θκειά = θεία μτφρ η κατοχική χώρα (αγγλία Θλίβος = θλιβερός Θνέως = αποθανίσας Θουπίν = γκιόνης Θράψωμαν = αποπληξία Θρηνίζω = θρηνώ Θρηνούριν = θρήνος Θρονίν = θρόνος Θρουμπερή = εκεί που ευδοκιμούν τα θρουμπιά Θρουμπίν = θυμάριν Θρούππος = θραύση, σπάσιμο Θρύβκω = συνθλίβω Θυλάτζ’ιν = θύλακος, λόβος, ωοθήκη εντόμων Θυμάδα = μικρός θυμός Θυμάδα = οσμή από σύψη οινοπνεύματος Θυμέδιν = υπόπικρος Θύμιον = ενθύμιον Θυμώννουμαι = θωμώνω Θυμωτάρης = θυμωθκιάρης Θωρακωτόν = θωρακισμένο Θωρατός = άξιος θέας, μεγαλόσωμος Θωρία = όψη, όραση μτρφ χρώμα Θωρώ = (αρχ. Θεωρώ) βλέπω ΙΟΤΑΙαίνω = υγιαίνω Ίαμα = θεραπεία Ίδρος = ιδρώτας Ιερής = παπάς Ικανώ = ικανοποιώ Ικάνωσις = δασμός, φόρος Ιλαρος = ήρεμος Ίσιια = ίσια Ισιιακατούιν = μικρό ίσια κάτω, μικρή κατηφόρα Ισιονούρα = προβατίνα με ευθεία ουρά Ίσ’ωμαν = πεδιάδα Ισιότητα = δικαιοσύνη Ισιώννω = ιδιορθώνω, κατευθύνομαι, εκκινώ Ιτσού = έτσι, πρόχειρα Ίχια = ίσια Ίχιος = ατάραχος, ίσιος ΚΑΠΠΑΚά = κάτω Κα = κακά Καβάκα, κακκάβα = όμορφη, παχιά κότα Καββάιν = μακρύ ένδυμα, ράσο Καγγρίν = γάγγραινα Καγιάζω = καίομαι από την δίψα Κάθα, κάχα = κάθε Καθαρινίσκω = απαλλάσσω, εξαφανίζω Καθέδρα = πολιορκία αρχ. καθέδρα Καθέζουμαι = αρχ. καθέζομαι κατοικώ, διαμένω Καθελλίζω, καθειλλίζω = περιτυλίσσω και ράβω την άκρη υφάσματος Καθείλισμαν, καθείλιση = τρόπος ραψίματος Καθέρκα = καθάρια, καθαριότητα Κάθη = κάθε Καθημερινόν = κάθε μέρα, καθημερινά Καθισιάρης = άεργος, τεμπέλης, που δεν εννοεί να δουλέψει Καθίσειν, καθισειόν = άδεια, σχολή Καθισκιός = αργός Καθίσκω = αρχ. καθίζω τοποθετώ, βάζω κάποιον να καθίσει Καθίστην = συνέχεια Καθολικά = στ’αλήθεια, σίγουρα Καθολική, καθολιτζιή = επίσημη και γιορταστική μέρα, κυριότερη, μητρόπολη Καθούλιαση = κατακάθι Καιροφυλώ = αναμένω την κατάλληλη ευκαρία για να δράσω Κακαδικώ, κακοδικώ = τιμωρώ άδικα, κακοποιώ, βασανίζω Κακάλλαχτη = κακοντυμένη Κακανάρεστος = δύστροπος, που δύσκολα αρέσει σε κάτι Κακαντερία = κακία και πικραντερία, μνησικακία Κακάντερος = πικράντερος, μνησίκακος Κακαουσκιά = κακοσήμαδη μέρα (κακές του Αούστου) Κακκάβιν = αρχ. κακκάβιον χύτρα, καζάνι Κακκαλατώ = ενοχλώ Κακκαρίζω, κακκουρίζω, κουκκουρίζω = κελαδώ, φωνάζω σαν πέρδικα, γουργουρίζω Κακκάρισμαν, κακκούρισμαν = το κα-κα-κα της κότας, ότσν πρόκειται να γεννήσει αυγό Κακκαριστός = κελαδιστός που κακκαρίζει σαν την πέρδικα Κακκαρίστρα, κακκουρίστα = η φωνή της πέρδικας, μικρός καταρράκτης Κακκαρόπουζος = εκείνος ποε έχει μεγάλη κήλη έτσι ώστα να κακκαρίζουν τα έντερα του Κακκατιάζω = έχω κακκάτια στη μύτη ή στη πληγή Κακκάτιν = (καίω με αναδίπλωση) κάκαδο Κακκατού = η γυναίκα που έχει σπυριά, η χέστρα Κακκατώννω = σχηματίζω κάκαδο Κάκκαφα = (αλικάκαβα) μέρος άγονο, βραχώδες και ακατοίκητο. Κακκηντίρης = κακός Κακκούρκα = τελείως άωροι καρποί Κακοβάλλω = υποψιάζουμε, υποπτεύομαι κάποιο κακό Κακόβρετος = που δύσκολα βρίσκεται Κακογαλούσα = λεχώνα που δεν έχει το αναγκαίο γάλα Κακογνώθω = βάζω κακό με το νού μου, υποψιάζουμαι Κακόγρονος = κακός χρόνος Κακοδοικημένος = που τυγχάνει κακής μεταχείρισης, βασανισμένος Κακοζωούμαι = περνώ άσχημη ζωή Κακόζωτος = κακοζωισμένος Κακοθανατίζω = προκαλώ τον άσχημο θάνατο κάποιου Κακοκάμωτον = που δύσκολα οργώνεται Κακόκρωστος = που δεν υπακούει, που δεν πειθαρχεί, δεν πείθεται Κακολάς = κακοί ανθρώποι Κακολοητής = κακολόγος Κακολοώ = κακολογώ, σχολιάζει δυσμενώς κάποιον Κακομίσητος = που δύσκολα μισείται Κακόμουρος = με άσχημο πρόσωπο, άνοστος Κακονιώννω = μεγαλώνω μέσα σε βάσανα και πόνους Κακονοιάζω = σχηματίζω κακή ιδέα για κάποιον Κανονυκτία = σπυρί στο πόδι, στο χέρι, στα χείλη και σ’άλλα μέρη του σώματος Κακονυχτώ, κακονυχτίζω = αγρυπνώ, περνώ άσχημη νύχτα Κακοξιούριστος = που δύσκολα μπορεί να τον ξυρίσει κανείς Κακοπαθκιάζω = υποφέρω πολύ, κακοπαθώ Κακοπεθαμμένος = που έχει κακό θάνατο Κακοπερίποιτος = πολύ βραδύς Κακοπολεμίτης = πολεμιστής Κακοπραξία = κακούργημα Κακορίζικος = δυστυχισμένος, καημένος Κακοριζιτζιά = δυστυχία, φτώχεια, Κακοσκέπαστος = σπίτι που έιναι άσχημα στεγασμένο Κακόσκοπος = που έχει κακό αντιληπτικό, δυσμαθής μαθητής Κακόστομος = υβριστής, φιλοκατήγορος Κακοσύγκοπη = άσχημη Κακοσύνη = κακία Κακότοιχος = κακά κτισμένος τοίχος Κακοτσούμπαλη = άσχμη, άνοστη Κακουθκιά, κακούιν = άρχημος και πετρώδης δρόμος, χωράφι πετρώδες και άγονο Κακούρης = ανόητος, βλάκας Κακουσιά = κακουχία Κακοφαίνω = υφαίνω άσχημα Κακοφεντζιίτικα = όμοια με την κακοφεγγιά, παιδιά που γεννήθηκαν κατά το τελευταίο τέταρτο της σελήνης Κακοφτιασμένον = ποινικό αδίκημα Κακοχόρητη = ρεκένδυτη, κακοντυμένη Κακόψυχα = σε βαριά θανάσιμη κατάσταση Κακοψυχώ = ασθενώ βαριά Κακώνω = θυμώνω αρχ. κακόω Κακωσιά = κακία Κάκωσις = σωματική βλάβη, καταστροφή (αρχ. κάκωσις) Καλαγκάθθιν = γαλαζόπετρα, θειϊκός χαλκός, παρωνυχία, είδος φαρμακευτικού φυτού Καλάνδρωπος = μανδραγόρας Καλαερφός, καλαερφούλλα = ο βαπτιστικός, -η σε σχέση προς τα παιδιά του νονού, νονάς Καλαθκιάζω = βάζω πράγματα στο καλάθι Καλαθούριν = μικρό καλάθι Καλαθουρκάζω, καλαφουρκάζω = συστέλλομαι από το κρύο ή ασθένεια ή κάποια ηθική αιτία Καλαθούρκασμαν, καλαφούρκασμαν = κατσούφιασμα, συνοφρύωμα, γενική αδιαθεσία Καλαμάγγρα = καλαμάγρωστις, τσόχος Καλαμερά = φράκτης από καλάμι, καλαμιώνας Καλαμίθθιν = μικρό φυτό που μοιάζει με δυόσμο, μέντα, είδος πόας Καλαμοζίχρατον = καλαμόκεγχρος, χόρτο του οποίου το καλάμι προκαλεί ασθένεια Καλαμόκωλος = που έχει στενά κώλα Καλαμότσινα = καλαμότζιχρος Καλαμωτή = κρεμάστρα όπου τοποθετούν τα ψωμιά Καλαντράκιν = μικρό ξύλινο εργαλείο που χρησιμοποιούν οι μαντιλάρηδες, όταν φτιάχνουν τα καλούπια τους Καλαουστιές = οι τεις πρώτες αποφράδες μέρες του Αυγούστου Καλαποθκιάζουμαι = μπαίνω στο καλοπόδι και κατ’επέκταση στενοχωρούμαι, συστέλλομαι Καλασκοπώ = εξετάζω πολύ καλά Καλατσαρεύκω = αναζητώ κάτι που έχασα Κάλεσμαν = πρόσκληση, δεξίωση, συμπόσιο, γιορτή Καλεστιτζιή = πρόσκληση για σύναξη, προσκλητήριο Καληώρα = καλή ώρα, ευτυχής Καλιάντρα, καλιάγκρα = μέρος όπου φυλάγουν οι βοσκοί τις αναράδες Καλιώ = προσκαλώ Καλλίον, κάλλον, κάλλιον, καλλιόν = αρχ. κάλλιον καλύτερα Κάλλιος = καλύτερος Καλλιόσωμος = σφοντύλι Καλλιοτερίζω, καλλιοτερώ, καλλιοτερεύκω = καλυτερεύω Καλλιότερος = καλύτερος Καλλιόττερα = καλύτερα, ευκολότερα Καλλυτερίζω = πάω στο καλύτερο Καλογεννήτης = ο καλά γεννημένος Καλογρώνιστος = που αναγνωρίζεται εύκολα Καλοήρα = καλογερικό ένδυμα Καλοηριτζιή = επάγγελμα καλόγηρου Καλοθανατίζω = βρίσκω καλό θάνατο Καλοκάματον = χωράφι που οργώνεται εύκολα Καλοκαρτίζω = χαίρομαι Καλοκαρτούσα = χαρούμενη Καλολάς = καλοί ανθρώποι Καλόλλος, καλόλλοος = η αναστάσιμη λειτουργία του Μ. Σαββάτου από το τροπάριο Καλομάλαος = που καλακώνει και μαλάσσεται εύκολα, ευάγωτος, ευμεταχείριστος Καλοναρκώ, καλαναρκώ = ψάλλω εκκλησιαστικούς κανόνες Καλονούς = που έχει καλό μυαλό Καλοπίχερος = μσν. Καλοπίχερος δράστης καλών πραγμάτων, αγαθοποιός, καλός, που έχει ευγενική καταγωγή Καλοπιχεροσύνη = καλοσύνη, αγαθοποιΐα Καλοπόδινος = καλοπόδαρος Καλορίζικος = καλότυχος Καλορκά = καλογριά, γεροντοκόρη Καλοσιήν, καλουσιίν = πλημμυριστά Καλοσυγκοπάτη = καλοκαμωμένη, καλοφτιαγμένη, ωραία Καλοταρία = καλοκαίρι, ευδία Καλοτάριν = κανονικός άνεμος, καλός καιρός στην περίοδο του χειμώνα Καλλούλικα = καλά Καλούνης = καλογρια, που πηγαίνει ακάλεστος σε τραπέζι Καλουρκά = δίολο χωράδι που βρίσκεται σε αγρανάπαυση δηλ. Που οργώθηκε για δεύτερη φορά την άνοιξη και έμεινε άσπαρτο όλο το καλοκαίρι Καλουρκάζω = οργώνω την καλουρκάν Καλοφελιά = όφελος, συμφέρον Καλοφεντζιά = όταν πλησιάζει να γίνει πανσέληνος Καμακεύκω, καματζιεύκω = χτυπώ με το καμάκι Κάμαν, κάμμαν = αρχ. καύμα ψυχικός πόνος Καμαρίζω = σχηματίζω καμάρα Καμαρκάζω = σκεπάζω το πρόσωπου του βρέφους για να μην ενοχλείται από τα έντομα Καμαρόπορτα = μεγάλη εξώπορτα που περικλείεται προς τα πάνω με καμάκι Καμαρωμένος = περήφανος, επιτηδευμένος Καμασιάς, καμασιέ, καμάσιν = βλάκας, μικρός τράγος, ζώο με μελαψό χρώμα στη ράχη και αλλου με κηλίδες λευκές και κόκκινες Ησύχ. Κάμασος Καματάρης = εργατικό βόδι Καματερόν = αρχ. καματηρός οι μεταξοσκώληκες, νερό ποιότητας αλουσίβας Καματερός = αρχ. καματηρός ανατολικός άνεμος, άνεμος που φέρνει βροχή, εργάσιμος, εύφορος Καματιά = πόνος, καημός Καματόβερκα = βουκέντρα Κάματος = όργωμα, καλλιέργεια Καμένα = λυπητερά, μελαγχολικά Καμηλαριόμ, καλημαρκόμ = περιοχή συγκέντρωσης και στάθμευσης καμήλων Καμήλιν = αρχ. καμήλιον μικρή καμήλα Καμηλίν = χρώμα ανοιχτό καφέ Καμηλογόμαρον = φορτίο καμήλας Καμηλόγομον = φορτίο που μπορεί να μεταφέρει μιά καμήλα Κάμηλος = καμήλα αρχ. κάμηλος Καμινάτουρος = που είναι κάτοχος καμινιού Καμμάτης = μεσίτης, ψαρέμπορας Καμμοθωρώ = δε βλέπω καλά Καμμούρα = καλάθι από καλάμια κατάλληλο για τη μεταφορά ψαριών Καμμούρης = με μισόκλειτα μάτια Καμμουρίζω = μόλις κλείω τα μάτια, βρίσκομαι στο στάδιο που οδηγεί στον ύπνο Καμμυμένος, καμμούμενος = αρχ. καμμύω κλειστός Καμμυτός = κλειστός (για τα μάτια ή το στόμα) Κομμύτσης = μύωπας Καμμώ = κλείνω τα μάτια ή το στόμα, πεθαίνω Καμούμενα = τα καλλιεργημένα και σπερμένα χωράφια, αυτά που έχουνε γίνει Καμπούρα = υδρορροή, χωλέτρα Καμπουρκάζω = γίνομαι καμπούρης, κυρτώνω Καμπούτιν, καμπούδιν, καμπούιν = το διάστημα μεταξύ δύο κόμπων καλαμιού, καλάμινο σωληνάριο με πολλαπλές χρήσεις, βελονοθήκη, το οστούν της κνήμης Καμπυρίζω = καίω Κάμωμαν = έργο, κατασκεύασμα Καμώννω = καλλιεργώ Καμωτά, καμωτίθκια = τρόπος, συμπεριφορά Καννάκα = καλοπέραση, ξέγνοιαστη ζωή Κανατζιεύκω = καλαναγιώνω, παραχαϊδεύω Κανάτζιιν = το μέρος μεταξύ μάγουλου και λαιμού, χάδι Κανεί = αρκεί, φτάνει Κανισσιάρης = δωρητής Κανίσσιιν = δώρο σε είδος, κανίσκι Κάνναβερόν = χωράφι αργιλλώδες και αρδεύσιμο, όπου ευδοκιμεί το κάνναβι Καννάβιν = αρχ. κάνναβις φυτό κάνναβι, παπαρούνα Κανναούριν = καναβούρι, καρπός κάνναβης Καννάουρος = που έχει χρώμα καναβουριού Κάννας, καννής = κάννα με μακριές κνήμες μτφρ Άγγλος Καννίζω = τυλίγω το νήμα πάνω στο καλάμι, στα καννιά και αντίθετα Καννούρα, καννούριν, καννουρίν = καλάμι που τοποθετείται στη βρύση για να ρέει απ αυτήν το νερό Καννώνννω = φτιάχνω οροφή από καλάμια, βάζω καννιά στο χωράφι για να δείξω ότι απαγορεύεται η βόσκηση, βάζω καλάμια στη θάλασσα με σπάρκον στην άκρη για να δοκιμάσω αν υπάρχει ψάρι. Κάνονας = επιτίμιο που βάζει ο εξομολογητής Κανόλου = διόλου, καθόλου Κάνουλλας, κάνουλλα = ειδικά επεξεργασμένο καλάμι η κολότζιιν με το οποίο αντλείται κρασί από το πιθάρι Κανούνιν = αρχ. κανέον καπνοδόχος, φορητή θερμάστρα Καντάρα = απότομο και μεγάλο ανήφορο Κανών = ηγούμενος ρωμαιοκαθολικού μοναχικού τάγματος Κάος = κάδος Καούιν = μικρός κάδος Καουλλής, κκάουλλας, καουλλίν = για απαγόρευση, μην το κάνεις γιατί καίει, τιμωρεί κ.α. Καούρα = το καύκαλο του κάβουρα Καουριστά = με τον τρόπου του κάβουρα Καουρότρυπα = φωλιά κάβουρα Καουρώννω σκύβω, γίνομαι κυρτός Καπάτικα = είδος κουδουνιών των αιγοπροβάτων με ήχο πολύ βαρύ Καπετανίκιν = ναυαρχίδα, η εδαφική περιοχή στην οποία απλώνεται η εξουσία του καπετάνιου, αρχηγείο Καπετάνος, καπιτάνος, καπιτάνης = στρατιωτικός διοικητής, αρχηγός, πλοιοκτήτης, καπετάνιος Κάπνα, κάπνη, καπνάδα = αρχ. κάπνη καπνός, καπνόχορτο, ενοχλητικό ζιζάνιο Καπνιστομέρρεχον = είδος αργυρού συνήθως θυματαριού με χειρολαβή και μυροδόχη Καπνορούρας = καπνοδοχή Κάπουρας = τρουπαλάκι, κύπειρος, δυσεξόντωτο ζιζάνιο Καππαρκά = αρχ. κάππαρις φυτό της κάπαρης, δέντρο που κατέφαγαν τα ζώα και παρέμεινε ο θάμνος Καππαρκάζω = παραμένω σε κατάσταση καππαρκάς Καπρέτιν = μιρκός χοίρος αρχ. κάπρος Καπρεύκω = καπρίζω, κάνω τον κάπρο, μτφρ αναζητώ γυναίκα Καπύρα = αρχ. καπύριον φρυφανιά Καπυρώννω = φτιάχνω φρυγανιά Κάρα = αρχ. κάρα σπονδυλική στήλη, το ανώτατο σημείο ενός χωραφιού που βρίσκεται σε ύψωμα Καραζινέ = με τρόπο κοράζινου, ενάντια, κόντρα Καραμάνα = μεγάλο μαχαίρι Καρβούνιν = κάρβουνο Καρδάμουνε = καρδάμινο, κάρδαμο Καρδικακκάμης = μικρό ξυλάκι που σπρώχνει το μαντάλι της πόρτας για να ανοίξει Κάρενος = αρχ. κάρυον κατασκευμασμένος από ξύλο καρυδιάς Κάρκα, κάρουλλος = καρυδιά Καρκά = τροχαλία του αρκαστηρκού με την οποία κρατιέται το κτένι προς τα πάνω και γενικά σώμα όπου δένεται το σχοινί Καρκάζω = χαλκάζω δένω με σχοινί το ένα πόδι ενός βοδιού με το αντίστοιχο ενός άλλου για να μην απομακρύνονται Καρκαλαμιά = σκελετός, ραχοκοκαλιά κάρα + καλαμιά Καρκαλιώ = γαργαλιώ Καρκαλλίνες, καρταλλίνες = τα κοχύλια που εκβράζει στην παραλία η θάλασσα Καρκανίκαυλος = που έχει μακρύ λαιμό και τράχηλο για τους ανθρώπους ο ψηλός και υπερμεγεθής αλλά και εξασθενημένος, θάμνος με αγκάθια Καρκάτος = πολύ δυνατός Καρκιά = καρφιά Καρκιά, καρδκιά, καρτκιά, καρτιά = καρδιά, περιληπτικό όνομα του στομαχιού και των εντέρων, ξύλινος άξονας της ανέμης του μαγγάνου Καρκιοβαστούσα, καρτούσα = βοηθός της μαμμμής που πιέζει την κοιλιά της ετοιμόγεννης Καρκιογνώστης = που γνωρίζει τα μυστικά της καρδιάς Καρκιόπονος = πόνος της καρδιάς Καρκιοφλοΐζω = πληγώνω την καρδιά κάποιου Καρκοπούλλα, καρκαπούλλα, καρκούα = νεαρό φυτό καρυδιάς Κάρκουλος = μεγάλη καρυδιά Καρκόφυλλον, καρυόφυλλον καρυδόφυλλο, γαρίφαλο Καρμίρης = φιλάργυρος Καροκέφαλον = σπονδυλική στήλη, κεφάλι και πόδια μαζί Κάρου κάρου = με τον τρόπου του κάβουρα Καρνέρα = ανώμαλη κρεμαστή όχθη, η διαγραφόμενη από μακριά γραμμή του σχήματος των βουνών Καρουκάς = αρχ. καροώ = μούδιασμα, νάρκωση δακτύλων ή ποδιών Καρταμοθωρω = βλέπω θωλά, όπως βλέπει ο ζαλισμένος απο τό πολύ κάρδαμο που έφαγε Καρταμύλλα = αρχ. καρδαμύλη είδος φυτού Καρτούππιν = η καρδιά του δέντρου το εσωτερικό της ανθοκράμβρης, φοινικοδέντρου κ.α. Καρτούσιμος = που βγαίνει από την καρδιά Καρυδάτον = δίμιτο που έχει σχέδιο από επαναλαμβανόμενους ρόμβους Καρυώννω = δένω καρπώ, για τους μαστούς της γυναίκας μόλις αρχίσουν να εξογκώνονται Καρύιν = καρύδι, άγουρος καρπός του βαμβακιού Κάρυνος = κασκευασμένος από ξύλο καρυδιάς Καρυολαίμιν = μήλο του Αδάμ Καρύτσαυλος = λάρυγγας Καρφίτιν, καρφίτης, κατφιτούιν = μεγάλο ερεθισμένο σπυρί ψευδάνθρακας Καρωμένοι = οι προσβαλλόμενοι υπερώριμοι καρποί των εσπεριδοειδών από σκωλίαση Κασιάζω = αρχ. καύσις υπερωριμάζω Κασούρα = βαριά κούραση, βάσανο εξαθλιωτικό Κασούρης = καμπούρης, ζαρωμένος, συμμαζεμένος Κασουρώννω = ζαρώνω, συμμαζεύω το κορμί μου, καμπουρώνω Κάσσα = μαύρη και σκοτεινή Κασταμονιάζω = δένω καλά το ζώο έτσι ώστε να μην μπορεί να φύγει Καστανέτιν = μικρό ζώο με χρώμα καστανό Καστηριάζω = στιγματίζω, σημαδεύω κάποιον στο δέρμα του διακριτικά σημεία με πυρακτωμένο σίδηρο, καυτηριάζω, καυστηριάζω Καστηριασμένος = καυστηριασμένος Κατάβαρη = προχωρημένης εγκυμοσύνης Καταβαρκάζω = γίνομαι κατάβαρος Καταβολαδκιάζω = ανανεώνω αμπέλι με καταβολάδες Κατάγιαλα = κατά τη θάλασσα Κατάγκιον = κανάντημα Κατάγνιον = κατηγορία Καταγνούρα = καιρός με ομίχλη Καταγνώθω, καταγνώννω, καταχνώννω = κατηγορώ, καταδικάζω, κατακρίνω κάποιον στην συνείδηση μου Κατάγνωμαν = κατάκριση Κατάγνωδη, κατάχνωση = κατηγορία, κατάκριση Καταγυρεύκω = αναζητώ με επιμονή Κατάδικα = ενταντίον, αντίθετα με Καταδικάσιμον = δικαστική διαδικασία Καταιβατός = στήλη εφημερίδας ή βιβλίου Κατακαλά = σίγουρα, πάρα πολύ καλά Κατακαύκω = καίω κάτι εντελώς Κατατζιέφαλα = στο κεφάλι Κατακόβκω = κόβω σε κομμάτια, σφάζω, καταστρέφω Κατάκομμαν = κόψιμο, τομή, διχασμός, σχίσιμο Κατακρινίσκω = κρίνω, ορίζω Καταλαβίσκω = καταλαβαίνω Καταλάβω = καταλαβαίνω Καταλακτίζω = κλοτσώ, ποδοπατώ Καταλάλημαν = κατηγορία, κακολογία, κατάγνωση Καταλαλιά = συκοφαντία Καταλάλος, κατάλαλος = που καταλαλεί Καταλαλώ = συκοφαντώ, κακολογώ Καταλαχού = τυχαία Καταλιάιν = μέρος προσήλιο, λιακάδα, ηλιοφάνεια Κατάλιακον = σπίτι που βλέπει προς τον ήλιο Κατάλιος = αγανισμός, καταστροφή Καταλογιαστά = τραγούδι που απαγγέλλεται Καταλυμός = φθορά, καταστροφή, εξάντληση Καταλύω, καταλυώ, καταλιώ = αρχ. καταλύω αφανίζω, διαλύω, φθείρω, σκοτώνω, αποσυντίθεμαι Καταμαλάσσω = χαϊδεύω εξαντλητικά Καταμασώ = συζητώ, λέω και ξαναλέω Καταμιτωμένος = κατάχρεος, ρακένδυτος Καραμιτώνω = κάνω δόλια χρήση ενός πράγματος, μπαλώνω, διορθώνω κάτι Καταμιτώννουμαι = αρχ. κατά + μιτόομαι = καταμπαλώνομαι, καταξοδεύομαι, καταχρέωνομαι Καταμιτωσιά, μιτωσιά = μπάλωμα, οικονομία, διόρθωση Καταμπαίννω = μπαίνω μέσα ως ανταγωνιστής ή ανίθετος κάποιου Καταμπλέκω = διαβάλλω, κατηγορώ, ενοχοποιώ Καταμπλοκή = διαβολή, ενοχή, κατηγορία Καταμπλοκισμένος = κατηγορούμενος Καταντζειά, καταγγειά, καλαγγειά, καλαντζιειά = νοικοκυριό, οικοσκευή, η προκοπή και η τάξη στο νοικοκυριό, η κινητή και ακίνητη περιουσία του γεωργού Καταντζιειάζω = τακτοποιώ κυρίως αγγεία Κατανύγομαι = συγκινούμαι βαθιά αρχ. κατανύσσομαι Καταπατητής = κατάσκοπος Κατάπελλος = πάρα πολύ τρελός Καταπιννίν, καταπιννάς = φάρυγγας, οισοφάγος Καταπιννάριν = φάρυγγας, καταπινάδι Καταποδκιάζω = καταπόδιν, κάποιον Καταπροσωπίζω = αντιτάσσομαι σε κάποιον Καταπρόσωπον, καταπρόσωπα = εναντίον κάποιου, αντίθετα σε κάποιον, ενωπιον, απέναντι Καταπροτού = στην αρχή, εν πρώτοις Καταησιεύκω = ξοδεύω απερίσκεπτα, σπαταλώ (κατά γης χέω) Καταρκάζουμαι = χρειάζομαι, έχω ανάγκη, καταδέχομαι Καρακούμαι = καταριέμαι Καταρκωμένος = καταχρεωμένος Καραρίβκω = περιφρονώ, σπαταλώ Καταριμμένος = περιφρονημένος, αποτυχημένος Καταρριμμός = σπατάλη Καταρροή = σκυλόβηχας, πονόλαιμος Καταρώτημαν = έρευνα, έντονο ερώτημα Καταρωτώ = ρωτώ για να μάθω για κάποιον η κάτι Κατασιή = δάπεδο αλωνιού Κατσιούρης = κουρελής, ρακένδυτος Καταστάμενος = σε ώριμη ηλικία άνθρωπος, πλούσιος Καταστατός, καταστατόν = η πυτιά που οξύνει και πήσσει το γάλα, κατακάθι Καταστημένος = συννοημένος με κάποιον, καθορισμένος, ώριμος, ψημένος Καταστήννω = βράζω κάτι μέχρι να απορροφηθεί ή να εξατμιστεί το νερό του, διατάζω, βάζω κάποιον να κάνει κάτι, κατορθώνω, ενεργώ Καταστίζω = αρχ. καταστίζω καθιστώ κάτι κατάστικτο, λύω ή απλώνω τα δεμάτια στο αλώνι για αλώνισμα Καταστιχώννω = καταγράφω σε κατάστιχο Κατάστομα = στο στόμα Κατατζιύλιν = κατάτροχο, κατηφόρα Κατατήρημος = φύλακας, προστάτης Κατατίθημι = αρχ. κατατίθημι συμώνω, δέχομαι Κατατροσιίζω, κατατροχίζω = βάζω νερό σε κατηφορικό αυλάκι Κατάτροχος, κατάτροχον = κατωφέρης, επικλινής Κατατροχώ = κυλώ προς τα κάτω, κάνω να κυλήσει προς τα κάτω Κατατσαφαλλώννω, καταφατσαλλώννω = προκαλώ σε κάποιον τραύμα ή μώλωπα κτυπώντας τον στο κεφάλι ή στο πρόσωπο Καταυγόδιαν = με ευνοϊκό ταξίδι, κατ ευχήν Καταυγόδιον, καταυόδιον = καλό ταξίδι Καταυγόδιος = καλοτάξιδος, που έχει καλή άφιξη, καλοτάξιδος Καταύλακα = οργώνω όχι σταυροειδώς, αλλά μέσα στις αυλακιές του προηγούμενου οργώματος Κατάυρα = γυρώ, τριγύρω Καραϋρεύκω = ζητώ επίμονα να βρω Καταύτης = επίτηδες, σκόπιμα Καταυτήσιμος = επί πααγγελία Καταφαΐα = φάγωμα, συκοφαντία Καταφύιν = καταφύγιο Καταχάλλας = άνθρωπος ατημέλητος και κανοντυμένος Καταχνούρα, καταγνούρα = καταχνιά Κατέβα, κατέβας = κατήφορος, βαθούλωμα Κατέναντι = απέναντι Κατευοδίαν = με επιτυχία, κατ ευχή Κατευγόδιον = ως ευχή καλή οδός, καλό ταξίδι, καλή επάνοδος Κατευγοδώννω, καταβοδώννω = κατευοδώνω, κάνω καλό και ασφαλές ταξίδι Κατευόδωσις = καλή έκβαση, επιτυχία Κάτζιη, κατζιούρα = οριζόντιο δοκάρι του αργαλειού από όπου περνούν το στημόνι Κατζιηώρα = κακή ώρα, κακή τύχη Κατζούφτερνα = κουτσόφτερνα Κατηγορία = αρχ. κατηγορία μαρτυρία Κατηντώ = καταντώ αρχ. καταντώ Κατηχητής = δάσκαλος των χριστιανικών δογμάτων Κατηχώ = αναγγέλλω, πείθω Κάτια, κάτιον = πρόσβαρο, κλίση της ζυγαριάς προς τα κάτω, είδος μοχλού για άντληση νερού Κάτις, κάτινος, κάτιναν, κάτινες = κάποιος αρχ. καν τις Κατιώ = αρχ. κάτειμι κλίνω προς τα κάτω Κατουρήστρα = ουρήθρα, το μέρος όπου χύνεται το ούρο Κατούρικον = χωράφι που απορροφά και συγκρατεί αρκετή υγρασία, που συνηθίζει να κατουρά πάνω του Κατουρκά = κατούρημα, ψώρα των λαχανικών Κατουρκόν = κατούρημα, ουρητήριο Κατραβαλιά = κατρακύλα, κατρακύλημα, ψευτιά Κατρατζιυλώ = κυλώ προς τα κάτω Κατρελλένα = χρώμα κατρά Κατρένα = με χρώμα του κατρά Κατρένα = στρογγυλοί και σκληροί μαστοί Κατσαρής = σγουρομάλλης Κατσιαρίζω = ηχομιμ. Κάνω θόρυβο με διάφορα αντικείμενα, συλλαβισμός Κατσιαρισμός = ήχος, θόρυβος, σαματάς Κατσαρκά = που έψει κάτσαρα, που έμεινε δηλαδή ακλάδευτη, αγκαθιά που την πέρνει ο άνεμος Κατσαρκάζω, κατσαρκώ = ξηραίνομαι, έχω πολλά ξηρά κλαδιά Κατσαρκόν = κοπάδι από κατσίκες Κατσαρολοώ = μαζεύω ένα ένα τα ξηρά κλαδιά Κατσαρόμαλλος, κατσαρομάλλης = που έχει σγουρά μαλλιά Κάτσαρον = φρύγανο, ξηρό κλαδί Κατσαρομαλλούππα = με μεγάλα σγουρά μαλλιά Κατσαρός = αρχ. ακανθηρός που έχει σγουρά μαλλιά Κατσαρωμένον = δέντρο ακλάδευτο Κάτση = κάθισμα, θέση, κατοικία Κατσηκορώνα, κατσηκόρωνος = τζιίσσα, καρακάξα, κατσηπορτού, κατσηκούταλος Κατσηποδιά = κακός οιωνός, κακό ποδαρικό Κατσηφάριν, κατσαφάριν = αρχ. κατηφής μικρό νέφος βροχής, ομίχλη Κάτσιμον = τοποθέτηση, βάλσιμο, παραμονή, χαμηλό έδαφος Κατσινόραβτος = καματόβεργα, βουκέντρα Κατσοσιοιρίν, κατσισιοιρούιν = μικρό ζωύφιο που συναντάται σε υγρά μέρη Κατσόσιοιρος = αρχ. ακανθόχοιρος σκαντζόχοιρος Κατσούνα = αγκιστροειδές εργαλείο (γάντζος), τα σανίδια που βάζουν στο ζώο για να το φορτώσουν πράγματα, κρεμάστρα που κρέμεται από τα βολίτζια για την αποξήρανση των λουκανίκων ή των σιοιρομερκών, κακογραφία αρχ. γαμψός Κάτσουνας, Κάτσινας, Κατσούνιν = ξύλο με χαλί, βουτζιέντρα Κατσουνέλλικα = γράμματα που δε διαβάζονται ή λέξεις που δεν έχουν νόημα, όπως τα μάγια Κατσουνιάζω = αρχ. γαμψός καμπουριάζω Κατσουνώννω = πιάνω με το κατσούνι, καμπουριάζω από τα γηρατεία Κατσουνωτός = αγκυλωτός Κατσούρα = καπύρα, προβατίνα με σγουρό – κατσαρό μαλλί, ψητο στάχυ σιταριού Κατσουρίζω = σιγοψήνω, καψαλίζω, καβορδίζω, καίω μτφρ βασανίζω, χτυπώ Κατσούριμαν = φρυγάνισμα σε τηγάνι Κατσουριστός = καβουρδισμένος, σιγοψημένος, καψαλισμένος Κατσούρης = που έχει κατσαρά μαλλιά Κατσούρκα = κατσαρά μαλλιά Κατσούρκα = δέμω σταχιών σιταριού που ψήθηκε στην φωτιά Κατσουρκάζω = χαμηλώνω τα αυτιά, ταπεινώνομαι Κατσούρκασμαν = φρυγανιά, το χαμήλωμα των αυτιών Κατσουρώννω = κατσουρίζω Κατσούφλης = κακοτύφλης, τσιμπλιάρης Κάττα = γάτα (αρχ. γάτα προφορά του Γ σαν ΓΚ->Κ ή λατ. Catta) Καττέλλουρη = αίγια γυάλλουρη Καττήσιμον = γατίσιο Καττοβύζα = με πολύ μικρό μαστό Καττόμουγια = είδος παιχνιδιού Καττοπατώ = που βαδίζει ελαφρά σαν γάτα, όστρακο Κάττος, καττούιν = βυζ. Κάττος γάτα, όστρακο Καττουθκιά = περιπτώματα γάτου Καττουθκιάζω = σιωπώ, ντρέπομαι, πέφτω κάτω από το γράδο μου Κατύσιη σου = αλίμονο σου, κακή τύχη Κατωβυζού = με μεγάλα και κατεβασμένα βυζιά Κατώιν, κατώγιν = κάτω πάτωμα, κατώι Κατωθκιόν, κατωδκιόν = αρχ. κάτωθεν κάτω από Κατωθιός = χαμηλός Κατωΐτης = από τις κάτω γειτονιές ή συνοικίες Κατωΐτικον = ισόγειο, που προέρχεται από τις κάτω γειτονιές Κατωμέρου = πιο κάτω Κατωφερκάζει = αρχ. κατωφερής γίνεται κατωφερές Κατωφέρκασμαν = κατέβασμα, δύση Καύκα, καύχα = μσν. Καυκίον = ερωμένη Καυκαλιά = αρχ. καύκος = κομμάτι ψωμιού που το κάνουν παξιμάδι βάζοντας το στο φούρνο για 2η φορά Καυκαλιάζω = καπυρίζω το ψωμί για να το διατηρήσω, μτφρ αδυνατίαζω Καυκάλιασμαν = καπύρισμα Καυκάλλα, καυκάλλιν = χωράφι με χώμα σκληό Καυκλαλλιν = κέλυφος, καύκαλο ψωμιού Καυκάρα = κουρεμένη προβατίνα, χωρίς κέρατα αίγια, ασκεπής γυναίκα Καύκαρος = γυμνοκέφαλος, χωρίς κέρατα, φαλακρός Καυκαρούα = αγριαγκινάρα Καυακουερή = χωράφι μέσα στο οποίο αυτοφύεται η καυκαρούα Καυκαρώννω = αφαιρώ το κάλυμμα της κεφαλής, κουρεύω βαθιά το κεγάλι του ανθρώπου ή ζώου Καυκολόος = γυναικάς, γυναικοκατακτητής Καυλιάζω = χειρονομώ άσεμνα με το καυλίν Καυλιντήρης = λεπτόσωμος σαν καλάμι Καυλομαχώ = ηδονίζομαι με το καυλί μου, κυριαρχούμαι από ασυγκράτητο οργασμό, στρηνιάζω Καυλονούριν = κεντρί μέλισσας, τα οστά του κόκκυγα Καυλωμένος = πέος σε στύση Καυλώννω = έχω στύση αρχ. καύλος Καυτζιούμαι, καυτίουμαι = καυχώμαι καυχιέμαι Κάφτω = καίω Καψάλιν = παρανάλωμα πυρός Κάψαλος, καψαλερά = δασώδης τόπος όπου τα φυτά και τα δέντρα κάηκαν από φωτιά Καψιά = αποτέλεσμα της φωτιάς Καψιθκιάζω = καψιδιάζω, πάσχω από γλόφωση των ματιών Καψιόμματος = που πάσχει απο βλεφαρίτιδα Καψοβλοΐζουμαι = καίομαι Καψογή = έδαφος του οποίου η σύσταση είναι τέτοια που να διψά εύκολα και να απαιτεί έτσι πολλά ποτίσματα Καψότοπος = μέρος με ελάχιστη υγρασία ή χωράφι που διψά εύκολα Καψουλιάρης = είδος κυνηγετικού όπλου Κείμενα = αρχ. κείμαι σύμφωνα με το νόμο Κείμενον = νομική διάταξη, δικαιοδοσία, αιτία Κείτομαι, τζιείτομαι = αρχ. κείμαι είμαι κλινήρης, παράλυτος, κατάκοιτος Κελεφία = λέπρα, αδυναμία ανθρώπων ή ζώων Κελέφιον = λέπρα Κελεφός, τζιελεφός = λεπρός, αδύνατος, κακόμοιρος Κεντητάρης, κεντητάρισσα = που εμπορεύεται κεντήματα Κεντώ, κεντίζω = αρχ. κεντώ κεντρίζω Κεντώννω = μπαλώνω αρχ. κεντώνιον Κερατσιά = χαρουπιά (κερατία) Κεράτσιον, τεράτσιν = χαρούπι αρχ. κέρας Κερένος = που είναι κατασκευασμένος από κερί Κερίζω = δένω μαζί τα βόδια από τα κέρατα μτφρ συντροφεύω Κερτισιμιός, κερτιμιός, κερτεμιός = κερδισμένος Κεφαλοπύρωμαν = φλεγμονή του κεφαλιού Κεφαλαργία = πονοκέφαλος αρχ. κεφαλαλγία Κηβεύγω, κηβεύκω = αρχ. κηδεύω προσέχω, φυλάγουμαι Κήβεψη = φροντίδα, περιποίηση Κηκίδιν = αρχ. κηκίς βαφική ύλη, τα εξογκώματα που σχηματίζονται πάνω στον κορμό της βαλανιδιάς, από την εκροή υγρών που χρησιμοποιείται στην βαφική κν. Τιτζίδι Κηλίζω = αποχτώ κήλη Κηλώνιν, τζιηλώνιν = αρχ. κήλων επιβήτορας, ίππος, τράγος, πετεινός, όνος κ.α. Κηλωνικά = τα επίβητρα, τα χρήματα που πληρώνει κανείς στον κάτοχο του επιβήτορα Κηλώννω = απαλλάσσω Κημός, τζιημός = αρχ. κημός φίμωτρο των ζώων Κημώννω, τζιημώννω = αρχ. κημώ τοποθετώ φίμωτρο στα ζώα Κιακόνω = ζητώ ελεημοσύνη Κιβούριν = λάρνακα, φέρετρο Κιλάκιν = ένδυμα που καλύπτει τους ώμους Κίλλιν, κιλλόχωμαν = κόννος, αργιλώδες χώμα Κιλύφιν, κελύφιν = κέλυφος, θήκη Κινδυνώ = διατρέχω κίνδυνο Κινητικός = κινητός, που προκαλεί διάρροια Κινητός = κινητή περιουσία Κινούμενα = κινητή περιουσία Κίντι κίντι = σιγά σιγά Κιόνιν, τζιόνιν = κολόνα, άγαλμα, άσπρο μάρμαρο Κιρίτσιιτσιιν = το όμορφο λουλούδι της άνοιξης κν. Γατούλες Κιρτάριν = κριθάρι Κισάρα, κισήρα = αρχ. κίσηρις στείρα γυναίκα Κιτρινιάρης = κίτρινος στην όψη Κιτρομηλία, κιτρομηλιά = αρχ. κίτρον νερατζιά Κιτρόμηλον, τζιιτρόμηλον, τζιίτρον = ο καρπός της οξινόκαρπης και της γλυκόκαρπης κιτρομηλιάς, νεράτζι, κίτρο Κκιοφτέριν = πλακούντιο απο μουσταλευριά Κκιοφτές = κεφτές (κόφτει = κόπτω) Κότσιιν = αρχ. κόττος αστράφαλος ποδιού, νύχια πετεινού, παιγνίδι, μτφ. Αντοχή, δύναμη Κλαδίν = κλάδεμα, κλαδιά Κλαούρα = ξηρά κλαδιά Κλαώννω = ανεβαίνω στο καλδίν για να κουκκουλλώσω Κλάματα = το λουλούδι αθάνατο κν σταθόρι Κλαματοβρόσια = δάκρυα που σχηματίζουν βροχή Κλαμόντα = κλαίοντας Κλαμούμενος = που θρηνεί Κλαμούρα = συνεχές κλάμα Κλαμουραρκόν = συνεχές και έντονο κλάμα Κλαμουρίζω, κλαμουρώ = κάνω να κλαίει Κλαμούρισμαν = συνεχές κλάμα Κλαμουριστός = κλαμένος, κλαίγοντας Κλαμουρκόν, κλαμουραρκόν = συνεχές κλάμα Κλαννής = που κλάνει Κλαννιάρης, κλαννιαρκά = που κλάνει συχνά, εγωϊστής Κλαννοκοπώ = κλάνω αδιάκοπα Κλαννού = γυναίκα που πέρδεται υπερβολικά μτφρ. Φαντασμένη Κλαόμαντρα = μάντρα αιγοπροβάτων, το περιτείχισμα της οποίας είναι φτιαγμένο με κλαδιά Κλάουρα = φρύγανα Κλάος = κλαδεμα Κλάππα = περιοχή κάτω από το γόνατο, τρικλοποδιά, εμπόδιο, ξύλινο και βαρύ τετράγωνο εργαλείο που δένουν στα μπροστινά πόδια των φοράδων όταν τις αφήνουν ελεύθερες Κλαππής = βόδι που όταν βαδίζει το ένα του πόδι χτυπά το άλλο με αποτέλεσμα να πληγώνεται Κλαππιά, κλαππίν, κλάππος = τρικλοποδιά, σιδερένιο μαντάλι, σύρτης, βηματάκι,, καταδολίευση Κλαππιτήριν = παγίδα, τρικλοποδιά Κλαππωμένος = αλυσοδεμένος Κλαππώννω = βάζω κλάππα σε κάποιον Κλειδκιάζω = αγκαλιάζω σφιχτά Κλείδκιαση, κλείδωση = κλείδωση, αρμός Κλειοστομιάζω = κλείω ερμητικά το στόμα και δε μιλώ, σιωπώ Κλειοστόμιασμαν = ερμητικό κλείσμο στόματος κυρίως κατόπιν φίμωσης Κλειοτζιέρης = κριάρι του οποίου τα κέρατα σχηματίζουν καμπύλη Κλεισούρης = μοχθηρός, χαιρέκα Κλειστόπκιασμαν = τέτανος Κλερικός = ιερωμένος Κλερονόμος, κλορονόμος, κλερονόμισσα = κληρονόμος, δικαιούχος, διάδοχος Κλεφτούρης = επαγγελματίας κλέφτης Κλεφτοφάναρον = φανός μπαταρίας Κλεψιά = κλοπή Κλεψιμιός = πρόσωπο ή πράγμα που είναι αποτέλεσμα κλοπής Κλεψοσύνη = κλεψιά, κλοπή Κλήματζιία = κληματόβεργα Κλήρα = κληρονομιά, μερίδιο από κληρονομιά Κλιάριν = κριάρι Κλιάρος = κριάρι Κλιθθαροθέριν = θέρος κριθαριού Κλιμάρκα = φυσικά σκαλώματα από πέτρες Κλινίσκω = γέρνω, ελίσσομαι Κλιτταρκά, κριθαρκά = σπυρί στο άκρο του βλεφάρου, κριθαράκι Κλιώ = κλαίω Κλόκκος = σύκος ή άλλος καρπός τελείως άγουρος ηχομιμ. Κλόσσια = αρχ. κρόσσος οι άκρες του νήματος μετά την ύφανση που δένονται σε διάφορα σχέδια Κλοτσοκοπώ = κλοτσώ δυνατά πολλές φορές Κλότσος = δυνατή κλοτσιά που χρησιμεύει ως αντέρεισμα της καμάρας Κλουβοτζιέρης, κλουβοτζιέρας, κλουβοτζιέριν = τράγος και κριός με κέρατα γυριστά προς τα πίσω ώστε να πλησιάζει το ένα το άλλο Κλουθώ, κλουφώ = ακολουθώ Κλύζω = αρχ. κλύζω πλημμυρίζω Κλυσμένος = έρημος, καταστραμμένος Κλυσμονόματος = αντίθετο του γλυκονόματος Κλυστήριν = όργανο με το οποίο γίνεται στο κλύσμα Κλωθοϋρίζω = σπαταλώ το χρόνο μου, κάνω βόλτες γύρω, περικυκλώνω Κλωθοΰρισμαν = κυκλική κίνηση, το στρίψιμο του δρόμου Κλώσμαν = λύγισμα, στροφή του δρόμου, πονηριά Κλωσματούιν = μικρή στροφή του δρόμου Κλωσσαρκά = κλώσσα Κλώστρα = γυναίκα που κλώθει κυρίως το μετάξι Κλωστρόν = λεπτό νήμα, βαμβακερό, αγοραστό, κλωσμένο, ελικοειδές Κλώστρος = κλωσμένο νήμα, στρούνος ή αρκόκλημα ή πλοκάδι ή κληματίδα Κνάσον, κνάσαρον = μικρό ξερό κλαδί, χόρτο, θαμνώδες φυτό αρχ. κνω Κνήθουμαι, κνήθω = ξύνομαι λόγω κνησμού Κνήσμαν = φαγούρα Κνησμάρα = φαγούρα Κνήσιος = γνήσιος Κνυζίν = αρχ. κνύζα βότρυς, τσαμπί Κνυζοβάσταον = μίσχος τραμπιού, μετά που θα φαγωθούν οι ρώγες Κνυζώννψ = πιάνομαι από κάποιον δυνατά, κολλώ πάνω σε κάποιον Κνυζωτός = στερεωμένος σαν κνυζί Κόβγω, κόβκω = εκτελώ, αποκεφαλίζω, κόβω, διανύω, απορρίπτω Κόγγλος, κλόγγος = κόμβος, άρθρωση, σφυρά ποδιού, κόνδυλος Κογγώ, κουγγώ, κογγύζω = γογγύζω, βογγώ, δυσανασχετώ Κοιμηντήριον = νεκροταφείο Κοιμήσιεια = ύπνος Κοιταμένος = πλαγιασμένος Κοίτη = κρεβάτι, στρώμα Κοκκαλέτρα = μυλόπετρα Κοκκάλισμαν = τραγάνισμα Κοκκαλίστρα = κόκκαλα μτφρ. Σώμα άσαρκο Κοκκαλιώ = κοκκαλίζω = τραγανίζω Κοκκάρνιν = νεαρό κριάρι που προορίζεται για επιβήτορας Κοκκίζω = κογγώ Κοκκοδάμαλον = μοσχάρι Κοκκολόημαν = μάζεμα ένα προς ένα Κοκκολοΐστρα = ράβδος με την οποία ρίχνουν τους καρπούς από τα δέντρα Κοκκολόος = αυτός που κοκκολοά, ανθολόγος Κοκκολοώ = σταχυολογώ, μαζεύω ένα ένα τους κόκκους Κοκκομηλιά = η βαμβακιά που έχει ακόμα πάνω της τα καρύδια της Κοκκομήλλα = σπόρος χαρουπιάς Κοκκόν = καρποί και γλυκά που δίνουν στα παιδιά Κοκκονέτιν = γεμάτο κοκκόνες Κοκκόνιν = Ησυχ, κοκκόνοι πυρήνας, βαμβακόσπορος Κοκκοπέτρικα = χωράφια γεμάτα πέτρες Κοκκορίφιν = νεαρός τράγος Κοκκοσύρης = που σύρει κόκκους μικρών συκοφαντιών, συκοφάντης Κοκκοτάριν = πάτημα μικρού βοδιού Κοκκύζω = κατονομάζω, φωνάζω Κοκονεύκουμαι = συμπεριφέρομαι ως κοκόνα Κολάζω = κάνω να αμαρτήσει, σκανδαλίζω Κολασμός = τιμωρία Κολαστήριον = τρόπος βασανισμού Κολατζιάρης = που καλοπιάνει Κολατζιεύκω = κολακεύω Κόλιαντρος = σαλατικό χόρτο Κολιοπανάϋρον = σωρός ανθρώπων, άλλως κολιοσώρεμαν Κολλαδίζω = αναδίδω μεγάλη φλόγα με κρότο Κολλατσίνα = αρχ. κόλλα κολλώδες φυτό Κολλυφάρης = που μοιράζει κόλυβα Κολλυφόζουμον = ζουμί των κολύβων με σησάμι και μαύρο μέλι Κολλώ = αρχ. κολάζω δίδω, αποδίδω, μεταδίδω Κολόκα, κολότζιιν = κολοκύθι, φλασκί Κολοκάσιν, κολοκάτσιν = κολοκάσι Κολοκόσσιηνα = μεγάλη άγρια χήνα Κόλοκος = μεγάλο κολοκύθι, μτφρ κουτός Κολοκούιν = πούλα, καρπός της κολοκυθιάς Κολοφάς = που τρώει πολύ τα κολοκύθια Κολοκωτή = είδος γλυκού σε πίτα που γεμίζεται με κολόκι, πουργούρι, σταφίδες Κολόντερον, κολάντερον, καλωφάτσαρον, κολάντερος = αρχ. κόλον έντερον το παχύ έντερο που καταλήγει σε αφεδρώνα, Κολοτζιά = κολοκυθιά, νεροκολοκυθιά Κολοτζιαρκά = που παράγει άφθονα κολοκύθια Κολοτζιάζω = κιτρινίζω κυρίως από υπερβολική υγρασία, γίνομαι κούφιος Κολοτζιύθθας = έντομο κρομμυδοφάγος, κολοκύθας Κολοφυζκιά = γύλλο του κολοκασιού Κολυβάντ α= να επιπλέει, επιπλέοντα Κολύμπα, κόλυμπος = μιρκή λίμνη που σχηματίζεται από τη βροχή, αρχ. κόλυμβος Κολυμπάτη = υ μαύρη ελιά του βαρελιού ή του κουμνιού που διατηρείται στην άλμη Κόλυμπος = αρχ. κόλυμβος λίμνη Κολυμπωμένος = λιμνασμένος Κολώτας = τράγος, βόδι κ.α. με κομμένα αυτιά Κόμμαν = αποκοπή, κόψιμο, ειδκό εργαλείο με το οποίο ισοπέδωναν το σιτάρι στο χείλος του κιλού Κομματέ = κόματτος, σωματώδης γυναίκα Κομμοκεφαλιάζω = αποκεφαλώ Κομμοκέφαλος = που του έχει κοπεί το κεφάλι Κομμόσιειλος = με κομμένα σαν λαγού χείλη Κομπιάρικος = καρπός της χαρουπιάς που προσβλήθηκε από αρρώστια Κομπούιν = κομπόδεμα Κόμπωμαν = απάτη, πλάνη Κομπωτής = άπιστος, απατεώνας, πλανευτής Κονία = αρχ. κονίς σκόνη Κονίδα = αρχ. κονίς αυγό της φτείρας Κονιάρης = που έχει στα μαλλιά του αυγά φτείρας Κονίδιν = αυγό φτείρας Κονναριτζιής = που τρώει πολλά κόνναρα, που πουλά κόνναρα Κονναρκά = αρχ. κόνναρος ο θάμνος που κάνει κόνναρα Κόνναρον = καρπός της κονναρκάς ή παλλούρας Κοννιώ = ακονίζω Κόννος = Ησυχ. Κόννα είδος αργιλλώδους χώμαρος με το οποίο οι χωρικοί φράσσουν τις στέγες των σπιτιών των χειμώνα Κοννώνω = βάζω κόννος στη στέγη για να φράξω τυχόν ρωγμές Κοντά = ταινίες με τις οποίες έδεναν οι κυνηγοί τα πόδια των γερακιών Κοντάριν = σιδερένια ράβδος στο άκρο της οποίας προσδένεται ύφασμα για το καθάρισμα του φούρνου πριν την τοποθέτηση ψωμιών Κονταροξυλίζω = δέρνω ή εξολοθρεύω με κονταρόξυλο το κονταρόξυλο που κρατά ο Άις Γιάννης ο Λαμπαδιστής για να εξολοθρεύει κοριούς και ψύλλους Κονταρόξυλον = ειδκό εργαλείο με το οποίο παραμέριζαν τα κάρβουνα του φούρνου Κονταντζιινός = κοντός, βραχύσωμος, που βρίσκεται κοντά Κοντεύκω = πλησιάζω Κοντέψιμον = πλησίασμα Κοντζιύστρα, κουντζιύστρα = βογγητό Κοντζιύστώντα = γογγώντας Κοντοβαρώ = κοντοστέκω, βραδύνω το βήμα Κοντοκότσης = ζώο με χαμηλό αστράγαλο και μικρή απόσταση του κυρίως νυχιού από το άλλο Κοντοκρατώ = συγκρατώ, παρεμποδίζω Κοντολογιά = συντομία, συντομολογία Κοντολόημαν = βραχυλογία Κοντολοώ = λέγω λίγα λόγια, είμαι σύντομος Κοντόν = σε μικρό χρονικό διάστημα Κοντονούρης = με κοντή ή κομμένη ουρά Κοντοπάλλουκον = μικρόσωμος, κοντός σαν παλούκι Κοντοπίθαρον = μικρόσωμος, χαμηλός Κοντοπότσης = που έχει κοντά πόδια, μικρόσωμος, χαμηλός, που ζητά να φαίνεται μεγάλος Κοντοσκαλώννω = σύρω με το άροτρο κοντές αυλακιές γιατί το χωράφι δεν έχει αρκετό πλάτος ή μήκος Κοντοστέκουμαι = σταματώ για λίγο Κοντοσυνάουμαι = πλησιάζω πολύ κοντά σε κάποιον ή σε κάτι Κοντοσωρεύκουμαι = συμμαζεύουμαι πολύ κοντά σε κάποιον ή σε κάτι Κοντόττερος = στενότερος σε συγγένεια, πλησιέστερος Κοντοΰριν = σύντομη παρακαμπτήρια οδός Κοντοφθάνω, κοντοφτάνω = προλαβαίνω, πλησιάζω Κοντοφωθκιάζω = βλέπω μόνο από πολύ κοντά Κοντόφωτος = κοντόφθαλμος Κοντοχάματσος = πολύ κοντός Κόντυλος, κόντυλον = αρχ. κόνδυλος κόνδυλο, χοντρό άχυρο, απανεμίδι Κοντυλερή = τόπος γεμάτος με κόντυλα Κοντυνίσκω = γίνομαι κοντός Κοντύριν = σύντομος δρόμος Κοντύσιν, κοντύσιιν, κοντώσιν, κοντώσιιν, κουντούσιιν = το βραχύτερο επιμηκές αντικείμενο σε σύγκριση με κάτι άλλο που είναι μακρύτερο, κοντό ξύλο, πολυτελής χρυσοκέντητος επενδυτής, μακρύ ξύλο, διχαλωτό με το οποίο σπρώχνουν τα κλαδιά στο φούρνο, εξωτερικός αγκώνας του τοίχου, νεροχύτης, κτιστός διανομέας νερού για την ύδρευση της γειτονιάς, μισθός, αμοιβή Κονυζερή = αρχ. κόνυζα μέρος στο οποίο αυτοφύεται ή αφθονεί ο κόνυζος Κονυζιιά = το φυτό κόνυζος Κονύζιν = μικρός κόνυζος Κοπή = αρχ. κοπή αφθονία, πλήθος, αγέλη Κοπίδιν, κοπίιν = κοφτερό εργαλείο με το οποίο κόβουν τα σίδερα, μαχαίρι υποδηματοποιών Κοπρικά, κόπρικα = κοπριά Κοπριστόν = χωράφι λιπασμένο με κόπρι, εύφορο Κοράζινος, καράζινος = είδος κορακιού Κορακισμένον = πιάνομαι από βατό Κορασάτα = τα αίματα από τη διακόρευση της νύχτας του γάμου, σημεία της παρθενειάς Κορασιά = παρθένα, κορίτσι Κορασολόι = άθροισμα κοριτσιών Κόρασος = μεγάλη κοπέλα Κορατζιίζψ, κορακώ = σκαλώνω, αγκριστρώνομαι, πίανομαι από κάπου Κορδαίνω = τεντώνω χορδή Κορδώννω, κορτώννω = τεντώνω χορδή, τεντώνω, επαίρομαι, κομπάζω Κορίλλων = αγγειοπλάστης, λαγήνας αρχ. κολλύριον Κόρκα, κόβκα = κόπρια, ακαθαρσία Κορμαλιάς, κορμαλιά ς= μεγαλόσωμος άντρας Κόρμη = κορμός δέντου Κορνιάζω = μουδιάζω, παραλύω Κορνιαχτίζουμαι = σκονίζομαι Κορού, κορούα = αρχ. κόρη κόρη, οφθαλμός άνθους, μπουμπούκι, είδος ανεμώνας, αυγό προς επώαση Κόρπος = καρδιακή προσβολή, εγκεφαλικό Κόρτα, κόρδα, κορτίν, κορδίν = αρχ. χορδή φωτογραφία, ωραία γυναίκα, χορδή βιολιού, ανέμης, φέτα, νέφος που έιναι έτοιμο να ξεσπάσει σε βροχή Κορτάτος = ραγδαίος για βροχή Κορτοκόβκω = κόβω σε φέτες Κορτόκομμαν = το κόψιμο του ψωμιού σε φέτες Κορτοποδκιάζω = τα πόδια μου γίνονται σαν ξύλα, τεντώνω τα πόδια Κορυζιιάζω = αρχ. κορυζάω διψώ πολύ, πάσχω από κόρυζα Κορυζιασμός = μεγάλι δίψα Κορύπα = είδος πήλινου αγγείου για νερό Κορυπάς = που φτιάχνει πουλά κορύπες Κορυποστάτης, κορυποστάς = στασίδι κορύπας Κορφκιάζω = βάζω στον κόρφο μου Κορώνα, κόρωνος = αρχ. κορώνη κορώνα Κορωνιά = η φωλιά της κορώνας Κορώνιν, κορωνίιν = δυό μικρά ξύλα που συνδέουν με λουριά το ζυγό με το άροτρο Κορώννω = γίνομαι κορούα Κορωνομούττης = μύτη κορώνας Κοσμικά = γενική και ομοιόμορφη βροχή Κοσσινάς = πηγή από πολλά σημεία της οποίας αναβλύζει προς το πάνω άφθονο νερό, έιδος κοσκινομαντείας Κοσσινίζω = κοσκινίζω μτφρ υπερέχω Κοσσίνισμαν = κοσκίνισμα Κοστίν, κοστούιν, κοστέτιν = κολόκι με διπλό εξόγκωμα, μπαρουτοκολοκύθι, φλασκί Κόστος = αρχ. κόστος αλευρώδης ουσία που βγαίνει από φθαρμένο ξύλο Κόστωμαν = θανατηφόρο χτύπημα, μώλωπας Κοστώννω = φθείρω, μελανιάζω με κτύπημα (σκοτώνω) Κότροφον = οικόσιτο ζώο Κοσταντηρίζω = περπατώ κάνοντας κοτσαντήριν Κοτσαντήριν = το παιγνίδι κουτσό αρχ. ασκωλιασμός Κότσιν = αρχ. κόττος πλεξούδα, βόστρυχος Κοτσιινάιν = η μπογιά με την οποία βάφουν τα χείλη Κοτσιίνιν = είδος στρογγυλού πεπονιού Κοτσιινόβουκκος = με κόκκινα μάγουλα, ροδόκοκκινος Κοτσιινογερακού = η αίγια που έχει στο σώμα της άσπρα και κόκκινα στίγματα Κοτσινοκολοτζιά = κοκκινοκολοκυθιά Κοτσινοκούρκουμη = αίγια με κόκκινο τρίχωμα και άσπρο στος κρόταφους Κοτσινόκωλος = πίθηκος Κοτσινόμματος = με κόκκινα μάτια Κατσινοσφιλιά = κράταιγος ο μονόγυνος, θάμνος ή δέντρο φυλλοβόλο, τρικουκκιά, μερμελίτσα Κοτσινοπάμπακα = βαμβάκι κατώτερης ποιότητας χρώματος ανοικτού καφέ, ύφασμα από βαμβάκι βαμμένο με φελλούς πεύκων Κοτσινοπούππουγος = εριθανός, κοτσινολαίμης Κοτσινοσιειλούσα = με κόκκινα χείλη Κοτσινοφόρος = δικαστής Κοτσινοφορού, κοτσινοφορούσα, κοτσινοφορήτισσα = που φορά κόκκινα Κοτσινόψα = προβατίνα με κοκκινωπό πρόσωπο Κοτσίρκας, κοτσιρκάς = ρυάκι γεμάτο κότσιρα, οχετός μέσω του οποίου οι ακαθαρσίες μεταφέρονται σε χείμαρρο Κοτσιρογάουρον = κόπρανα γαϊδάρου Κοτσιρόγια = κόπρανα αίγιας Κοτσιρολάουδον = τα κόπρανα του λαγού Κοτσιροπάμπουλος = αρχ. βομβύλιος σκαραβαίος, σκατοπάμπουλος Κότσιρος, κοτσίριν, κοτσιρίν = σκατό Κόττημαν = πάτημα Κοττημένη = συμπιεσμένη, πατημένη Κοττίζω, κοττώ = αρχ. κοττώ συνθλίβω, κτυπώ, δίδω στο χέρι, κοττώ βούρος Κοττοφτείρης = που κοττά φτείρες, επίμονος Κουαρίστρα = κουβαρίστρα Κουαρκάζω = τυλιγώ σε κουβάρι Κουβαλητός = έποικος, με όλα τα υπάρχοντα του, δια της βίας Κουβαρκαστός = στριμωγμένος σαν κουβάρι Κουβλώννω = καθιστώ κάτι κούφιο Κουγκιά = σπρωξιά Κουδούκα, κουδούπα = αρχ. κώδις μεγάλος, χόντρος και κοίλος κορμός δέντρου μέσα από τον οποίο διέρχεται το νερό που περιστρέφει τον υδρόμυλο μτφρ, χοντρή και άσχημη γυναίκα Κούζος = μεγάλη κούζα χωρητικότητας 3-5 οκάδων, εναέριος καταβολάδα Κουζούλα = πρέμνο, κορμός δέντρο Κούζουλος = χοντρός, άξεστος μσν κούζουλος Κουζουπώννω = κατατρώω Κούζω = αρχ. κοΐζω = ξεφωνίζω, φωνάζω γοερά, προβάλλω ως δικαιολογία, προφασίζομαι Κουζώννω = κάνω εναέριες καταβολάδες Κούι κούι = ηχομιμ. Επίκληση χοίρου Κούκατζιην = ο φύλακας του κούκου Κούκκαρα = αφράγια αμύγδαλα Κουκκόπλακα = η πλάκα πάνω στην οποία τα παιδιά παίζουν το παιχνίδι κούκος Κουκκουμάρα = πήλινο αγγείο για νερό Κουκκουμάς = συμάζεμα των χειλιών ώστα να φαίνοται μικρά Κουκκουμώνω = συμαζεύω τα χείλη μου από περηφάνια για να φαίνονται μικρά, καμαρώνω Κουκκουπήριν = είδος σημάντρου στις εξωτερικές πόρτες αντί κουδουνιού Κουκκουρκά, κουκουργιά, κουκκουρίν = κοφίνι μακρύ και ψηλό για μεταφόρα των χοίρων, ορνίθων κτλ. Κουκκουρκασμένος = κατάξερος, καημένος Κούκκουρον, κουκκουρούιν = παξιμάδι που συνήθιζαν να φτιάχνουν το Πάσχα Κουκκουρώννω = καίω, ξηραίνω Κουκκουτάζω = κάνω τη φωνή της κότας όταν γεννήσει αυγό Κουκκουτή = κάτι που κουκουτάζει Κουκκούτιν = ηχομιμ. Γουρούνι Κουκκούφα, κουκκουφέλλα = φλοιός ροδιού, καρπός του οποίου το εσωτερικό φαγώθηκε από τα πτηνά, γυμνό κρανίο, ονειδισμός για κεφαλή, η μουρμούρα γυναίκα, η ατιμασμένη κοπέλα Κουκουφάς, κουκκουφάς = κουκουβάγια Κουκουφκιά = χτύπημα με το ράμφος Κουκκουφκιάος, κουκκουφιάες = κουκουβάγια Κούκουγος = εντελώς μόνος Κουκκουφώ, κουκκουφώ, κουκκουπώ = ενοχλώ, στεναχωρώ Κουκούνα = ψημένη πίτα χωρίς λάδι κν πούλλα Κούλας = αρχ. κυλλός κουτσός Κουλλουπίζω = ψιλοβρέχω Κουλλουπκιά = σταγόνα Κουλλούρα = μεγάλο κουλούρι, οι τούμπες που κάνει ένας σκύλος προς τον αφέντη του από χαρά Κουλλουρκάζω = περιτυλίγω, τυλίγω σαν κουλούρι Κουλλουρώννουμαι = κουλουριάζω Κουλουβαρτζιά = σύνολο βαρυφορτωμένων πλοίων Κουλουκαρκά, κουλουτζιαρκά = σκύλα σε περίοδο λοχείας, με κουτάβια Κουλουλώ, κουλουλίζω = περιποιούμαι, χρονοτριβώ, αναβάλλω Κουλούμπρα = Ησυχ. Κόρυμβος η λαχανώδης γογγυλοκράμβη Κουλουμάς = ευτραφής σκύλος Κουλουμώ = κινούμαι, λαχτώ Κουλούτζιιν = αρχ. σκυλάξ, σκυλάκιον κουταβάκι, εξαρτήματα της ξυλοκλειδαριάς, μτφρ αδαής Κουμαρκά = αρχ. κόμαρος ζίζυφος ο εδώδιμος Κουμούτσιιν = ράμφος, συνάθροιση Κουμουτσωμένος, κουμουτσωτός = συγκεντρωμένος, συμμαζεμένος Κουμπίν κουμπίν = ακουμπώντας, στηριζόμενος Κουμπίστρα = κάτι πάνω στο οποίο ακουμπά κανείς για να ανακουφιστεί από σωματική κούραση Κουνεττίν = νωθρό και τεμπέλικο σκυλί Κουνίζομαι = κουνιέμαι, κινούμαι Κουννίζουμαι = τρίβομαι στο χώμα, διευθετώ το πτέρωμα με το ράμφος μου Κουννίστρα = τα μικρά λακάκια με το λεπτό χώμα ή άμμο όπου κουννίζουνται οι όρνιθες Κουνουκλιά = ξισταρκά Κούνος = αρχ. κύων σκύλος, τεμπέλης Κουνόσσιυλλος = τεμπελόσκυλος Κουντζιύστρας = βόδι που τη νύχτα κογγά, σημάδι ότι θα πεθάνει ο κύριος του Κουντζιυστώντα = βογγώντας Κούντημαν = σπρώξιμο Κουντητόν, κουντητός = με το σπρώξιμο Κουντουπού, κουντουμπού = μυλόπετρα, κόσκινο Κουντούρα = μικρόσωμη, αγαπημένη (χαϊδευτικά), σύντομη, γυμνή, ζιζάνιο αίρα ή νήρα των σιτήρων Κουντούρεμν = το να κάνει κάποιος τον κοντό Κουντούριν, κουντούρης, κουντουρού = μικρό, χαμηλό, χωρίς ουρά Κουντουρκάζω = μακροκλαδεύω το αμπέλι Κουντουρκαρίιν = ψουμί από αλεύρι με κούντουρα Κούντουρος = γυμνός, κοντός, με κοντή ουρά Κουντώ = αρχ. ακοντίζω σπρώχνω βίαια Κουνώννω = καθιστώ φανερό, επισημαίνω με διακριτικό σημάδι Κουπαάτσος = μεγάλο κοπάδι Κουπάιν = κοπάδι Κουπανιά = δαρμός, κτύπημα με κόπανο Κουπανίζω = κτυπώ δυνατά, ξυλοκοπώ, κτυπώ στο γουδί Κουπάνιν, κουπάνα = αρχ. κόπανον κόπανος, ξύλο με το οποίο χτυπούν τα σταφύλια για να βγάλουν περισσότερο μούστο, ξύλο με το οποίο χρυπούν τον καφέ, τα ρούχα κτλ. Κουπανιώ = δέρνω, κτυπώ με κόπανο Κουπαόλακκος = πηγάδι απο όπου αντλούν νερό για τα αιγοπρόβατα Κούπατζιης = κατασκευταστής και πωλητής κούπων Κουπατζιά = κοπάδι Κούπος = κόπος Κουρά = κούρεμα Κουράσιν, κοράσιν = τελείως άωρος καρπός Κουράτσιιν = βραχώδης και άγονη γη με ελάχιστη ή καθόλου υγρασά και γεμάτο κροκάλες Κουρέλλιν = αρχ. κυρίλλιον στενόλαιμο πήλινο αγγείο Κουρελλός = ανοιχτόλαιμη στάμνα με δυό λαβές στο λαιμό, χωρητικότητας 4-5 οκάδων για την μέτρηση του γάλακτος, πήλινο δοχείο για διατήρηση χαλλουμιών Κουρέπα, κουρούπα, κουρέπης = κεφάλι με κουρεμένα ή εμφανώς κοντά μαλλιά Κουρία = Ομηρ Κουρίξ = η κορυφή της κεφαλής Κουρίζω, κουρκάζω = κόβω σε μικρά τεμάχια Κουρίν, κουρκά = αρχ. κούρος κομμάτι, λιπόλεπτος ύπνος Κουρκουλιάζουμαι = σκεπάζομαι καλά Κουρκούλισμαν = χασμουρητό Κουρκουλιαστός = χασμουρητό Κουρκουλλίζω = ηχομιμ. Για το κάμηλο που βρίσκεται σε οργασμό, για την κοιλιά που γουργουρίζει Κουρκουρίζει, κουκκορίζει = για τα έντερα ή στομάχι όταν είναι άδεια και γουργουρίζουν Κουρκουτάς, κουρκουθάς = μεσν κουρκούτιν είδος μικρού κροκοδείλου Κουρκουτόχωμαν = έδαφος ασβεστώδες με ελάχιστη ή καθόλου συνεπτικότητα με μικρά πετραδάκια όπου φωλιάζουν οι κουρκουτάες Κουρκούτζιελλος = κουρκούτιν + αρχ. είκελος = καλικάντζαρος Κουρκούτζιιν = κιρκίτζιιν = καλικάνττζαρος Κουρμελιάς, κουρμελιά = μεγαλόσωμος με ωραίο σώμα Κούρμη = κορμός Κουρουππάιν = κουλουριασμένος, σωρός Κούρρης = που τρυπώνει παντού προσποιούμενος τον κακομοίρη Κουρρώννω = κατσουφιάζω, συμμαζεύομαι για τα προφυλακτώ από κάτι Κούρταλλος, κουρτελλος = αρχ. κυρτός υπέργηρος, κυρίως για το γέρο-χειμώνα Κουρτούλλα = αρχ. κορδύλη γυναίκα που κάνει κάτι βιαστικά και ψεύτικα Κουρτουλλιάζω, κουρτουλώννω = αρχ. κορδύλη γεμίζω σπυριά Κουρτούλλιν = σπυράκι Κουρτουνιά, κρουτουνιά = αρχ. κροτών κρότος ή ρίκινος Κουρτούνιν = τσιμπούρι Κούστος = αξία, τιμή Κουστρουππούιν = θωπευτική λέξη για τα μωράκια το σχήμα του κεφαλιού των οποίων δεν έχει ακόμα διαμορφωθεί είναι ασύμμετρο και φέρει κουστρούππες Κουτάλα = χάλκινη τρυπητή κουτάλα, βραχίονας, ωμοπλάτη, νωμιά αρχ. σκυτάλη Κουταλεύκω = ταΐζω με το κουτάλι Κουταλίστρια, κουταλιά = κουταλοθήκη Κουταλλιώνας = θήκη κουταλιών Κουτεντές = ανόητος, τεμπέλης Κουτζουλλής = απατεώνας, κατεργάρης Κουτίν = χοίρος μσν κουκούτιν Κουτουκλώ = ξεχειλώ Κουτουκούλιν = συμπαίγνια, πλεκτάνη Κουτουλλίν, κούτουλλος = αρχ. κότυλον χτυπώ με το κεφάλι ή τα κέρατα Κουτούμπα = τούμπα, αναποδογυρισμός Κουτρουννιάζουμαι = διακατέχομαι από ξεδιάντροπη επιθυμία για κάτι Κουτσαγγάς = αγγειοπλάστης, τσουκαλάς Κουτσάγγιν, κουτσάντζιιν = πήλινο αγγείο που δεν ψήθηκε μικρά χειροκίνητα εργαλεία Κούτσαλα = με τον τρόπο του κουτσού σιγά σιγά Κουτσάλιν, κοτσαύλιν = άνθρακας του φιτιλιού του λυχναριού ή του κεριού Κουτσανίσκω = γίνομαι κουτσός Κουτσαντήριν = βάδισμα ή πήδημα με το ένα πόδι Κουτσάρα = κούτσεμαν Κοτσαυλίζω = το κόψιμο του άνθρακα του φιτιλιού του λυχναριού ή του κεριού Κοτσέτιν = μικρός κουτσός Κούτση, κούτσα = κορυφή, κοφτερή όψη Κουτσιά = φυτό κουκιά Κουτσιίω, κουτσιώ = κόκκος + ίζω = ταΐζω ζώα με κόκκους κριθαριού, διοχετεύω πληροφορίες, σπρώχνω, παρασύρα, συμπίπτω Κουτσιίν = κουκί Κοτσιοζούμιν = ζουμί κουκιών, οποιοσδήποτε αραιός ζωμός Κουτσιοφάουκα = κουκκιά και φακές, τα όσπρια γενικά Κούτσιισμαν = άρτυμα Κουτσοβίλλης = με κοντό πέος, ανίκανος σεξουαλικά Κουτσουβρουλλού = που έχει κοντές πλεξούδες Κουτσογεναικάριν = μικρό κορίτσι που επιτηδεύεται τη νεανίδα Κουτσοδούλλιν = πρόχειρη δουλειά δευτερεύουσας σημασίας Κουτσοκουγγώ = είμαι επιφυλακτικός, κάνω πως δεν θέλω κάτι με την όρεξη μου Κουτσομούττης = με κομμένη μύτη, ζητιάνος Κουτσομουττίζω = κόβω την μύτη κάποιου, κόβω μύτη των κουκκιών προτού τα μαγειρέψω Κουτσομούττικος = που δεν κόβει Κουτσοούλλιν = μικροδουλειά, κυρίως μέσα στο σπίτι Κουτσοπερνώ = περνώ μετά δυσκολίας Κουτσοπετεινός = παπαρούνα Κουτσοπέτριν = χωράφι με πέτρες Κουτσοπίννω = πίνω λίγο ώστε να μη μεθύσω Κουτσοποδιάζω = τραυματίζω κάποιον στα πόδια, καθιστώ κάποιον κουτσό μες. Χάνω το ζώο ή βοηθό μου Κουτσοραφκιά = κουτσοράψιμο, τυχαία βελονιά Κουτσουβλιστά = σκουντουφλώντας Κουτσουκούτα, κουτσουκουτού = μσν κουκούτιν είδος μαύρης κατσαρίδας, μτφρ μικρόσωμη γυναίκα Κουτσουλιάζω = αρθρώνω τις πρώτες μου λέξεις Κουτσούλλα = στάχυς δημητριακών, δοχείο με σπασμένα χείλη, εργαλείο με σπασμένη λεπίδα Κουτσουλλίζω = κόβω τα άκρα τρυφερών βλαστών Κουτσούλλιν = ακέφαλο, κορυφολογημένο, κολοβό Κουτσουλλοκάρφιν = ελαττωματικό καρφί Κουτσουλλομούττικον = μαχαίρη με κομμένη την αιχμηρή άκρη Κούτσουλλος = κολοδός, βόδι ή τράγος με ένα κέρατο Κουτσουλλοφτάς = κουτσοφτάς Κοτσουρίζω, κουτσουρεύκω = κορφολοώ Κουτσιοφάουκα = όσπρια γενικά Κουτσιοφάσουλλα = κουκιά και φασόλια Κουτσοφτάς, κοτσοφτού = με κομμένο ή πληγωμένο αυτί Κουτσόφτερον, κουτσοφτέριν = πληγωμένο πουλί, μτφρ πληγωμένη κοπέλλα Κουτσοχάροντας = παλιόχαρος Κουτσώννω = κρύβομαι, κάμνω κούτσην, καθιστώ κάποιον κουτσώ Κουτσώντα = κουτσαίνοντας Κουφανίσκω = κωφαίνω Κουφάρα = κουφαμάρα Κούφη = κουφάλα Κουφή, κούφα, κούφος = έχινδα Κούφκη = κουφάλα Κοφινιά = αρχ. κόφινος δίχτυ που φυλάγεται το ψωμί Κουφόβραση = εξαιρετική ζέστη με υγρό καιρό κατά τους μήνες Απρίλη και Μάη Κουφοξυλιά = μσν κουφοξυλέα = ζαμπούκος Κουφοσίταρον = δαυλίτης σίτος Κοφτιανίσκω = κουφαίνω Κόφτουσα = το μέρος όπου κόβουν το νερό του μύλου Κόχλιν = κλωσμένο μαλλίν αρχ. κόχλω Κοψιάρης, κοψιάρισσα, κοψιάρκά, κοψιαρούα = δραπέτης, γεροντοκόρη, που ξεκόβει πίσω Κοψονούρης = ευφυής, εφευρετικός Κράγκα = Ησύχ. κραγγών κόρακας, καρακάξα, στρόφαλο, μτφρ δυνατή γυναίκα Κραζούμενος = γνωστός και ώς Κραμπίν = φυτό λάχανο Καμποπούλης = εκείνος που πουλά λάχανα Κράξιμον = φωνή του πετεινού, κλήση, πρόσκληση Κρασοπιννάς = που αρέσκεται να πίνει κρασί Κράσος = κρασί Κρατζιά = κράξιμο, δυνατή οργισμένη φωνή προς επίπληξη κάποιου Κράτημαν = ιδιοκτησία, κτήμα, δέσμευση, υποχρέωση, παρακράτηση Κρατημένος = υποχρεωμένος Κράτηση = δύναμη, ισχύς, άσκηση εξουσίας, ιδιοκτησία, κυριότητα, δέσμευση Κρεβαθκιά = στρώμα, το ποσό των δεματίων που χωράει το αμάξι μέχρι τις βρουντέλλες Κρεβατοστρώσιν = στρώμα Κρεμαστός = κρεμασμένος Κρεμάστρα= αγχόνη, προεξοχή στον εξωτερικό τοίχο ενός σπιτιού Κρεμμάιν = μικρός γκρεμός με φυσική κάλυψη Κρεμμαλλίζουμαι = κρέμομαι μετέωρος Κρεμμάλλιν = μικρός γκρεμός Κρεμμάντουλος = κρεμανταλάς Κρεμμαστάριν = τραμπί, κρεμάστρα Κρεμμασταρκά = κρεμάλα Κρεμμιστήριν = με σημασία προστ. Γκρεμίσου! Φύγε! Κρένω = κρίνω Κρίας, κριάς, κρικάς = κρέας Κριατοκολοτζιά = κολοκύνθη η μακρόκαρπος, κολοκυθιά της οποίας οι καρποί μαγειρεύονται ως λαχανικό με κρέας ενώ όταν μεγαλώσουν ωριμάσουν και ξηραθούν χρησιμοποιούνται ως μαχαιροθήκες και πηρουνοθήκες Κριθάλευρον = κριθαρένιο αλεύρι Κριθθαρία = κριθάρι αρχ. κριθή Κριματίζουμαι = αμαρτάνω, κολάζομαι Κρινίσκω = κρίνω, δικάζω, αποφασίζω Κρισιμένος = καταδικασμένος Κρίσιμον = κρίση, δίκη, αυτό που προνοεί ο νόμος για διάφορα αδικήματα Κρισολογίζουμαι = δικάζομαι Κριτηρεμένα = βασανιστήρια, βάναυσα Κριτηρεμός = βασανισμός Κριτηρεύγω = βασανίζω Κριτήριον = δικαστήριο, βασανιστήριο Κριτής = δικαστής Κροβάλλω, κροβαλίσκω = προκύπτω, προβάλλω, ακροώμαι Κρογελώ = μειδιώ Κρογονατίζω, προγονατίζω = κάμπτω ελαφρά το γόνατο Κρόδωμαν = γείσο της στέγης Κροή = ακρόαση Κροκαθιστός = που κάθεται στα άκρα των ποδιών του, που ελαφροκάθεται Κροκάθουμαι = ελαφροκάθουμαι, κάθουμαι ανακούρκουδα Κροκότσιινος = λίγο κόκκινος, υποκόκκινος Κροκούριν = τεμάχιο από τα άκρα του καρβελιού Κροκωλιά = βαθύ σκάψιμον, το παιγνίδι αλλαξοκωλιά Κρολοούμαι = αφουγκράζομαι, ωτακουστώ Κρομμύδιν = κρεμμύδι Κρομμυερή = φυτεία κρομμυδιών Κρόμμυος = μεγάλο κρεμμύδι Κρομόχτιν = διχαλωτό ξύλο με το οποίο σχηματίζεται το γείσο της στέγης Κρόννοιχτος = μισάνοικτος Κροννοίω = μισοανοίγω Κρονόληρος = φλύαρος, ξεμωραμένος Κοσσίδιν = αρχ. κοσσός τα ξυλάκια που μπήγονται στη μέση του ζυγού για να κρατούνται τα λουριά Κροτώ = αναγγέλλω, διαλαλώ Κρου = κτυπά Κρουζούνιν = κορδόνι, λουρί, περιλαίμιο, σκουραλίκια για ζώα Κρούζω = αρχ. κρούω καίω, πυρπολώ, κεντρίζω Κρούσμαν = κάψιμο, πυρκαγιά, κέντρισμα Κροφοούμαι = διστάζω, φοβούμαι λίγο Κρυάα, κρυάδα = κρύο, ψύχος Κρυαδερός = κρύος Κρυαμός = κρυολόγημα Κρυανίσκω = γίνομαι κρύος Κρυκαΐζει = κάνει κρύο Κρυκώννω = κρυώνω Κρυός = ψυχρός, παγωμένος Κρυότη, κρυκότη = κρύο, παγωνιά, κρυολόγημα Κρυφά = μυστικά, αφανέρωτα Κρύφτης = κρυψώνα, συρτάρι ερμαριού που ανοίγει με μυστικό τρόπο Κρώ = κρίνω Κτηνοβόλιν = κοπάδια ζώων Κτηνόν = ζώο Κτω = αποκτώ, κερδίζω Κυβέρτιν μσν κύβερτον = κυψέλη, φωλιά Κυδώνιον = κυδώνι Κυθήρες = κιφίρες Κυνόστομον, τζιυνόστομον = το μεταξύ του αντίχειρα ως το δείχτη διάστημα, σπιθαμή μήκος 7 ιντζών Κυρά = κυρία, αρχόντισσα, βασίλισσα Κύρης = αφέντης, ιδιοκτήτης, σύζυγος Κυρίτζης, κυρίτσης = κύριος, αξιωματούχος Κυτάριν = μήτρα μέσα στην οποία βρίσκεται το έμβρυο Κωλαράς = με παχιά πισινά Κωλαρκά = το άκρο, το κάτω μέρος του χωραφιού που είναι πιο γόνιμο, γυναίκα με χοντρά πισινά Κωλάς = με μεγάλους κώλους Κωλέ = με μεγάλους κώλους Κωλεί = εμποδίζει Κωλιάζω = τραβώ πίσω προς το κώλο Κωλίν = μικρός κώλος Κωλόβαττος = που έχει χοντρά και στρουμπουλά κώλα σαν βάττα Κωλοβούττης = κολυμβίδα (πτηνό) Κωλοϋρα, κωλοϋριση = κοφινιά, περιφέρεια και των δύο γλουτών, το κοφίνι και οι μυς του σφηκτήρα Κωλοκαθίστρα = κάθισμα Κωλοκολιός = κωροκολιός Κωλοκούκκουρον = το τελευταίο οστό της σπονδυλικής στήλης Κωλολάμπης = πυγολαμπίδα, λαμπυρίδα Κωλομέριν = γλουτός Κωλοπέτης = αυτού που τα πισινά κλίνουν προς τη μια μεριά Κωλοπρεπούθκια = αρχίδια Κωλόριζος, κωλοριζιά = ρίζα δέντρου που παραμένει μέσα στο έδαφος μετά από το κόψιμο του κορμού, παραφρυάδα Κωλορούφημαν = καχεξία ζώων Κωλοσυρματιά = ίχνη που αφήνει πίσω του το φίδι Κωλοσύρνω = σέρνω κάπιον ή κάτι, διαπομπεύω Κωλοσυρτός = περπατώ με τα πισινά μου, σέρνω κάποιον προς το μέρος μου, παρά τη θέληση του, φόρεμα που φτάνει ως τη γη Κωλοταυρίτης = ο μυς του σφικτήρα και του προστάτη Κωλοτρίβκουμαι = πλησιάζω κάποιον με ύπουλες προθέσεις Κωλοφάντης = που φαίνεται ο κώλος του Κώλυμαν = εμπόδιο Κωλυμένον = απαγορευμένο Κωλυώ = διστάζω, εμποδίζω Κωλώ = εμποδίζω, ενοχλώ Κωλώννω = δειλιάζω Κωμμοδικείον = δικαστήριο της πρώτης Αγγλοκρατίας στη Κύπρο Κωμοδρομείον = εργαστήριο κωμοδρόμου Κωμοδρομεύκω = ασκώ το επάγγελμα του σιδερά Κωμοδρομήσιμος = φτιαγμένος επιτοπίως από το σιδηρουργό Κωμοδρομιτζιή = του επαγγελμα του κωμοδρόμου Κωμοδρόμος, κωμοβρόμος = σιδεράς Κωνάριν = κρόμμυον το κοινόν, κουβάρι αρχ. κώνος Κωνίν = σκελίδα του σκόρδου αρχ. κώνος Κώπη = φουρνόξυλο , το χερούλι του φουρνοφκιού αρχ. κώπη Κωροκολιός = ελιοπότηρος αρχ. κώρυκος ΛΑΜΒΔΑΛαβόν = υπόψη Λαβρίζω = πυρώνω το φούρνο για να ψήσω κάτι Λάβω = τρελαθώ Λαβώννω = πληγώνω, βλάπτω Λαγγοδέρνω = αναπνέω βαριά μετά από τρέξιμο, βασανίζομαι, σπαρταρώ Λαγγόν = αρχ. λαγών τα εκατέρωθεν μέρη του υπογάστριου Λαγιάς = με τρίχωμα λαγού Λαγνίν, λαχνίν = λαχνός, κλήρος Λαγός = λαός Λαγχάννω = αρχ. λαγχάνω πέφτω στον κλήρο κάποιου Λαγωνικός = κυνηγετικό σκυλί Λαδάκονον = εργαλείο των παρπέρηδων με το οποίο ακονίζουν τα ξυράφια τους Λάδανος = αρχ. λάδανον φυτό κίστος που έχει αρωματικές ουσίες Λααρκόν = λαδοπωλείο, αποθήκη λαδιού Λαδερός = που περιέχει πολύ λάδι Λαζαρίν = κίτρινο χρώμα Λάζαρος = η κίτρινη μαργαρίτα των αγρών Λαζαρώματα = σάβανα Λάζουμαι = λαχταρώ, σφαδάζω Λαϊκός = ιερωμένος, μοναχός, κοσμικός Λαιμά = εσωτερικό λαιμού Λαϊτζιειανή = ποικιλία συκιάς από τη Λαοδίκεια Λακάνη = λεκάνη Λακανώννω = κάνω λεκάνη γύρω από τον κορμό δέντρου για την άδρευση Λακεία = Λαοδίκεια Λακκίν= μικρό πηγάδι Λακκοκούφα = λαγκούβα, βαθούλωμα Λάκκος = αρχ. λάκκος πηγάδι Λακκοτρυπίτζιη = το επάγγελμα του λακκοτρύπη Λακτοπατώ = ποδοπατώ, κλοτσοπατώ Λαλάτζιιν = μσν λαλάγγιον είδος τηγανίτας, λουκουμάς, τελείως ώριμο σύκο Λαλί! = αλίμονο Λαλιά = ομιλία, γλώσσα, φωνάζω Λάλλαρος = ηχομιμ. Λιοπύρι, υπερβολική ζέστη Λαλώ = λέγω, μιλώ Λάμνη = αυλάκι στα έσω τοιχώματα του φούρνου όπου μετατωπίζουν τα κάρβουνα Λάμνημαν = ξεκίνημα, αρχή Λαμνίν = ξεκίνημα, περπάτημα, ο στενόμαρκος σωρός από μάλαμα Λαμνός = ξεκίνημα, περπάτημα Λάμνω = αρχ. ελαύνω πηγαίνω, ξεκινώ, σείω, ενοχλώ Λαμπάιν = μικρή λαμπάδα, καυλός της αβρόσσιιλλας Λαμπάχιον = αρπάζω αρρώστια Λαμπίζω = λάμπω Λαμπουρίζει = λαμπυρίζει Λαμπρατζιά = η πυρά του Μ. Σαββάτου, μεγάλη πυρά Λαμπρινός = γιορταστικός, Πασχάτικος Λαμπρόν = φωτιά, πυρκαγιά, κεραυνός, ισχυρός ερωτικός πόθος Λαμπροσβέστης = πυροσβέστης Λαμπρόστομος = που δαγκάνει οδυνηρά σαν να έχει πυρωμένο στόμα, μτφρ, φλύαρος, υβριστής Λαξία, Λαξιιά = βαθιά κοιλάδα, μεγάλος λάκκος, λαγκαδιά Λαξίιν = μικρή κοιλάδα Λάξιμον = γαύγισμα Λάξιωμαν = κοίλωμα, κοιλάδα Λαόκαρτος = δειλός Λαόμουζη = αιθάλη ζυμωμένη με λάδι Λαονάριν, λαοναρούιν, λαονούριν = μικρός λόγος, μικρό βουνό, ύψωμα γης Λαόνιν = αρχ. λαγών μικρός λόγος, πλευρά λόφου Λαοπατώ = για όσους περπατούν ελαφρά και αθόρυβα Λαός = αρχ. λαγώς λαγός Λαοτζιοιμούμαι = έχω ελαφρό και ανήσυχο ύπνο, κοιμούμαι με ανοιχτά ματια και με ύπνο που διακόπτεται όπως ο λαγός Λαοτζιοιμήσιν = ελαφρός ύπνος Λάου Λάου = σαν τον λαγό Λαουδεύκω, λαοδεύκουμαι = κυνηγώ λαγούς και ζω, παίρνω μυρωδιά, γελώ στον ύπνο μου σαν να είμαι λαγούδι Λαούιν = μικρός λαγός, ψειρόχορτο Λαουδκιά, λαουδκιάς = λαγίνα, αίγες που έχουνε χρώμα λαγού, πολύτεκνη γυναίκα Λαουδόσιειλος = που έχει χείλη όμοια με λαγού Λαούνα = λαγίνα Λαούππα = μεγάλη λαγίνα Λαουρτώννεται = βρέχεται υπερβολικά, λασπώνει Λαουρού= μιρκή λαγίνα Λαουτσιά = μεγάλος λαγός Λάππη, λάππα = μικρή κοιλάδα ανάμεσα σε δυο λόφους, κοιλιακή χώρα Λαππουρώ, λαππουρκάζω = ηχομιμ. Πατώ μέσα στα νερά, μαλακώνω Λάρκα = ξύλινες βίδες ή καρφιά για αμμάτισμαν του αλετριού Λαρμερόν = χαλικώδες και πετρώδες έδαφος Λάρμη, αλάρμη = αρχ. άλμη λάσπη ποταμού, νερό με πολύ αλάτι, πετρώδης πλαγιά όρους, θάλασσας κν. Σαλαμούρα Λαρμιά = έκταση γης κοντά στους πρόποδες λόφου ή βουνού ή κοντά στην όχθη ποταμού που είναι σκεπασμένη με μικρές πέτρες με τις οποίες παρέσυρε εκεί το νερό Λάρμοι = πέτρες ή πετραδάκια της λαρμιάς Λαρνατζιά = αρχ. λάρναξ χωράγια στα οποία η διάβρωση σχημάτισε αυλάκια Λας = κόσμος, πλήθος, λαός , ανθρώποι Λασάνιν = σπορείο, φυτώριο και το πλαίσιο τμήματος χωραφιού Λασκιώτης = κάτοικος Λάσας Λασμός = αρχ. ελασμός βλαστός, φύλλωμα δέντρου Λασπίζω = καθιστώ κάτι λάσπη, γίνομαι λάσπη Λάσσω = μτγν υλάσσω γαυγίζω Λατζιέτινος = καμωμένος από λατζιά Λατζιά = αρχ. ελάτη δρυς η κληθρόφυλλος, το ξύλο τους χρησιμοποιείται για κατασκευή γεωργικών εργαλείων Λατίνικα = λατινικά Λατίνος = Ρωμαίος, Λατίνος Λατσιίζω = ρίχνω κάποιον στο πηγάδι, αναδέρνω, χτυπώ Λατσιίν = μικρός λάκκος Λάτσιισμαν = το πέσιμο σε πηγάδι Λάτσιισμένος = πνιγμένος σε πηγάδι Λαΰνα, ληένα, ληένη, λαΰνιν = μικρό πήλινο δοχείο, μικρή στάμνα Λαχαρόπετρα = βράχος χαίνων Λαχειάρης = λαχειοπώλης Λαχταρίζω = σπαρταρώ, σφαδάζω Λαχταρός = είδος σκουλικιού που αναπτύσσεται στα στάσιμα νερά Λαχτία = κλοτσιά, λάχτισμα, κτύπημα Λαχτώ = κλοστώ, κινούμαι Λαψάνα = είδος ζιζανίου των σιτηρών Λαψοφονιά = μεγάλη φλόγα που υποβοηθείται από τον άνεμο Λαώ = λέγω, μιλώ Λάωμαν = θυμός, σεληνιασμός, επιληψία Λαωμάρα = τρέλα, επιληψία Λαωμένος = τρελός, μανιακός, επιληπτικός Λαώννω, λαώννουμαι = εξερεθίζω, ξαφνιάζω, θυμώνω, σεληνιάζομαι, γίνομαι επιληπτικός Λεγνόκοξη, λεχνόκοξη = με λεπτή και ωραία μέση Λεγνός, λεχνός = λιπόσαρκος, λεπτός, ωραίος Λέειν = το λέγειν Λέθω = αλέθω Λείβκω = λιγοστεύω Λείβκουμαι = υπολείπομαι Λείξα, λειξιόν = λαιμαργία αρχ. λείχω Λειξεύκω = γίνομαι λαίμαργος Λείξης, λείξισσα = που βαρυτρώει, λαίμαργος Λειξούρης = λαίμαργος Λεισιήνα = πεύκο του οποίου ο κορμός κεντήθηκε από πριν για παραγωγή δαδιού, υφάλμυρος γη, λειχήνα, κν μούχλη, φλούιν, μάλλα Λεισιηνιάζω = βγάζω λειχήνες για το νερό Λεισιηνόχωμαν = χώμα γεμάτο βρύα, άγονο μέρος, υφάλμυρη γη Λειψάδα = ζημιά, έλλειψη Λείψανος = λείψανο Λειψόφεγγα = περίοδος μετά την πανσέληνο Λειψόφεγγος = αδύνατο παιδί του οποίου η σύλληψη έγινε μετά την πανσέληνο Λειψόφρενος = ψυχασθενής Λεμίθι, λεμίφι, λιμίθι, λιμίφι, ανελίφι, αλιφάδι = ανδροπώγων ο γρύλλος, φυτό ποώδες, πολυετές, νομευτικό, κτηνοτροφικό και βιομηχανικό Λεμονόκιτρος = κιτρολέμονο Λενίζω, λενιώ, λινιώ = αρχ. ωλένη τυλίγω στο νήμα σε θήλεις στον απείλικτρο, ξετυλίγω το νήμα από το ροδάνι Λεόκλουβα, λιόκλουβα, λιόγρουρα = παγίδες για τη σύλληψη των λιονταριών Λεουδερόν, λεουτερόν = μέρος στο οποίο αυτοφύεται το λεούτιν Λεουδιά, ληονιά, λουβιδιά = το φυτό λάδανος Λεούτιν = ο καρπός της λεουδιάς Λεπράζω = προσβάλομαι από λέπρα Λέρεγγας = λάρυγγας Λερκάζω = λερώνω αρχ. ολερός Λεσιαίνω = ανοίγω το στόμα, ασθμαίνω, λαχανιάζω Λεύκα = λεύκη Λευρός, λευρίν = αδύνατος, κακορίζικος, αρχ. λευρός Λέφακας = λαίμαργος, αδήφαγος Λεφουζούιν = αρχ. λεχών το νεογέννητο Λεφτάριν = πλεγμένο κορδόνι, λεπτό σχοινί Λεφτοδιψώ = διψώ Λεφτοΐνικος = με πολύ λεπτό και αδύνατο σώμα Λεφτοκάννης = με πολύ λεπτά και ψηλά πόδια Λεφτοκαρκά = αρχ. λεπτοκαρύα = φουντουκιά Λεφτοκάρυον, λεφκοκάρυον = φουντούκι Λεφτοπεινώ = πεινώ Λεφτοσύνη = λεπτότητα Λεφτουρού = λεπτή, λεπτοκαμωμένη Λεφτυνίσκω = αρχ. λεπτύνω = αδυνατίζω, γίνομαι λεπτός Λεχνικός = που είναι λεπτός και ευλύγιστος Λεχουζούθκια, λιχουζούθκια = κουλούριν περασμένο σε κλωστή που προσφέρεται από τη λεχώνα ως δώρο σε όσους την επισκέπτονται Λημερκάζω = περνώ όλη τη μέρα μου, μένω σε λημέρι Ληνός = αρχ. ληνός πατητήρι σταφυλιών Ληονίστρα = όργανο με το οποίο συλλέγουν το λάδανο Ληρίζω = λεώ κουταμάρες, φλυαρώ Ληριχιά = φλυαρία, μοιρολογία Λιανός = μη ευτραφής, αδύνατος Λιάστρα = μικρές λιάστες όπου απλώνουν τις ελιές Λιατερή = λαμπρή, φωτεινή Λίβανος = αρχ. λίβανος = λιβάνι, θυμίαμα Λιβασιά = άνεμος, γαρμπής Λιγκι – λίγκι = σιγά σιγά Λιγκρεύκουμαι = επιθυμώ κάτι πολύ Λιγοφύρνουμαι = λιποθυμώ Λιγώννω = προκαλώ τάση για λυποθυμία Λιζάριν, αλιζάριν = ριζάριν Λυζεράτος, λυζερός = λυγερός Λιθόσουρος, λιθκιόσουρος, λισκιόσουρος = μσν. Λιθοσώριον σωρός λίθων Λιμαρκά = λιμός, μεγάλη πείνα Λιμάντερα =έντερα Λιμαντερός = άπλειστος, άπληστος, πίκρης Λιμασμένος = πάρα πολύ πεινασμένος Λιμάσσω = πεινώ πολύ, λυσσώ από την πείνα Λιματεύκω = καλώ με σφύριγμα τα ζώα, παρορμώ το σκύλο να επιτεθεί ενάντιον κάποιου Λιματός = αδηγαφία, πείνα Λιματόσιυλλος = υπερβολικά πεινασμένος σκύλος Λιμηστήρα = αρχ. λικμητήρ χοντρό σχοινί Λιμιώνας = αραξοβόλι λιμάνι μσν λιμιώνας Λίμνη = δεξαμενή Λιμόποτος = που δεν ποτίζεται επαρκώς Λιμπά = μτγν λιμβός Λιμπίζω, λιμπίζουμαι = επιθυμώ κάτι πολύ και σπεύδω να το γευτώ, ορέγομαι μσν λιμβίζουμαι Λιμπουρίζει = μουδιάζει Λιμπούριν = αμέτρητο πλήθος Λιμπουρκά = φωλιά μυρμηγκιών, ασθένεια λύκος Λίμπουρος, λίμπουρας = μυρμήγκι Λινατζιά = ιστός αράχνης, κουκούλι για μετάξι Λινατζιάζω = αραχνιάζω Λινοκόπιν = λινό ύφασμα Λινοπάμπακος = κρυπτοχριστιανός, από βαμβάκι και λινό Λινός = αρχ. λινούς κατασκευασμένος από λινάρι, λινοβάμβακος Λιντζιώ = αρχ. ιλιγγιώ καταλαμβάνομαι από ίλιγγο Λιόκκαμν, λιοκαψία = κάψιμο από ήλιο, μαύρισμα από ήλιο Λιοκάβκουμαι = καίγομαι από τον ήλιο Λιοκαρτίζω = λιγοθυμώ Λιοκόκκον = ελαιοπυρήνας Λιόκρουση, νηλιόκρουση, λιοκρούσιν = όταν δύει ο ήλιος ή το φεγγάρι, πανσέληνος Λιονούρκα = λουριά που δένουν το ζυγό με άροτρο Λιοντοφάος = παλικάρι Λιοψυσιά, λλιοψυσιά = λιποθυμία, απελπισία, απώλεια θάρρους Λιοψυχώ = λιποθυμώ, χάνω το θάρρος μου, ανυπομονώ Λιπάζω = τοποθετώ λίπασμα Λιτά = αρχ. λιτός απλά Λιτανεία = θρησκευτική πομπή Λιτανεύκω = παρακαλώ θερμά Λιτή = αρχ. λιτή λιτανεία, παράκληση, εσπερινός της αγάπης τις μέρες του Πάσχα Λίτρα = μέτρο βάρους αρχ. λίτρα 2,4 κιλά Λιτραρκά = μπουκάλα μιας λίτρας Λιγουσιαρκά = λεχώνα Λιχούσα, λιφούσα, λιφουσού = αρχ. λεχώ λεχώνα Λιχουσιόν = λοχεία Λλιάζουμαι = λιγοστεύω, μειώνω Λλιανίσκω = λιγοστεύω, ελαττώνω Λλιάρης = που έχει μικρή περιουσία Λλιαρκά = που χωράει λίγο Λλιαρκής = αρχ. ολιγοστός ολιγαρκής Λλιαστός = λίγος, ανεπαρκής Λλιάτζιιν = πολύ λίγος Λλιλοΐτης = ολιγομίλητος Λλιόλοος = που δε μιλά πολύ Λλιονούριν = λουρί του ζυγού Λιοπέτρι = λίγες πέτρες, όνομα χωριού Λλιοπνίουμαι = λιποθυμώ, χάνω τις αισθήσεις μου Λλίωμαν = λυποθυμία Λλιωμένος = λιποθυμισμένος Λλιώννουμαι = λυποθυμώ Λόου μου = λόγου μου Λοαρκάζουμαι = λογαριάζομαι Λοβάριν = μσν. Λογάριν χρήμα, θησαυρός Λογάς = αρχ. λογάς λόγιος, πρόκριτος της εκκλησίας Λογιάζω = δίνω υπόσχεση γάμου Λόγιασμαν = υπόσχεση για γάμο Λογιασμένος = αρραβωνιασμένος Λογιαστά = πεζός τρόπος απαγγελίας τραγουδιών των ποιητάρηδων Λογχαρίζω, λοχχαρίζω, λοκκαρίζω = ροχαλίζω Λογχάρισμαν = ροχάλισμα Λογχαρίστρα = ροχαλητό Λοιμίτζιη = λοιμώδης νόσος, διάρροια αρχ. λοιμική Λιπάζουμαι = υπολείπουμαι όσα μου απομένουν Λοούμαι = λογίζομαι, θεωρούμαι Λαοφέρνω = λογομαχώ Λορός = αρχ. λορδός παράλυτος, ακρωτηριασμένος Λορώννω = αρχ. λορός γίνομαι κουτσός, ναρκώνομαι Λος = λόγος Λοσσιές = ραγδαία βροχή Λοτόμος = ξυλοκόπος Λουβάνα = λάθυρος Λουβίιν = κομματάκι, λιώμα Λουβίν = αρχ. λοβίον είδος οσπρίου γνωστού ως χωριατοφάσουλο Λουβιτερόν, λουετερόν = μέρος στο οποίου αυτοφύεται το λουβίν Λουβκιάζω = χόρτα, όνταν κάμνουν σπόρους Λουβοζούμιν = σούπα από αλεσμένα λουβιά Λουβώ = ξεκοκκίζω, τρυγώ, ξεφυλλίζω, μαδώ, λέγω ψέματα Λουγδέ = λαγουδέ Λούγνη = αράχνη Λουλλίν = λουλούδι Λουλλουθκιά = φυτό ψευδομελέα ή αζεδαράχη Λουλλουπής = με αδύνατα μάτια Λουλλουπίζω, λουλλουπώ, λουλλουτώ = μόλις, λαμπυρίζω, μόλις διακρίνομαι Λουλλουτούδιν = φλόγα που μόλις διακρίνεται Λουμάκα, λουμάτζιιν = αρχ. λείμαξ λεπτή και ευλύγιστη ράβδος που μπορεί να καμφθεί και να τυλιχτεί Λουμακάτος = ψηλός και ευθυτενής Λουλλούττα = που μόλις διακρίνεται Λουλουγιάζω = φαίνομαι σαν λουλούδι Λουλουθκέτιον = από ξύλο λουλουθκιάς Λούμαν = λούσιμο, μούσκεμα Λούρουππας = αρχ. ανάρροππος = φεγγίτης, καπνοδόχος, τρύπα στη βάση του τοίχου απο όπου βγαίνουν έξω τα νερά, αυλάκι από το οποίο βγαίνουν μέσω του τοίχου τα νερά Λούσιη = χώμα ανάμικτο με πέτρες, το οποίο μεταφέρουν και εναποθετούν σε κάποιο χωράφι τα νερά της βροχής Λουσιά = κατωφερικό, που έιναι σκεπασμένο με λούσιη Λουτουρκά, λουτουργιά, λουτουργία = λειτουργεία Λούτσικας = λόξιγκας Λουτσούτζιεμαν = λόξιγκας Λουτσουτζιεύκουμαι = καταλαμβάνομαι από τον λόξιγκα Λυάιν = νεαρός, τρυφερός και ευλύγιστος βλαστός αρχ. λύγος Λυβαότοπος = λιβάδι, τόπος όπου ευδοκιμούν τα λυβάδια, από τα οποία φτιάχνουνται τα κοφίνια Λυβιστή = λογιστή Λυερός = δυστυχισμένος Λυκομαθκιώ = μαδώ τις τρίχες του κεφαλιού κάποιου μέχρι να γίνει φαλακρός Λύμαν = λιώμα Λυμένος = λιωμένος Λυμίζω = ανοίγω με το χέρι τη ζύμη, σκορπίζω, δίνω ή καταμετρώ χρήματα σε κάποιον Λυμίν = κομμάτι, μια από τις πολλές κλωστές που αποτελούν χοντρότερο πλεκτό σπάγγο ή μια πλεξούδα σχοινιού, λιώμα Λυσαντερία, λυσεντερία = δυσεντερία Λυσταντρίζω = λυσσώ από τη δίψα Λυσσάρια = που πάσχει από λύσσα, λυσσασμένος Λυσσούριν, λυσούριν = κουρέλι, ράκος Λυσσιάρα = λαιμαργία, μίσος, λύσσα Λυσσιαρκά = λυσσασμένη, λαίμαργη Λυσσιάζω, λυσσιώ = κυριεύομαι από την λύσσα Λυτζιάζω = ψωριάζω Λυτζιάρης = ψωριάρης, φαλακρός Λυτόν = λιωμένο Λυτρατζιένον, λιτράτζιιν, λυθρατζιένος = αρχ. λύθρον μουχλιασμένος Λυχναπία, λυγναφής = φωταψία, άναμμα φώτων Λύω = λιώνω αρχ. λύω ΜΙΜααρίζω = μαγαρίζω Μαγγαδώννω = απασχολώ κάποιον με κάτι αναθέτω εργασία αρχ. μαγγανεύω Μαγείρισσα = κατσαρόλα, μεταλλικό τσουκάλι, χάλκινη/πύλινη χύτρα, η γυναίκα μάγειρας Μαγιάς = μάγος Μαγκιά, μαντιά = χαρακτηριστική οσμή μάντη Μαδαρή = φαλακρός, άδεντρος Μαδέριν = το υπόλειμμα αποδερμάτωσης της κουφής Μαδούριν, Μουδούριν = απίσσωτος ή ακατέργαστος ασκός, δέρμα τράγου για κατασκευή ασκών, ασκός χωρητικότητας 4 κούζων ή τριάντα δύο ασκών Μαειρεύκω = μαγειρεύω Μαειρκά = μαγείρεμα, υλικό για ένα μαγείρεμα Μαειρκόν, μαερκόν = μαγειρείο, εστιατόριο Μάειρος, μαείραινα = μάγειρος Μαζέριν = τόπος όπου αφθονούν τα μαζιά Μαζερόν = χωράφι όπου ευδοκιμούν οι θάμνοι Μαζίν = αρχ. μαζίον στοιβή, είδος αγκαθωτού θάμνου που χρησιμοποιείται ως καύσιμη ύλη, βαφικός σπόρος για το κίτρινο χρώμα των βαμβακερών νημάτων Μαζουλάρα, μαζουλά = ελαιόδεντρο που καταφαγώθηκε από τα ζώα και παρέμεινα σε θαμνώδη κατάσταση Μαζουλίζω = ζουλίζω, συμπιέζω ως μάζα, διώχνω κάποιον από τη θέση του Μαθθαίνω = αρχ. μανθαίνω μαθαίνω Μαθηστά = μαδηστά Μάθισμαν = το να μαδά κανείς κάτι Μαθκιώ, μαχώ = μαδώ Μάθομαι = μάχομαι Μαθώ = ξεριζώνω, μαδώ Μαΐθκια, μαγίδια = μαζιά, θάμνοι, δέσμη, καυσίμων ξύλων Μαϊλίζω = χαϊδεύω, ισοπεδώνω, κάνω ένα χωράφι ομαλό Μαΐλισμαν = ισοπέδωση χωραφιού Μαϊτικά = μαγευτικά, μάγια Μακαρίζω = συγχωρώ πεθαμένο, θεωρώ κάποιον ευτυχισμένο Μακάριος = καλότυχος αρχ. μακάριος Μακαρκά = μακαριά, συγχώρηση Μάκκα, μάτσιες = γλυκόξινο κατασκεύασμα από λιωμένες ρώγες σταφυλιού που χρησιμοποιούνται αντι μαρμελάδας, ψεγάδι Μακκοπκιάννω = σφίγγω κάτι δυνατά στη χούφτα με αποτέλεσμα να το τσαλακώσω Μακκουφκιασμένος = λυπημένος, στενοχωρημένος Μάκκωμαν = τσαλάκωμα, εξευτελισμός Μακκώνω = αρχ. Μακκόαω = τσαλακώνω εξευτελίζω Μακρέα = μακριά Μακροβούτιν = μακροβουτιά Μακροβύζα = προβατίνα με μακρουλούς και κρεμαστούς μαστούς Μακροδάχτυλος = που έχει μεγάλα δάχτυλα Μακροδικός = μακρινός συγγενής Μακρονούρης = με μακριά ουρά μακρακιστής Μάκρος = μήκος, απόσταση Μακροτζιαιρώ = δίνω πίστωση χρόνου Μακρουλλώννω = γίνομαι μακρύς, κάνω κάτι μακρύ Μακρουλλωτός = κάπως μακρουλός Μάκρουσα = η κατά μήκος πλευρά του σπιτιού Μάκρυμαν, μάκρυσμαν = αρχ. μακρύνω πίστωση διαρκής μακροχρόνιος Μακρυνάριν = μεγάλο δωμάτιο του σπιτιού που χησιμοποιείται ως μαγειρείο, τραπεζαρία, κρεβατοκάμαρα, χωράφι επίμηκες Μακρυνίσκω = αρχ. μακρύνω = γίνομαι μακρύς, επεκτείνω Μακρύς = ψηλός Μακρύσιν, μακρύσιιν = το πιο μακρύ σε σύγκριση προς άλλο κοντύτερο επίμηκες αντικείμενο Μαλαή = ένδειξη ιχνών, σημάδι Μαλαθούριν = μικρό πλεχτό δοχείο μέσα στο οποίο μεταφέρουν οι βοσκοί τις ελιές τους κν. Άππος Μαλάκκα = είδος χλωρού τυριού ωφέλεια συμφέρον Μαλακτιάνα, μαλαχτιάνω, μαλακτιανίσκω = καθιστώ μαλακό Μαλακτοσύνη = ήπιος τρόπος Μάλαμαν = αρχ. μάλαγμα = σώρος αλωνισμένου σιταριού που είναι έτοιμο για λίχνισμα, χρυσάφι Μαλάσσω = αρχ. μαλάσσω κάνω κάτι εύπλαστο, χαϊδεύω, ανακουφίζω Μαλάτζιιν = σόι, ράτσα Μαλαχτός = ήπιος, μαλακός Μαλέσιης = αχαΐρευτος Μάλη = αρχ. μάλη κλάδος ή μασχάλη δέντρου παροφυάδα Μαλίζω = αρχ. ομαλίζω ισοπεδώνω, χαϊδεύω Μάλλα = τρίχα, τριχοειδές ρίζωμα δέντου, κλαδοφόρα Μαλλαφισμένος = άμυαλος, τρελός Μαλλαφώ, μαλλαχώ = θωπεύω, ψηλαφώ, εγγίζω, ανακατεύω, καλλιεργώ Μαλλέ = πρόβατο από καλή ράτσα και με πολύ μεγάλο μαλλί Μαλλίν = μαλλιά Μαλλίστρα = μακριά μαλιά Μαλλοκουρεμένη = για τις γυναίκες που ξυρίζουν τις τρίζες τους Μαλλοτζιέφαλα = τρίχες του κεφαλιού Μαλλούλλα = τριχίτσα Μαλλούππα = πολλά και μεγάλα μαλλιά, νιφάδα χιονιού Μαλλούρα = πυκνά μεγάλα μαλλιά, δέρμα κριαριού που χρησιμοποιείται ως στρωσίδι Μαλλουρίζω = κατεβάζω τα μαλλιά μου προς τα κάτω Μαλλουρωτός = δασύτριχος Μαλλούσα = γυναικα με πολλά και ωραία μαλλιά Μαλλουσιάζει = ρίχνει μαλλούππαν, χιονίζει Μάλλωμαν = τσακωμός, καβγάς Μαλλώννω = επιπλήττω κάποιον Μαλούντα = αρχ. μάλον = εκεί όπου ευδοκιμούν τα μήλα Μάλωτα = αιχμάλωτα Μαμμάν = αρχ. μαμάν το ψωμί στην παιδική γλώσσα Μάμμες = αρχ. μάμμη πατάτες που έμειναν κατα λάθος στο χωράφι μετά την συγκοδιμή και αργότερα βλάστησαν Μάμμιες = το άνθος του κρεμμυδιού που παράγει το σπόρο Μαμμού = αρχ. μαμμή Μονάππιν = άλμα απλούν Μανάσσα, μανάτσα = το κρέμασμα της προίκας στο τοίχο του παστού Μαναύτα = μοναύτα Μανισιικός = για εμένα μόνο, κατάδικο μου Μανιχά = μόνο μια φορά Μανιχός = μοναχός Μανιχούλλικος = ολομόναχος Μαννεύκω = αρχ. μανός γίνομαι χαζός, παλαβώνω Μαννός = αρχ. μανός φελλός, χαύνος, χαζός, άνθρωπος χαμηλής διανοητικότητας, καρπός ή σπόρος που παρέμεινε άωρος και καταστράφηκε Μανόγαλαν = γάλα από μητέρα και κόρη που γέννησαν την ίδια στιγμή και που έχουν βρέφη και θηλάζουν Μαντάλιν = μαντάλι, μοχλός πόρτας Μανταλότρυπα = η τρύπα του μανταλιού μέσω της οποίας μετακινείται με το δάκτυλο το μαντάλι και ανοίγει η πόρτα Μάντεμαν = αίνιγμα Μαντές = παντές Μαντεύκω = προφητεύω Μάντης = αρχ. μάντις γυρολόγος, ακατάστατος Μαντίζω, μαντίζουμαι = φορώ μαντόν, βάζω πάνω μου ρούχο Μαντιτζιή = επάγγελμα μάντη Μαντόπευκος = πεύκο Τροόδους, πεύκο κάτω από το οποίο στήνει πρόχειρο σπίτι ένας μάντης Μάντουδος = μάντης Μαντρικάς = τόπος με μάντρες βοσκών Μαντρικαυλιάζω = δένω και στερεώνω με τα μαντρικαύλια τα δισάκια στο σαμάρι Μαντρικαύλιασμαν = δέσιμο του φορτίου στο σαμάρι με τα μαντρικαύλια Μαντρικαύλιν, μαντρουκαύλιν = τρίχινο πλεκτό σχοινί του σάγματος με το οποίο δένουν και στερεώνουν έτσι τα φορτία στα ζώα Μαντωσιά = σύνδεση αντικειμένων με ιμάντες, ξύλινη σύνδεση για στερέωση τοίχων Μάρα = μαρασμός, στεναχώρια Μαραθάσα = έκταση με λιβάδι με μάραθα, λαχανόκηπος Μαρανίσκω = μαραίνομαι Μαραντζιάζω = μαραίνομαι Μαράτζιιν = μαραμένο Μάρκωμαν = ξεπάγιασμα Μαρκωμένος = παγωμένος από τσουχτερό κρύο, ναρκωμένος Μαρκώννω = ξεπαγιάζω αρχ. μαλκίω Μαρμαλιώ = ασχολούμαι πολύ με τις λεπτομέρειες, είμαι σχολαστικός και συνακόλουθα μη παραγωγικός Μαρμάρα = ζώο που παραμένει στείρο, άτροφη Μαρμαρένος = μαρμάρινος Μαρμαχούρης = ο πολύ σχολαστικός και συνακόλουθα μη παραγωγικός κν μαρμαλιός, πασπάτος Μαρμουλεύκω = δεν μπορώ να μασήσω καλά την τροφή, σκάβω με το ρύγχος μου το χώμα Μαρνιάζουμαι = σπαταλώ άσκοπα το χρόνο μου Μαρουθκιά = μάραθο Μαρού, μαρούτας = αγαθός που δε διακρίνεται για τη εξυπνάδα του Μαρουτζιαούμαι = αρχ. μαρυκώμαι αναμασώ, μηρυκάζω Μαρράνος = πρώην μουσουλμάνος, προσήλυτος Μαρτάπριλλον = η χρονική περίοδος που περιλαμβάνεται στους μήνες Μάρτη και Απρίλη Μαρτέζος = πουλί που πολλαπλασιάζεται κατά το Μάρτη Μαρτεύκω = γίνομαι μαλακός και αποβάλλω κάθε διάθεση αντίστασης Μαρτής, μαρτίν, μαρτούιν = καμπή, το οικόσιτο αρνί που ακολουθεί τον κύριο του στη βοσκή Μάρτης = νήμα άσπρο και μαύρο κλωσμένο, που χρησιμοποιείται από τα παιδιά ως βραχιόλι την 1ην του Μάρτη Μαρτούιν = είδος κάμπιας μφρ πολύ ήπιος άνθρωπος Μαρτυρημένα = βασανισμένα που επιβεβαιώνονται με μάρτυρα Μαρτυρία = αρχ. μαρτυρία μαρτυρική κατάθεση, εγγύηση, απόδειξη, γνώμη Μαρτυρίζω = βασανίζομαι Μασιαιράς = αγριόχορτο κτηνοτροφικό Μασιαιρίζω = μαχαιρώνω Μασιαιρκώνας = χωράφι στο οποίο αυτοφύεται το μασιαιρόχορτον ή σπαθόχορτον Μασιαιροβκάλτης, μασιαιοβκάρτης = μαχαιροβγάλτης, φονιάς, κακοποιός Μασιαιροκόβκω = κόβω με μαχαίρι Μασιαιροσφάιν = σφαγή με μαχαίρι Μασείν = μάσημα, μασημένη τροφή Μασίστρα = ελάχιστη ποσότητα Μάσκαλα = από τις μασχάλες Μασκάλη, μασκάλιν = μασχάλη, παραφυάδα Μάσκουλον = χειροποίητη κροτίδα του Πάσχα Μάσουλα = σειρά Μασσά = με τον τρόπο του τραυλού Μάσσεμαν = τραύλισμα Μασσεύκω = τραυλίζω Μασσός = τραυλός αρχ. μασσώμαι Μασωτήρας = το δόντι τραπεζίτης Ματζιεδονήσιν, μακιδονήσιν = μαϊντανός Μάτιν = ρούχο, πουκάμισο, φόρεμα Μαυκά = μαυράδα, ακαθαρσία, μαύρο σύννεφο Μαυλίζω = αρχ. μαυλίζω παστροπεύω Μαυλιστής, μαυλίστρια = μαστροπός, προαγωγός Μαυλομάνα = προαγωγός, μαστροπός Μαυρασιερόν = το άχυρον του βίκου, γνωστού και ως φακάσιερου που χρησιμοποιείται ως σανός Μαυρισούρα = μαυράδα, σκοτεινιά ως αποτέλεσμα πολλών νεφών Μαυρόβρυη = μαύρα φρύδια Μαυροβύζα = προβατίνα με μαύρους μαστούς Μαυροβυζόπονος = γαγγραινώδης μαστίτιδα Μαυρόγια = μαύρη αίγια Μαυροθέριν = σιταριού με μαύη αθέρα Μαυρόκαυλος, μαυροκάυλιν = είδος αγκαθιού με μαυροπράσινο στέλεχος Μαυρόκλυστος = παντέρημος Μαυρόκοκκος = σπέρμα του φυτού μελάνθιο Μαυρομάνικος = μαχαίρι με μαύρη λαβή Μαυροπέουλος = τράγος με μαύρα πόδια Μαυροσιειλού = προβατίνα με χρώμα μαύρο γύρω από τα χείλη Μαυρόψα = με μαύρο χρώμα προσώπου Μαυροψοστέρα = με μαύρο πρόσωπο και άσπρο στη μέση Μαναχάς = αφορμή, ψευδής κατηγορία Μαχτάς = αρχ. μακτός ήμερος, μαλακός Μεγαλάνος = αξιωματούχος, ο πρώτος Μεγαλλιόττερος = μεγαλύτερος, σπουδαιότερος Μεγαλλύττερος = μεγαλύτερος, σπουδαιότερος Μεγαλυνίσκω = μεγαλοποιώ, εξυμνώ αρχ. μεγαλύνω Μεήν = μη (για ευχή) Μεθκυοκοπώ = πίνω συνέχεια με αποτέλεσμα να είμαι πάντα μεθυσμένος Μεθκυώ = μεθώ αρχ. μεθύω Μεινίσκω = απομένω, παραμένω, μένω συνεχώς Μελαφονιούμαι = μελαγχολώ, παραπονιέμαι αρχ. μελαγχολώ Μελαχολιούμαι = μελαγχολώ Μέλενος = από μέλι, γλυκύς, εύγεστος Μελίντζια = μελίγγια Μελινόσπορος = σπόρους φυτού μελίνα Μελισσιάτος, μερισσιάτος, μερισιάγκος, μελισσιάντρος = ζιζάνιο Μελισσιώνας, μελλισαρκόν = τόπος με μελίσσια Μέλισσος = μεγάλη μέλισσα, μελής, βόδι χρώματος μελιού Μελισσοφάος = μελισσοφάγος Μελιτζιά = συσκευή κατεργασίας λιναριού Μέλλιμόν σου = μήπως, άραγε Μέμβρινον, μέμπρινον = κατασκευασμένος από μεμβράνα Μέμπα, μέμπας = μηπώς Μεν = μη Μέντζιε = μήπως, να μη Μερία, μεργία, μερκά = πλευρά, μερίδα, ομάδα, μεριά Μερίν = αρχ. μηρίον μερί Μερίκα, μεριτζιά, μερούκα, μέρικος = αρχ. μυρίκη μυρίκες Μερκακός = δοκός που χρησιμοποιείται ως μοχλός για την πίεση των σταφυλιών, το κάτω μέρος του πλαισίου της καρρέττας ή του κάρρου Μερμουτζιά = μυρμηγκοφωλιά Μερμούτζιιν = μυρμήγκι Μεροκαματίτης = μεροκαματιάρης, εργάτης Μέρουλλος = η μεγάλη μέρα Μέρουλλος, μέρουκλος = γλουτός, γάμπα Μερρέχα, μερρέσιες = αρχ. μυρεχής ασημένιο μυροδοχείο, με το οποίο ραντίζουν τους νεόνυμφους Μερσινιάζω = ραντίζω σκόνη μυρσίνης στα νεογέννητα Μερσινερή = μέρος όπου αυτοφύεται η μερσινιά Μερσινόκοκκον, μερσινόκοκκος = καρπός της μυρσίνης Μερτικάρης = μέτοχος, κοινωνός Μερτικόν = μερίδιο, μέρος, τμήμα, το ένα τέταρτο του συνόλου Μερτσινιά = μυρσίνη Μέρωμαν = ημερότητα, γλυκύτητα Μερώννω = ημερώνω, ξημερώνω Μερωσιά = καλές σχέσεις, σύμπνοια, αγάπη Μεσιακός = μεσαίος Μεσανυκτικόν = μεσάνυκτα Μεσανύχτιν= μεσανυκτικόν Μεσαρκά = ο κάμπος μεταξύ Τροόδους και Πενταδάκτυλου, παχιά γη Μεσατίζω = βρίσκομαι εν μέση ηλικία Μέση = δημόσιο μέρος, αγορά Μεσίτης = μεσολαβήτης Μεσίτρια, μεσίταινα = μεσολαβήτρια Μεσοαγγρισμένος, μισοαγγρισμένος = μισοθυμωμένος Μεσοδότζιιν, μισοδότζιιν = μισοτελιωμένος Μεσοκόπημαν = ημικαμωμένη εργασία Μεσοκοπώ = φτάνω στο μέσο μιάς εργασίας Μεσολάβος = μεσίτης, που μεσολαβώ Μεσομέριν = μεσημέρι, μεσημεριανό Μεσομερκάζει = κάνω μεσημέρι, τρώω το μεσημεριανό Μεσοπεντήκοστον = μέση της Πεντηκοστής Μέσος = μέση Μεσοτζιαιρίτης, μεσοτζιαιρίτισσα = μεσόκοπος, μεσήλικς Μεσότρια, μισότρια = μέτρια Μέσπιλον = αρχ. μέσπιλο μούσμουλο Μεσούτης, μεσίτιν = μικρό κυλιντρικό ξύλο μήκους 20εκ. Που διαπερνά το ποάριν του αλέτρου και συγκρατεί τα φτερά του Μεσώννω, μισώννω = γεμίζω ως στην μέση, βάζω μέσα στο σπίτι Μεταγνώθω = μεταμιλούμαι για κάτι που έκανα, μετανοώ Μετάγνωμα = μετάνιωμα Μεταλάβηση = θεία κοινωνία Μεταλάβω = κοινωνώ Μεταλαβίσκω = κοινωνώ Μεταλλάσσω = μεταφέρω κάτι εναλλακτικά από τον έναν στον άλλο, αλλάζω το ένα κατόπιν του άλλου Μετανόημα = μεταμέλεια Μετανοιάζω = κάνω μετάνοιες, γονυπετώ Μετάνωμαν = μετάνιωμα Μετανώννω = μετανιώνω Μεταπιάννουμαι = έρχομαι ξανά στα χέρια με κάποιον Μεταπουλητιός = μεταπωλητής, μετατραπής Μεταπράσσω = μεταπουλώ Μεταπράτης = μικροέμπορας Μεταστρέφω = αλλάζω γνώμη, μετανιώνω Μέτρα = μέτρημα Μέτρος = μονάδα, μέτρησης, μετριοπαθεία, καταμέτρηση Μέχαλλον = τύχη, γραπτό Μηλόβουκκον, μηλόβουκκα, μηλοβουτσιά = μάγουλα, παρειές Μηναλλάγιον = μερομήνια, αλλαγή καιρόυ, η χρονική περίοδος 3-15 Αυγούστου Μήαρε = μήπως, άραγε Μηλάππιν = αχλάδι σε σχήμα μήλου Μαλίντζια = μήνιγγες Μηνιάζω = πληρώνω για ένα μήνα, προσλαμβάνω για ένα μήνα Μηνιασμένος = αυτός που παίρνει μισθό, μισθοφόρος Μηνίον, μηνιόν = μηνιάτικο, μισθός Μηνώ = αρχ. μηνύω στέλνω μήνυμα, παραγγέλλω Μητέρα = είδος θυμαριού Μήτρα = αρχ. μήτρα θηλειά, κρίκος στο βάθος του κουδουνιού από όπου κρέμεται το σείστρο Μηχανεύκουμαι = τεχνάζομαι, επινοώ Μιάλος = μεγάλος Μιαλυνίσκω, μεαλυνίσκω = μεγαλώνω Μιαλιώνας, μεαλιώνας = το μεγάλο δάκτυλο του χεριού ή του ποδιού, αντίχειρας Μιλιανίσκω = υγραίνω, υγραίνομαι Μιλιθκιασμένος, μελεθκιασμένος = αρχ. μέλδομαι χαλασμένος, μουχλιασμένος Μιλλαέρφιν = αδελφός από ένα μόνο πατέρα ή μια μόνο μητέρα Μιλλάρρωστος = λίγο άρρωστος, αδιάθετος Μιλλοβρέσιει = ψιλοβρέχει Μιλλοβροσιή = ψιχάλισμα Μιλλοσφόντζιισμαν = υγρός, νοτισμένος Μιλλοσφότζιισμαν = το σφόγγιμα, το ασήμαντο υπόλειμμα της μύλλας Μιλλόδρωμαν = εφίδρωση Μιλλοδρώννω = ιδρώνω ελαφρά Μιλλοψιχάιν, μιλλοψιχάθκιασμαν = μικρή ψιχάλα βροχής, ελάχιστο ποσό βροχής Μιλλοψιχάισμαν = ψιλή βροχή Μιμμίτιν = σπυρί, πληγή που προέρχεται από φλεγμονή ή μόλυνση Μιρία = αρχ. μερίς είδος αντίδωρου Μιρμέριν = ζαμπούκος, κουφοξυλιά Μιρμιλλίνα = μικρό αγριόχορτο που βγαίνει με τα πρωτοβρόχια και του οποίου οποίου ο βολβός τρώγεται Μίρτη, μίρτος = ασθένεια σιτηρών γνωστή ως κοκκινάδι, σκωρία, σιναπίδι Μιρτώννω = προσβάλλομαι από μίρτο Μισάιν = μέτρο λιναριού ίσο με 20 σιέρκα Μισητία = αρχ. μισητής μίσος Μισητιλα = αρχ. μισητής μίσος Μισητικά = Ησύχ. Μισητίζω απόχτηση ιδιότητας του μίσους Μισία = μίσος Μισιακός, μεσιακός = μεσαίος Μισισμένος = αποκρουστικός Μισσίν = βρεφική λέξη για το γατάκι Μιστάριν = μισθωτός, αμοιβή εργασίας, μισθός Μισταρκά = η έμμισθη εργασία, δουλεία Μισταρκός = που εργάζεται με μισθό, υπηρέτης, εξάρτημα που βοηθά τους χωρικούς να αφαιροόν από τα πόδια τους τις ποδίνες Μισταρκοσύνη = που έχει την ιδιότητα του μισταρκού Μισταρώνω = εκμισθώνω Μισώννω = καλύπτω το μισό Μιτά = μαζί αχ. Μετ εμού Μιτάριν = αρχ. μίτος νήμα, σπάγγος από νήμα Μίτα, μιτούα, μίταινα, μίτισσα = κατσίκα με αυτία μικρά και στενά όπως της καμήλας Μιτριάζω, μιτρικάζω = αρχ. μετριάζω αστειέυομαι Μητρίασμα = αστείο Μιτρίος = αστείο Μιτσής = αρχ. δωρικό μικκός μικρός Μιτσιανίσκω = γίνομαι μικρός Μιτσικουρής, μιτσικουρού, μιτσικουρούα = αρχ. μικκός + κούρος = μικρό παιδί Μιτσοκαμμώ = μιροκλείω το ένα μάτι, κάνω νόημα με τ’άλλο Μιτσόμματος = που έχει μικρά μάτια Μιτσότη = μικρή ηλικία που μιτσότης Μιτσούλλικος = αρχ. μικκύλος μικρούτσικος Μίτυλος, μίτας = αρχ. μίτυλος χωρίς κέρατα τράγος Μματάκιν = μάτι Μμάτιν = αρχ. αμμάδιν Μνη, κάτσε ειστά μνή σου = κάτσε στα αυγά σου Μνημονοχάρτιν = τετράδιο μέσα στο οποίο καταχωρίζονται, μεταξύ άλλων, και οι νεκροί της οικογένειας Μνήστευμαν = αρραβώνιασμα Μνίω, σμνίω = σμίγω, ενώνω Μνουσιίζω = αρχ. ευνουχίζω Μνούσιισμαν = ευνουχισμός Μνουχάριν = ευνουχισμένο ζώο, τράγος ή κιάρι Μνούχαρος = μεγάλο ευνουχισμένο σαλιγκάρι Μνούχος = που του έχουν αφαιρέσει τα αρχίδια Μνύω = σμίω Μόδης = μέτρο χωρητικότητας δημητριακών του αλαιτού και των φουντουκιών Μόδιο, μούδιν, μόδιος = μέτρο χωρητικότητας δημητριακών Μοθεύκω, μουθεύκω = καλύπτω με λάσπη τα σπαρτά αρχ. αποτίθημι Μόθεμαν = επίχωση, πρόσχωση Μόθη, μούθη = λάσπη του ποταμού Μοιάση = ομοιότητα Μοιαστός = όμοιος Μοίρα = αρχ. μοίρα μερίδιο κληρονομικό, φέτα Μοιρασιά = χωρισμός σε μερίδια Μοιράσιν = αρχ. μοιρώ μερίδια Μοιρέτια = είδος πεπονιών, που η εξωτερική τους επιφάνεια χωρίζοταν σε μοίρες Μοιρολόιν = θρήνος, θρηνητικό τραγούδι Μοιρολοώ = μοιρολογώ Μοισίιν = ομοιότητα στα χαρακτηριστικά του προσώπου Μόλιν = μολίβι Μόλινον = αρχ. ομώλινον ακατέργαστο λινάι, μετάξι ή καννάβι, που δεν ωρίμασε μετάξι δεύτερης ποιότητας, ακατέργαστο μετάξι, λινή κλωστή Μολίτης, μολίτας = τραπεζίτης δόντι Μολιτίζω = καθαρίζω το μετάξι σε ψιλά και χοντρά, μεταφέρω με την ανέμη την κλωστή σε τεμάχια καλαμιών Μολιτίστρα= γυναίκα ειδική στο μολίτισμα Μολοώ = αρχ. ομολογώ Μολυβώννω = χαράσσομαι με μολύβι, διαγράφομαι Μόλωμαν = γέμισμα λάκκου με χώμα Μολωμένος = καλλυμένος από χώμα Μολώννω = γεμίζω εκ νέου ένα λάκκο με χώμα Μονάζω = αρχ. μονή παρέχω κλίνη, βάζω κάποιον να κατακλιθεί Μονάππηον, μονάππηος = άλμα απλούν Μονάριν, μονάρης = όπλο με μιά κάννη Μονάστηρον = μοναστήρι Μονάστρα = αίγια που αρέσκεται να ξεχωρίζει και να βόσκει μόνη της Μονάτζιιν = μοναχικό Μοναύτα, μόναυτα, μαναύτα = ευθύς, αμέσως, μονομιάς Μαναυτύς = αμέσως Μονή = κρεβάτι, κλίνη, μοναστήρι Μονιάζω = απομονώνω Μονίτζιιαν, μονάτζιιν = μσν. Μονιός μόνος, μοναχικός Μόννω = ορκίζομαι Μονοβούλια, μονοβούλια = συμφωνία και ομοφωνία με άλλους για το πρακτέο Μονοβουλιάζω, μονοουλιάζω = ομοφωνώ Μονοβουρίν = αδιάκοπο τρέξιμο προς διαδρομή ορισμένης απόστασης Μονόγυαλλος = εύθραυστος, αδύνατος, αφελής Μονοδίκλητος = αυτός που καρφώνει επίμονα το βλέμμα του κάπου Μονόδρακον, μονόφουχτον = όσο χωρά μιά φούχτα Μονοθώριν = επίμονο βλέμμα Μονοΐματος = που έχει ένα ιμάτιο, φτωχός Μονοκάμμυτος = για άρρωστα παιδία που δεν μπορούν να ανοίξουν μάτι Μονοκάννουρος = ραγδαίος Μονοκαύλιν = για όσους στέκουνται συνέχεια και ενοχλητικά μπροστά μας Μονόκοιλος = που γεννήθηκε μαζί με άλλον κατά την ίδια γέννα, δίδυμος Μονοκόμματος = αποτελείται από ένα μόνο συνεχόμενο κομμάτι μτφ. Ο άνθρωπος απόλυτος για τις απόψεις του Μονοκούπαοι = μονοιασμένοι, όλοι μαζί, ομαδικά Μονοκούτσουβα = διαμιάς Μονολαμιά = δρόμος χωρίς γυρισμό Μονολοΐτιτζιη = μιας λογής, ενός είδους Μονολούριν = χωράφι που αποτελείται από μια λωρίδα Μονομάξουλον = δέντρο ή φυτό που δίνει το χρόνο μια εσοδεία Μονομερίς, μονομερού = σε μια μέρα μόνο Μονόμματος = μονόφθαλμος Μονομηνούδιν = αυγό που επωάζεται επί 22 μέρες που ανήκουν σε ένα μόνο μήνα Μονόνιασμαν = το όργωμα πριν από τη σπορά, όργωμα της γης μιά φορά μόνο Μονονυχτού = σε μιά νύχτα Μονόξυλος = που ξαπλώνει, είναι όρθιος η περπατά χωρίς να λυγίζει Μονόουλος = μονιασμένος Μονοπαίδιν = μοναχοπαίδι Μονοπέρναρος = μονολιθικός, μονοκόμματος, σκληρός και άκαμπτος Μονόπκιν = μονορούφι Μονοποδιάζω = βαδίζω κατά μήκος μονοπατιού Μονόπυρος = επί βιαστικής εργασίας Μονοστέφανος = που παντρεύτηκε μια μόνο φορά Μονορώβκιασμαν = απόρριψη νεκρού μέρους του μαστού εξαιτίας γάγγραινας μαστίτιδας Μονός = όπλο με μιά κάνη Μομοσιερκάρικος = που μπορεί να κουβαληθεί στο ένα χέρι μόνο Μονόσιερον = όσο χωράει μια φούχτα Μονοσκάλιν = χωράφι μεγέθους μιάς σκάλας στο πλάτος Μονόσκαλον = χωράφι εκτάσεως μιάς σκάλας Μονότοπα = στον ίδιο τόπο Μονοτσίννιν = για ασταμάτητο και γρήγορο τρέξιμο με μια βιτσιά στην εκκίνηση για να φτάσει κανείς στο τέρμα Μονόφαος = που τρώει πολλά και γρήγορα Μονοφάτσιιν = με ένα χτύπημα, όπως σημαίνει η καμπάνα στην κηδεία, λυπητερά Μονόφωνοι = που φωνάζουν ή κλαίουν με συνεχή φωνή Μονόχογλος = που δεν παίρνει άλλον χόγλον, μτφ ανυπόμονος Μονοχρονού = μέσα στον ίδιο χρόνο Μονόχωρον = δωμάτιο Μονόψυχος = μοναχικός Μογκλεύκω, μοουγκλεύκω = βάζω μοχλό, μοχλεύω Μόσμαν = όρκος ψεύτικος Μοσσιηνούα, μοσσιηνάρα, μοσσιηναρού = μοσχάρα, δαμάλα Μοσφιλιά, μοσσιλιά = κράταιγος ο αζαρόλος, κουδουμηλιά, άγρια μεσπιλιά, υκοπείμενο προς εμβολιασμό της αχλαδιάς και της μεσπιλιάς Μόσφιλλον, μόσσιλον = αρχ. μέσπιλον άγριο μέσπιλο Μουγγώννω = γίνομαι μουγγός Μούγδος = ξύλινο δοκάρι Μογδούνιν = βάση τσιμινιάς, λίθινο υποστήριγμα θερμάστρας Μούγια, μούγιος = αρχ. μυία = μύγα Μουγιάζω = διώχνω τις μύγες με ριπίδιο, κάνω κάποιο να θυμώσει με τα λόγια μου Μουγιάρης = ιδιότροπος Μουγιαστήριν = ριπίδιο, βεντάλια Μουγιόχορτον = χαμομήλι Μουγκαρίζω = μουγκρίζω, οδύρομαι Μουγκάρισμαν = φωνάζω δυνατά, κυμώμαι Μουγκαρκά = μουγκρητό Μουγκαρολοώ, μουγκαρολοούμαι = μυκώμαι, οδύρομαι Μούγκαρος = βόδι που μουγκαρίζει δυνατά Μούγκλισμαν = μόχλευση Μούγκλος = μογχλός, μτφ άξεστος Μούγλα, μούγλη = αρχ. ομίχλη μούχλα Μουγλιάζω = μουχλιάζω, Μουθκιάζω, μουδκιάζω = μουδιάζω Μουθίν = διόγκωση των λεμφικών αδένων ή της μασχάλης Μουθκιά = σπρωξιά από ζώα με την μύτη Μουθούνα = μιλά με τη μύτη Μουθουνίζω = αρχ. μοθών μιλώ με τη μύτη μου, είμαι ένρινος Μουθουναρκά = που έχει την ιδιότητα του μουθούνα Μουθουνίστρα, μουχουνίστρα = αναπνοή Μούθουνος, μουθούνας = που μιλά με την μύτη Μουΐζω = κινούμαι σαν μύγα, φαίνομαι, βλέπω Μουκλός = μοχλός Μούλλακος, μουλλάκκας = τύπος που είναι ιδιοσυγκράτητος, σιωπηλός, μουλλωτός Μουλλός = αρχ. μυλλός πολύ ήσυχος, αμίλητος, συμμαζεμένος Μούλλωμαν = μεσν μουλλώνω αρχ. μυλλόω = μένω σιωπηλός, σωπαίνω, λουφάζω Μουλλωτός = σιωπηλός μτφρ ύπουλος Μουμμουτίζει = που μόλις άρχισε να κινείται Μουμμούτιν = κάτι που μόλις άρχισε να κινείται, να μιλά, να φέγγει, να ανάβει Μουντίν = μεταλλική πλάκα καρφωμένη στην άκρη του κονταριού με το οποίο τραβούσαν προς τα έξω τα κάρβουνα του φούρνου Μουρκού, μουρκέ, μούρκα = όνομα προβατίνας με πρόσωπο χρώματος καφέ και με γραμμές μαύρες από τα μάτια μέχρι το στόμα Μουρμούκιν, μουρμούτζιιν = μυρμήγκι Μουρμουριστής = που μουρμουρά, που μιλά ευτράπελα, σκωπτικά Μουρμούρκος, μουρμουρκόν = μουρμούρα Μούρμουρος = αρχ. μορμύρω άνθρωπος γκρινιάρης Μουρμουτζιίζω = τσούζω ελαφρά Μουρούπα = τουλούπα μαλλιού έτοιμου για κλώσιμο Μουσιάα, μουσσιά = άρχημη μυρωδιά από μαγειρεμένο κρέας γέρικου βοδιού ή προβάτου, αποφορά τροφίμων και ποτών Μουσκάρα = αγελάδα αρχ. μόσχος Μουσκάριν, μουρκάριν, μουσκάρα = μοσχάρι Μουσκατέλια = κρασιά μοσχάτα Μουσσιεύκω = αρχ. μοσχεύω μουσκεύω Μουσκοβολώ = μυρίζω ωραία μτγν μόσχος Μουσκοκάρυδον = μοσχοκάρυδο Μουσκοκάρφιν, μουσκοκάρτιν = μούσκος + αρχ. κάρυον = γαρίφαλο Μούσκος = μόσχος Μουσκουρής = γατάκι ηχομιμ. Μουσκορούθκια = φλυαρίες, άσκοπες ή ηλίθιες πράξεις Μουσκόφυλλον = περίβλημα μοσχοκάρυδου Μουσμουτεύκω = μυρίζομαι κάτι και δοκιμάζω χωρίς να πίνω ή να τρώω Μουσούλια = νεαροί βλαστοί που φυτρώνουν κυρίως από τη βάση ενός δέντρου μετά την αποκοπή του κορμού του Μούσουλλος, μουσούλλα = ανθοφόρος καυλός του κρεμμυδιού Μουσουτζιάρης = ο εκλεκτικός και ιδιότροπος στα φαγητά Μουσσιά = μυρωδιά Μουστρίν = μυστρί Μουτζιέντρα = είδος φαγητού με φακές, ρύζι και μπιζέλια Μούτη = αρχ. μύτις επαφή Μούττη = αρχ. μύτις μύτη, κορυφή Μουτούλλιν = μικρό εξόγκωμα Μάτσια – μούτσιου = ηχομιμ. Φιλιά και χάδια Μουττάλλιν = οροπέδι, μικρή κορυφή λόφου που έχει μεγάλη μύτη Μούτταλλος = οροπέδιο Μουττάρα = μεγάλη μύτη, στενή λωρίδα χωραφιού που εισχωρεί σε ξένο χωράφι Μουττάριν = μικρή μύτη, μικρό ύψωμα Μουτταρκά = σχοινί που δένεται στην μύτη του ζώου, καπίστρι Μουτταρώννω, μουτταρκάζω = βάζω μουτταρκά Μουττάς, μουττάτος = μτφρ περίφανος Μουττέ = μεγάλη, δυσανάλογη μύτη Μουττερόν = αρχ. μυτερό Μούττη = μύτη, κορυφή μφρ. Περιφάνια, εγωισμός Μουττόκομμαν = κορυφολόγημα Μουττοκούταλον = ωμοπλάτη, ακρώμιο Μουττόκωλα = αντίθετα, ανάποδα, τα πόδια του ενός προς την μεφαλί άλλου Μουττολόημαν = κουττόκομμαν Μουττοπιάννω = για τις μύτες των ποδιών που μόλις πατούν στη γη Μουττώννω = κάνω κάτι μυτερό Μουττωτός = μυτερός Μπάλατος = ογκώδης, ενοχλητικός Μπαρκάζω = πεισματώνω, επιμένω, προσπαθώ Μπάσμαν = προσβολή πληγής με πρόνυμφες μυγών Μπέριος = που τραυλίζει Μπλεξίμιν = κολύμπι Μπλεώντα = κολυμπώντας Μπλίζω = κρεμάζω κουδούνια στο λαιμό των αιγοπροβάτων, μαντρίζω, οδηγώ στη βοσκή, αφήνω τα ζώα να διανυκτερεύσουν Μπόιστρον = εμπόδιο Μπορετός = δυνατός Μπορ’λα = μπορεί να Μπότης, πότης = πήλινη υδρία χωρητικότητας μιας περίπου οκκάς Μπούκλα = μσν βούκλα πόρπη στην οποία καταλήγει ο ποτζοιλίτης του σάγματος του αλόγου Μπρεάρα = που πορεύεται αντι. Κοψιάρα Μπροστελλίνα = μεσν. Ομπροστείνα το μπροστινό λουρί της σέλας του σαμαριού Μύθιλλος = παραμυθάς Μυλήκουρη = αρχ. μυλήκορον = που σκούπα μύλου Μυληκόρος = αρχ. μυλήκορον που σκουπίζει τη μυλονόπετρα Μύλλα = αρχ. άμυλον λίπος ζώου, κυρίως χοίρου Μυλλαρώννω = αποκτώ πάχος, λερώνομαι, αλείφω κάτι με λίπος Μυλλαρωτός = λιπαρός Μυλλόπιττα = πίτα με αλλεπάλληλα λεπτά φύλλα ζυμαριού τηγανισμένα με χοιρινό λοίπος Μυλλοτζιέριν = κερί που ανάβει με λίπος Μυλλόχλωρη = μυζήθρα Μυλλωμένος = τρόφιμα που δεν κάνουν για νηστεία, ακάθαρτος Μυλλώννω = διακόπτω την νηστεία τρώγοντας Μυλλωσιά = λιπαρά ουσία στα τρόφιμα στα ρούχα Μυλοτρόσιιν = τροχός του μύλου Μύξα = αρχ. ιξός κολλώδης ουσία που περιβάλλει τον καρπό της ιξιάς Μυξιά = φυτό cordia myxa από τον καρπό του οποίου γίνεται το μίγμα που βάζουν στα ξόβεργα Μυξιαρκά = που έχει μύξα Μύξιασμαν = ρινικός κατάρρους Μυξόβεργα = ξόβεργα φτιαγμένα με μυξιά Μυριστικά = κολόνιες και μυρωδικά Μυρκάζω = γίνομαι αμέτρητος, πληθαίνω Μυρμηδόνιν, μυρμηόνιν, μυρμηδόνα, μυρμηόνα = έντομο που μοιάζει με σφήκα Μυρμίδιν, μυρμίριν = επιστήθιο κόσμημα με πολύ λεπτές αλυσίδες Μυροπάννιν = το ύφασμαν με το οποίο καλύπτουν το νεοβάπτιστο βρέφος Μύρος = αρχ. μύρος μυρωδικό Μυροφόρα = κατα εξοχή άνθος του επιταφίου Μυροψίος = αρχ. μυρεψός αρωματοποιός, πωλητής μπαχαρικών Μυρτόνιν = μικρό κόκκινο μυρμήγι, σφήκα Μυρώιν, μυρώνια = μυρωδιά Μυσιαρομούτσουνος = με απάισιο σαν μυσιαρό πρόσωπο Μυσιαρός = αρχ. μυσαρός είδος μικρής σαύρας Μώζω = κλαίω, θρηνώ Μώλος = αρχ. μώλος απελέκητη πέτρα Μωραγάπητος = που αγαπά κάποιον υπερβολικά Μωρέματα = συμπεριφορά μωρών παιδιών Μωρεύκουμαι = συμπεριφέρομαι όπως το μωρό Μωροκόπελλον, μωροκόπουλλον = ανόητος Μωροξοδιάστης = ανόητος, σπάταλος Μωρούλλικον = μωρό, βρέφος Μωφάιν = καννάδι που ξεριζώνεται πριν ωριμάσει τελείως ο σπόρος του ΝΙ‘Ν = δεν ‘Ν’ = είναι Νάεν, νάιν = αν είχε, να είχε, ας είχε Νάκιν = υνί Νάκκον = ολίγο Νακκουρίν = ένα κομμάτι, τεμάχιο Νακκουρούδιν = υπορ. Του νακκουρίν Νάκρα = άκρη Νάλε = λέγε Νάμαν = το κρασί γενικά, της θείας λειτουργίας Νανές = ησυχία ηχομιμ. Νάππος = φαράγγι, δασώδης κοιλάδα Ναύκλερος = καραβοκύρης Νάφτης = λάκκος όπου γίνεται η πρώτη κατεργασία των δερμάτων Νάχος = ήχος Νάχας = κατ’ ευχή εχούμενος Νεάνις = νεαρή Νέβκω = κάνω νόημα Νεβρά = νεφρά Νεέλιος = καταφρόνηση Νεζουδκιώ = αναζουδκιώ Νεζούρτιν = πηγή που αποδίδει ελάχιστη ποσότητα νερού Νέθω = γνέθω Νείεν = αν είχε Νεικούμενων των = που διαφιλονικούνται Νέισα, νέσαν, νέισαμου = ελέισα μου Νεκαλισμός = θρήνος, οδυρμός Νεκκλησιά = εκκλησία Νεκούμπωμαν = ανασήκωμα των μανικιών Νεκουμπώννωμαι = κάνω πάνω τα μανίκια για να βάλω μπρος δουλειά, ανασκουμπώνουμαι Νεκριά = με το κεφάλι δυσμας Νεκροτζιέριν = κερί που διανέμεται στις κηδείες Νεμαλλιάρης = αναμαλιασμένος Νεουλιάζουμαι = έχω αναγούλα Νεουλιαστός = αναγούλα, διάθεση για εμετό Νεπαμός = ησυχία Νεπασιά = ανάπαυση Νεροδκιάβαση = μέρος από όπου διέρχεται κυρίως το νερό της βροχής, κοίτη αλακατιού Νερόθθη, νορόθθη = νορός Νεροκάψα = εχινόκοκκος, υδατίδωση Νεροκαψία = σοβαρή έλλειψη νερού με τα συνακόλουθα της Νεροκολοτζιά = νεροκολοκυθιά Νεροκρουσμένος = διψασμένος Νέρουλλος = νερώδης Νέρουππας, νέρουππος = μελισσοφάγος Νεροφάημαν = μέρος γης που παρασύρθηκε και διαβρώθηκε από το νερό Νεροφεσιά = βροχή, νεροποντή Νεσπώ = ξεσπάζω Νεστήννω = αναγείρω, ανασηκώνω Νεστόριος, νεστούριος, νεστούρης = οπαδός αίρεσης Νεστόριου Νέττα σκέττα = καθαρός, απαλαγμένος βάρους, ευκίνητος Νευκά = δοκός που υποβαστάζει την στέγη Νεύκουλλος = μεγάλη δοκός Νεύμαν = νόημα Νευροκαβαλλίτζιεμμαν = ο πόνος των μυών της τραχήλου ή των αρθρώσεων που αποδίδεται στο καβάλλημα νεύρων Νευρόκομμαν = ακινησία ή αδυναμία στήριξης λόγω κάποιου νεύρου Νέφαλλον = νέφος Νεφανταρίτζιη = το επάγγελμα του υφαντή Νεφικόν = σύντομη και παροδική βροχή Νεφοπυρά = καιρός συννεφώδης, υγρός και θερμός καιρός Νεφούλλισμαν = ανάπτυξη σωματική Νεφουλλώ = αρχίζω να κάνω φτερά, να μεγαλώνω Νέφω = κάνω νόημα Νεχουλλεμένον = αναγιωμένον Νέψιμον = νεύμα, νεύση Νηκούντρεμαν = ανασκαλίζω, ανακατώνω, ψάχνω Νηλιέτινος = καθαρός σαν τον ήλιο Νήλιος = ήλιος Νημπλήζω = γεμίζω Νηννίν = νήπιο, κόρη οφθαλμού Νηστεύκω = νηστεύω Νιάζω = αροτριώ οργώνω βαθιά το Γενάρη ένα χωράφι που έμεινε πολύ χερσό Νιάμαν, νιάσμαν = η πρώτη καλλιέργεια των χωραφιών κατα τον μήνα Μάρτιο, τυχαίο πλήγιασμα του κάτω μέρους των ποδιών των βοδιών από το υνί του αλετριού Νιάστρα = η γραμμή που σχηματίζεται από το υνί του αλέτρου στο βάθος της αυλακιάς, το μέρος του ποδιού του αρότρου όπου τοποθετείται το υνί Νιατίν = χωράφι με μόνο το όργωμα του Γενάρη Νίβκω = νίβω Νικαλιστός = θρήνος με κλάματα Νικάρης = νικητής Νίκαρος = δύναμη για ανάπτυξη Νικολοβάρβαρα = το πρώτο δεκαήμερο του Δεκεμβρίου, όταν ο καιρός είναι πολύ βροχερός Νίκος = νίκη Νίμμαν = νίψιμον Νίμπιος = γεράκι Νιόλυμον = χωράφι που αφήνεται για πολύ καιρό ακαλλιέργητο για να δυναμώσει, χωράφι που σπείρεται αφού πρώτα καψαλιστεί Νιολύω = οργώνω ένα χωράφι για πρώτη φορά αφού πρώτα το καψαλίσω Νιούλλης = νέος Νιούλλικος = νέος Νισκιά = εστία, λασάρι με σπορόφυτα καπνού Νιφτοκακανίζουμαι = χαϊδεύω με τα χέρια το πρόσωπο και λαιμό μου Νιψοχόλλιασμαν = καλλωπισμός του προσώπου Νιώννω = ανατρέφω Νοδκιά = νυχτερινή και πρωινή υγρασία Νοητά, νοήτα = νοημοσύνη Νοικοκυρός = σπιτονοικοκύρης Νόκλος = Νεοκλής Νομάδα = συλλογή χόρτων, νομή Νοματισμένος = καθορισμένος, κατονομασμένος Νομή = βοσκοτόπι, σειρά που ακολουθείται για την άρδρευση Νομοκρίτης = δικαστής Νορρός, νερόθθη = ορρός γάλακτος Νοσσιερός = σκιερός Νοσσιός = σκιά, χόλιασμα ματιών Νόστεμαν = κόπρισμα Νοστεύκω = κοπρίζω Νόστος = κοπριά Νοτοβολιά = υγρός καιρός Νουρκεύκω = ανακαινίζω Νούρκημαν = κακό, ανεπευκταίο Νουρά = ουρά Νουροφκυαρκά = ξύλινο χερούλι φτυαριού Νούσιμος = μυαλωμένος Ντζόχχος = ζόχος Ντροπκιάρκά = που ντρέπεται Νυκτάλωπας = που δεν βλέπει την νύχτα, νυκταλωπία Νυκτιρίδα = νυχτερίδα Νυκτομερίς = όλη μέρα και νύχτα Νύπνος = ύπνος, κροταφικό οστούν Νυσιάζω = μπήγω να νύχια Νύσιν = νύχι Νύχλος = λυχνάρι Νυχοπύρωμα = φλεγμονή νυχιών Νύχος = μεγάλο νύχι, βελόνι πεύκου Νυχτέριν = μετά την δύση του ήλιου Νυχτοκόρακος = μεγάλη φρουτοφάγα νυκτερίδα που κυνηγάει πολύ τα ώριμα μούσμουλα Νυχτοπαππαρεύκω = ψάχνω στα σκοτεινά, αγρυπνώ και περιφέρομαι μέσα στην νύχτα σαν νυχτοπάππαρος Νυχτοπάππαρος = νυχτοκόρακος Νυχωτή, νυφωτή = ξύλινο εργαλείο για άνοιγμα τρύπας σε ξύλο, τρυπάνι Νώθω, νώχω = γνώθω Νωμνιά, ωμνιά = όμως, ομωπλάτη Νωμιάζουμαι = βάζω στο ώμο Νωμόβουρκα = βούρκα που την κρεμούν στον ώμο Νώμος = ώμος Νώση = γνώση, κρίση, πληροφόρηση, κοινοποίηση Νωστά = πρόσφατα Νωστάρματος = που τέλεψε πρόσφατα τους γάμους του Νωστομέρκα ενν. Βούδκια = που έχουν πρόσφατα μπει στο ζυγό Νωστοξιούριστος = φρεσκοξυρισμένος Νωστός = πρόσφατος, φρέσκος ΞΙ 17Ξαγάπης = από/με αγάπη/σεβασμό Ξαγορεύκω = εξομολογώ Ξαγορευτής, ξηγορευτής = εξομολογιτής, πνευματικός Ξάκαρτος = ακάθαρτος Ξαλλάσσω = φορώ καινούριο φόρεμα Ξαλούπιν = η έξω στο όρος αλεπού Ξαμένος, ξανισμένος = διασκορπισμένος Ξάμπλεος = γεμάτος με κάτι Ξαναβκαίννω = ξαναβγαίνω Ξαναδιαλαλώ = διακηρύττω ξανά Ξαναδιπλάζω = επαναλαμβάνω Ξαναδιώ = δίνω ξανά Ξαναθωρώ = βλέπω, κοιτάζω ξανά Ξαναλαλώ = το ξαναλέω Ξαναμηνώ = ξαναστέλνω μήνυμα Ξανανώννω = ξανανιώθω Ξαναπέμπω = ξαναστέλνω Ξαναποιώ = ξαναδημιουργώ, επεξεργάζομαι ξανά Ξανασπάζω = ξεριζώνομαι Ξαναστερεώννω = ξανασταθεροποιώ Ξαναστρέφω = επιστρέφω ξανά Ξανατζιινουρκώννω = επαναφέρω στην προηγούμενη κατάσταση Ξανίσκω, ξανίζω, ξανιώ = αρχ. ξαίνω ανακατεύω, σκορπίζω, ξαίνω Ξάνισμαν = ανακάτεμα Ξανιστά = ανακατεμένα Ξαννιά = πολύ μικρή σχίζα ξύλου Ξάννοιμαν = η προσπάθεια να αποσπάσω από κάποιον κάτι που δε θέλει να πει Ξαννοιστούρης = πολυπράγμονας Ξαννοίω = εξετάζω κάποιον επίμονα για να μου εκμυστερευτεί κάτι Ξαντός, ξαντόν = αρχ. ξαίνω νήμα από λινάρι που ξαίνεται, επίδεσμος, μοτός Ξάπλαος = ξέβαθος Ξαμπλέκω = ξεμπλέκω Ξαπολύουμαι = χειραφετούμαι, ελευθερώνομαι Ξαπολυσιά = λύση, ελευθερία Ξαπολυσούρα = ελευθερία Ξαπόλυτος = ελεύθερος, διεφθαρμένος Ξαπολύω, ξαπολώ, ξαπελώ = αρχ. εξαπολύω = ξεδένω, ελευθερώνω, απολύω, μτφ αφήνω κάποιον αναπάντητο Ξαρεσσιά, ξαρίσσια, ξαρέσκια = μεσν εξαρέσκια, αρχ. εξαρέσκομαι = εκείνα που αρέσουν, επιθυμίες Ξαρκής = από την αρχή Ξαρκολόημαν = αδράνεια, τεμπελειά Ξαρκολοώ = είμαι εντελώς αδρανής, τεμπελιάζω Ξαρκός = αργός, που δε δουλεύει Ξαρκώ = είμαι αργός, τηρώ αργία Ξασπρίζω = χλωμιάζω, ξεθωριάζω Ξαστριά = ξαστεριά Ξαφήνω, εξαφήνω = αρχ. εξαφίημι πεθαίνω Ξαφρίζω = αφαιρώ τον αφρό Ξάφτω = αρχ. εξάπτω ανάβω, καίγομαι Ξεβαίννω = ανεβαίνω, εξέρχομαι, βγαίνω Ξεζητώ, ξηζητώ = αναζητώ, ζητώ σε γάμο Ξειν = εξήγηση Ξεκουκκουνίζω = αρχ. κόκκων αφαιρώ τα κουκούτσια Ξεκουντρουλιάζουμαι = μένω ασκεπής Ξεμαρκώννω, ξημαρκώννω = ζεσταίνομαι, αποβάλω την χειμερινή νάρκη Ξενιάζω = κάνω δώρο, δωροδοκώ, χρηματοδοτώ αρχ. ξένιος Ξενικός = ξένος Ξένιον = αρχ. ξένιον δώρο Ξενοήτικον = χωράφι έξω από περιοχή χωριού Ξεπέταστρον, ξεπέταστον = αστέγαστος ηλιακός σπιτιού Ξερανίσκω = στεγνώνω, ξεραίνομαι Ξεραντζιάζω = καθίσταμαι κατάξερος Ξεράντζιασμαν = το να γίνεται κανείς κατάξερος Ξεραντζιάρης = ξερακιανός Ξέρη = ξηρά, ύφαλος Ξερνώ εξερνώ = αρχ. εξεράω κάνω εμετό Ξεροβέξιμον = βήχας χωρίς φλέγματα Ξερόβωλον, ξεροβωλιά = χωράφι που καλλιεργείται και σπείρεται προτού πέσουν βροχές Ξεροκαύλωμαν = καύλωμα χωρίς εξωρετική αφορμή Ξεροκαυλώννω = καυλώννω χωρίς εξωρετική αφορμή Ξεροκεντιά = πόνος του σώματος χωρίς εξωτερικό σημείο Ξεροκόπρης = φιλάργυρος Ξεροπαούρα = υπερβολική ψύχρα χωρίς υγρασία Ξεροσκάτης, ξεροσκάτιν = φιλάργυρος Ξεροτήανον = λοκμάς Ξευκά = ξερκά Ξευριά = γνώση, σοφία Ξεφηκαρώνω = τραβώ μαχαίρι από τη θήκη Ξεφτύννω = φτύνω κατάμουτρα Ξεχασκιάζω = ντροπίαζω, προσβάλλω Ξεχάσκιασμαν = ντρόπιασμα αρχ. χάσκω Ξηβαρκάρομαι = βγάζω από το πλοίο στη στεριά Ξηβιλλίζω = φθείρω το αντρικό μόριο κάποιου Ξηβιλλίστρα = πόρνη Ξηβκάλλω = ξελογιάζω, αποπλανώ, ξεκάνω Ξηβκάρμαν = ξελόγιασμα Ξηβκαρμένη = σφοδρά ερωτευμένη Ξηβλαστώ = ξεφυτρώνω, εμφανίζομαι Ξηβλουίζω, ξηβλουώ = ξεφλουδίζω Ξηβλούισμαν = ξεφλούδισμα Ξηβολλώ = ξελασπίζω Ξηβοσσιεύκω = εγκαταλείπω το επάγγελμα του βοσκού Ξηβρίζω = ξαφρίζω Ξηβρουλλίζω = ξεμπλέκω τις πλεξούδες των μαλλιών Ξηβρούλλισμαν = ξέμπλεγμα των πλεξούδων των μαλλιών της κεφαλής Ξηγαουρίζω = συμπεριφέρομαι σαν γαϊδούρι Ξήγειρμαν = ξήλωμα του ανεστραμμένου μέρος ενός φορέματος, προκειμένου να το μακρύνει κάποιος Ξηγείρνω = ξηλώνω το ανεστράμμενο μέρος φορέματος για να το μακρύνω Ξηγελώ, ξηελώ = αρχ. εκγελώ ξεγελώ, εξαπατώ κάποιον Ξήγημαν = γραπτή διήγηση, λόγος, ιστορία Ξήγηση = προφορική διήγηση, εξιστόρηση Ξηγορεύκω = εξομολογώ Ξηγυριστάριν = είδος πριονιού Ξηδκιαλύζω = ξεπλέκω κάτι που είναι πλεγμένο Ξηδκιώχνω = διώχνω μακριά, εξορίζω Ξηδοντίζω = αφαιρώ δόντια Ξηδόντισμαν αφαίρεση δοντιών Ξηδόντας = εκείνος που έβγαλε τα δόντια του, ξεδοντιάρης Ξηδονταρκά = εκείνος που έβγαλε τα δόντια του ξεδοντιάρης Ξηζευκαρώννω = λύνω τα σχοινιά που ενώνουν δυό βόδια μαζί Ξηζευλώννω = ξεζεύω Ξηζουμίζω = ξεζουμίζω Ξηζουρίζω = οργώνω ένα χωράφι για να το καθαρίσω από τα αγριόχορτα Ξηθάβκω = ξεθάβω Ξηθεμελιώννω = καταστρέφω συθέμελα Ξηθρουμπίσμαν = η συλλογή των κουκουλιών από τα κλαδιά Ξηθυμανίσκω = ξυθυμώνω Ξηκακουδίζω = μεγαλώνω, αναπτύσσομαι, γηράσκω Ξηκαλλικώννω = ξεπεταλώνω Ξηκαλοτζιαιρεύκω = περνώ το καλοκαίρι μου κάπου Ξηκάμνω = σκοτώνω, καταστρέφω Ξηκάμπα = διαμέσου των χωραφιών Ξηκανναουρίζω = καθαρίζω το κανναούριν από το φυτό, παίρνω τα σπέρματα της κάνναβης Ξηκαρκαλίζω = ξεκοκκαλίζω Ξηκαρπίζω = χωρίζω τον καρπό από το περίβλημα του, δίνω καρπό Ξηκαρτίζω = έχω ήδη οργώσει το μεγαλύτερο μέρος ενός χωραφιού Ξηκασσιύζω = φθείρ και βγάζω τις σολές των παπουτσιών Ξηκατζιίζω = αποβάλω την κακία Ξηκλαππώννω = ξεμανταλώνω Ξηκληρίζω = στερώ από κάποιον την περιουσία του Ξηκληρώννω = αποκληρώνω, στερώ από κάποιον κληρονομικα δικαιώματα Ξηκλώθω = κάτι που είναι κλωσμένο το επαναφέρω στην αρχική του κατάσταση Ξηκογγλίζουμαι = ξεχαρβαλώνομαι Ξηκοκκαλίζω = ξεκοκκαλίζω Ξηκοκκινιάζω = γίνομαι κατακόκκινος Ξηκολλώ = αποκολλώ, απομακρύνομαι, αποκολλώμαι Ξηκοπριστός = ο καιρός της διεξαγωγής της κοπριάς από το σταύλο Ξηκορατζιίζω, ξηκορακώ = απαγκιστρώνομαι, απελευθερώνομαι από μυτερό αντικείμενο Ξηκορκιάζω = ξεκορδίζω, εγκαταλείπω την εργασία που ανέλαβα Ξηκοτσινιάζω = γίνομαι κατακόκκινος Ξηκοτσιινίζω = χάνω την κοκκινάδα μου Ξηκουζαλίζω = αφαιρώ τα ξηρά κλαδιά Ξηκουννίζω = αφαιρώ τα κουκούτσια Ξηκουρβουλίζουμαι = ατονούν τα μέλη μου από προσβολής κάποιας νόσου Ξηκουταλίζω = εξαρθρώνω τον ώμο κάποιου Ξηκουτσακώννουμαι = ξαγκριστώνομαι Ξηκρεμμάζω = ξεκρεμάζω Ξηκρεμμίζω = διώχνω Ξηκωλίστρα = που καταστρέφει τα αντρικά μόρια, πόρνη Ξηκώλωμαν = διαφθορά κοριτσιού, υπερβολική κούραση Ξηκωλώννω = καταστρέφω τον κώλο κάποιου μτφ διακορεύω, διαφθείρω Ξηλαΐζω = βγάζω το λάδι από τις ελιές Ξηλαμπρατζιίζει = η φωτιά πετάφει φλόγες Ξηλαμπρίζω = η αναδίδω έντομα φωτιά ή λάμψη Ξήλαμπρος, ξώλαμπρος = εξαιρετικά λαμπρός Ξηλαμπρισμένα = λάμπω, καίω πολύ Ξηλαρμίζω = καθαρίζω ένα χωράφι από πέτρες Ξηλαρτίζω = αφαιρό το λίπος Ξηλαρυντζιίζουμαι = βγάζω το λάρυγγα μου από τις φωνές Ξηλασπίζω = ξελασπώνω Ξηλαώννω = εξερεθίζω, ξαφνιάζω, τρομάζω κάποιον Ξηλείβγω, ξηλείβκω = καταστρέφω, εξολοθρεύω, εξαφανίζω Ξηλειμμάμπελο = το αμπέλι που πλησιάζει να καταστραφεί Ξηλειμμένος = αφανισμένος, κατεστραμένος Ξηλειμμός = αφανισμός, καταστροφή Ξηλειφτούρης, ξηλειφτούριν, ξηλειφτούρα = αυτός που ξηλείβκει, σπάταλος Ξηλείφω = εξαφανίζω, καταστρέφω Ξηλετρίζω = οργώνω ένα χωράφι που έχει ήδη σπαρτεί και ο σπόρος έχει ξεφυτρώσει Ξηλοθρεμμός = αφανισμός, καταστροφή Ξηλοθρεύγω = αφανίζω Ξηλοΐζουμαι = δεν ξέρω, χάνω τα λογικά μου Ξηλοκαρπία = η ευκαρπία των δέντρων, κήπος των λαχανικών και δέντρων, οι καρποί γενικά κν δεντροκαρπία Ξηλοπαούρα = μεγάλη παγωνιά Ξηλουριτζιασμένος = που έβγαλε τα λουριά του, ατημέλητος Ξήλωμαν = καταστροφή, διάλυση Ξηλώνω, ξηλώννομαι = χαλώ την παρθενιά, αποδιοργανώνομαι, διαλύω, ματαιώνω, αποτρέπω, αρπάζω, ακυρώνω, ανακατώνω Ξηλώσιμαν = ιδιοτροπία, απαίτηση Ξημαντρίζω = βγάζω τα πρόβατα από τη μάντρα Ξημαρίζω = μιαίνω, λερώνω Ξημαρισμένος = άνθρωπος λερωμένος, διεφθαρμένος, πρόστυχος Ξημαρόγλωσσους = που λέγει απρεπή λόγια, αθυρόστομος Ξημαρόλογια = λόγια αισχρά Ξημασκαλίζω, ξημασσελίζω = αποσπώ βίαια τη μασχάλη κάποιου, κόβω το κλαδί ενός δέντρου Ξηματώννω = κάνω κάποιον να ματώσει Ξημαυλίζω = παρασύρω στην ανηθικότητα Ξημερτζιάζω, ξημερτζιίζω = διαμελίζω, εξαθρώνω Ξημερτζιίσμαν = διαμελισμός κρέατος κύριως με μαχαίρι Ξημέρωμαν = αυγη, δώρο που προσφέρεται από φίλους και συγγενείς προς του νιόνυμφους την επόμενη μέρα του γάμου τους Ξημετάξισμαν = αναπήνιση του μεταξιού από τα κουκούλια Ξημματίζω, ξηαμματίζω = καταστρέφω τα μάτια ή τα μπόλια ενός δέντρου Ξημολοΐα = εξομολόγηση Ξημολοώ, ξεμολοώ = εξομολογώ Ξημουττίζω = προβάλλω τη μύτη, αφαιρώ τις άκρες Ξημούττισμαν = αφαίρεση άκρων Ξηνερίζω = χάνω τα νερά μου, φεύγω από τον ίσιο δρόμο Ξηνευρίζω, ξηνεφρίζω = αφαιρώ τις νεύρες από το κρέας Ξηνήστεμμαν = το ξύπνημα του μεταξοσκώληκα από τον ύπνο του, η διακοπή της νηστείας Ξηννοιάζω = αποβάλλω την έγνοια Ξηνοματίζω = αξονομάζω Ξηνόστεμαν = σήκωμα και μεταφορά κοπριάς από τη φράκτη στο χωράφι Ξηνοστεύκω = σηκώνω και μεταφέρω την κοπρια από την μάντρα στο χωράφι Ξηνουρίζω = αφαιρώ την ουρά Ξηντακώννω = βγαίνω έξω από το αντάτζιιν Ξηντερίζω, ξηντερίζουμαι = βγάζω το έντερα μου ή κάποιου, αποπατώ Ξηντίλημαν = εξάντληση νερού Ξηντίλιος = εξάντληση Ξηντιλώ, ξηντιλιώ = αφαιρώ τελείως το νερό από το πηγάδι για να το καθαρίσω Ξηντροπκιάζω, ξαντροπκιάζω = ντροπιάζω, κάνω να αισθανθεί ντροπή Ξήντυτος = που δεν είναι ντυμένος Ξηνυστάζω = αποβάλλω τον νυσταγμό Ξηορνιθεύκω = απαλλάσσω κάποιον από τις κότες του Ξηούμαι = εξηγώ, εξηγούμαι, ερμηνεύω Ξηπαρθενεύκω = κάνω κάποιον να χάσει την παρθενιά του Ξηπετρίζω = καθαρίζω το χωράφι από τις πέτρες Ξηπετσίζω = αφαιρώ την πέτσα Ξηπλερώννω = εξοφλώ, ξεπληρώνω Ξήπλεχτος = που έχει λυτά τα μαλλιά του Ξηποράβκω = ξεράβω Ξηπορτίζουμαι = κλάνω, προδίδω μυστικό Ξηποστασιά = ξεκούραση Ξηποστασούρα = ξεκούραση Ξηπόστατος = ξεκούραστος Ξηποστεκουμαι = ξεκουράζομαι Ξηποτίζω = τελειώνω το πότισμα Ξηποτσιλλώ = παύω να πιέζω Ξηπουλλιάζω = εκκολάπτω Ξηππεμός, ξεππεμός = κατάντια, κατάπτωση Ξηππέφτω = αρχ. εκπίπτω ξεπέφτω, πέφτω έξω από εκεί που ήμουν Ξηπυρκάζω = χρησιμοποιείται για όσους έχουν έξαψη στο σώμα ή στο πρόσωπο ένεκα πυρετού, οινοποσίας, ζέστης ή θυμού Ξηπύρκαστος = απύρετος Ξηραμμένος = ξεραμένος μτφ παράλυτος Ξηρήσιιν, ξηρήχιν, ξήρηχα = αβαθής Ξηριζώννω = ξεριζώνω Ξηρκώννω = ξεχρεώνω Ξησάκκωτος = χωρίς σακάκι Ξησιειλίζω, ξησιειλώ = ξεχειλώ, πλημμυρίζω Ξήσιειλος = εντελώς γεμάτο Ξησιειλώννω = γίνομαι πιο πλατύς, ανοίγω Ξησκλαβωσιά = ξεσκλάβωμα Ξησκολίζω, ξησκολώ = τελειώνω τη φοίτηση μου στο σχολείο Ξησκοπίζουμαι = χάνω τον ειρμό των σκέψεων μου ή των κινήσεων μου Ξησπάζω = ξεσπώ, εκτονώνομαι Ξησσιεπάζω = ξεσκεπάζω Ξησσιύζουμαι = χάνω την ντροπή, καθίσταμαι αδιάντροπος Ξησσιυσμένος = (εξησχυμμένος) ξεδιάντροπος Ξηστασιάζω = δίδω στάχυα, ωριμάζω Ξηστήθου, ξηστήχου = απέξω, από μνήμης Ξηστηκός, εξεστηκός = απορημένος, εκστατικός, κατάπληκτος Ξηστιάζω = ξεστεγάζω Ξηστοματίς = προφορικά, με το στόμα, φανερά Ξηστοματώ = ξεστομίζω Ξηστασιυάζω, ξηστρασιάζω = αρχίζω να βγάζω στάχυα Ξηστουπώννω, ξηστουμπώννω = ξεστουπώνω Ξηστρέφκω = αναστρέφω, αναποδογυρίζω Ξηστρεφός = ξανάστροφος, γυρισμένος από την ανάποδη, δυνατό χαστούκι Ξηστρουφωννώ = ξεπετάγομαι, μεγαλώνω (για τα παιδιά) Ξηστρώννω = αφαιρώ το κλινοσκέπασμα Ξητζιοιδκιάζω = βγαίνω έξω από τη φωλιά μου (για τα πουλιά) Ξητιμάζω, ξατιμάζω = βρίζω, προσβάλλω κάποιον αρχ. εξιτιμάζω Ξητιμασιά, ξατιμασιά = βρισίδι, βρισιά, προσβολή Ξητίμασμαν = η πράξη του ξητιμάζω, βρισιά, προσβολή Ξητοπισμός = εκτοπισμός Ξητρισιάζω = μαδώ, αφαιρώ τις τρίχες Ξητροπώννω = χαλώ το ύφασμα που τροπώθηκε Ξητσαννίζω, ξητσαννιώ = βαριέμαι να τρώγω τα ίδια και τα ίδια Ξητσάννισμαν = μπούχτισμα Ξητσεφρίζω = αρχ. τεφρίζω λέγεται για τα φαγητά όταν με το βράσιμο τους βγάζουν την επιφάνεια ένα αφρό που μοιάζει με τέφρα Ξητσιλλώ = σταματώ να πιέζω κάποιον ή κάτι Ξητσιππώννω = αφαιρώ την τσίπα μτφ ντροπίαζω, αφαιρώ το προσωπείο Ξητσίππωμαν, ξητσιππωσιά = αδιαντροπιά Ξητσίππωτη = ξετσίπωτη Ξηφακκώ = σταματώ να κτυπώ, παρασύρομαι και κτυπώ κάπου Ξηφάντωση = ξεφάντωμα Ξηφελλίζω = αφαιρώ τον φελλό Ξηφοινιτζιίζω = καθαρίζω τις αράχνες από τους τοίχους της οροφής του σπιτιού με φύλλα φοινικιάς Ξηφορτώννω = ξεφορτώνω Ξηφουσκάρισμαν = καταλάγιασμα θυμού Ξηφουσκάρω = αρχ. φύσκη καταλαγιάζω, ησυχάζω μετά από ξέσπασμα οργής ή ταραχής, ξεφουσκώνω, ξεθυμαίνω Ξηφτειάζω = δίνω την άδεια σε κάποιοννα φύγει Ξήφτειασμαν = το να επιτρέπει κάποιος σε κάποιον να φύγει Ξηφτελλίζω = αφαιρώ το φτέλλιν (καύκαλο) του ψωμιού Ξηφτερίζω = αφαιρώ τα φτερά, μαδώ Ξηφτέρισμαν = μάδημα Ξηφτερνάριν = τα πέδιλα Ξηφτίζω = ξεφτώ Ξηφωτίζω = φωτίζω Ξηφώτιν = ξημέρωμα, χάραμα Ξηφώτισμαν = χαραυγή Ξηχάννω, ξηάννω = ξεχνώ Ξηχαρβαλλώνω = εξαρθρώνω, διαλύω Ξηχασκιάζω = ξεντροπίαζω, κάνω κάποιον να σταματήσει να είναι σαστησμένος Ξηχάσκιασμαν = ντροπή Ξηχαστούρης = ξεχαστιάρης Ξηχειμωνιάζω, ξησιειμωνιάζω = περνώ τον χειμώνα Ξηχολώ, ξηχολίζω = διασκεδάζω για να ξεχάσω τις πίκρες, ξεδώνω Ξηχώννω = ελευθερώνω κάποιον που έιναι καλυμμένος με το χώμα Ξηχωριστώντα = χωριστά Ξήψουμος, ξήψουμα = χωρίς ένα ψωμί Ξηψυχώ = ξεψυχώ Ξιδκιά = είδος στιφάδου, όπου πλεονάζειτ το ξίδι Ξιδκιάζουμαι = ξινίλες στο στομάχι Ξίδκιασμαν = ξινίλα Ξιδκιατός = ξινίλα του στομάχου Ξιδρώννω = στεγνώνω από τον ιδρώτα Ξιέριν = ξινός Ξίιν = ξίδι Ξιναρίζω = σκάπτω με την αξίνη Ξνάριν = εργαλείο με το οποίο κόβουν ή σχίζουν ξύλα, στενή σκαπάνη Ξιναρκά = το κτύπημα με το ξινάρι Ξινιάτος = αγριοπάλαθο Ξινίδιν, ξινίν = ξινόχορτο, οξαλίς Ξινίζω = χαλώ (για φαγητά), γίνομαι ξινός Ξινισμένος = ξινός, χαλασμένος (για φαγητά) Ξινοκράσιν = ξινισμένο, όξινο και κακής ποιότητας κρασί Ξινούιν = είδος οξαλίδας Ξινοστάφυλον = άγουρο σταφύλι που το έστιβαν στο φαγητό αντί του λεμονιού Ξιρτώ, ξιλτώ = ελλείπω, λιγοστεύω, φυρνώ Ξισάζω = χαλώ Ξισταράς = πωλητής ξισταρκών Ξισταρκά = λαδανιά Ξιφτέριν, ξιφτέρκιν = εξαπτέρυγον Ξόδκια = επικήδειοι ύμνοι, εκφορά νεκρού Ξόεμαν = δαπάνη, έξοδο, διάθεση Ξοδεύκω, ξοεύκω = ξοδεύω Ξοδιάζω, ξοδκιάζω = δαπανώ, ξοδεύω Ξόδκιασμαν = δαπάνη, έξοδος, διάθεση Ξοδώννω = ξεραίνομαι, καταστρέφομαι Ξοννιάζω = ερευνώ, προσπαθώ να ανακαλύψω Ξορατίζω = εξορίζω, εξαφανίζω, σκορπίζω Ξορατικόν = εξαφάνιση, εξορία Ξοράτισμαν = εξορία, αφανισμός Ξορίζω = εξορίζω, διώχνω το κακό Ξόρισμαν = κακό, απευκταίον Ξορισμένςο = κάθε πρήξιμο ή φλόγωση, ασθένεια καρβούνι, ερυσίπελας, καρκίνος, φθίση Ξορίφιν = μικρό ρίφι Ξορμίζουμαι = χάνω τα νερά μου, χάνω την ψυχική μου υγεία Ξορτζιάζω = ξεχερσώνω τη γη Ξόρτζιασμαν = εκχέρσωση Ξόρτζιιν, ξόρτζιος = σκάψιμο και καθάρισμα χωραφιού πριν από το φύτεμα, εκχέρσωση Ξορτώνω = αρχ. εξορθόω επιτυγχάνω, κατορθώνω, είμαι επιτήδειος, ικανός Ξιουράφιν = ξυράφι Ξιούρης = φλύαρος, ψεύτης Ξιουρίζω = ξυρίζω, λέω ψέματα Ξιουρίν = υπερβολική ψύχρα με δυνατό άνεμο Ξιουρκάζω = αρχ. εξορθιάζω = εξεγείρω από τον ύπνο, ξαφνιάζω ή σηκώνω το ζώο από την κοίτη του Ξιούρος = ξύρισμα, πολύ ψυχρός αέρας, ασκεπής Ξιουφάρα, ξιχάρα = πε΄τρα με την οποία αφαιρούν τη λάσπι από το υνί Ξουφάριν ξιουφάριν = ξίφος Ξοχνιάζω = εξιχνιάζω Ξοώννω = ξεδίνω, τα ρίχνω έξω Ξύζω = ξύνω μτφ κερδίζω Ξυλάγγουρος, ξυλάγγουρον = άγουρο πεπόνι, αντζούρι, κάθε αγουρίδα Ξυλαλάς, ξυλαράς = είδος ευώδους ξύλου, δεντρολίβανο Ξυλάππαρος = ποδήλατο Ξυλάς = ξυλέμπορος, ο πωλητής καυσόξυλων Ξυλιά = κτύπημα Ξυλίζω = κτυπώ κάποιον με ξύλο, ξυλοκοπώ Ξυλιτζιή = ξυλεία Ξυλογαάρα = ποδήλατο Ξυλοκέρατον = χαρούπι Ξυλοκρέββατον = τάβλα, ξύλινη νεκροφόρα Ξυλολόιν = πληθώρα ξύλων Ξυλον = πλοίο σημ ξύλο Ξυλοπαούρα = υπερβολική παγωνιά Ξυλόστομος = με πολύ σκληρό και απρόσιτο στόμα Ξυλοφόρικον = δέντρο πολύ ανεπτυγμένο Ξυνιστέριν, συνιστέριν = άσπρο ημίγλυκο κρασί, άσπρο σταφύλι Ξυνιστερκά = η άσπρη κληματίδα που παράγει άσπρα σταφύλια Ξυννίττα, ξαννίττα = τσουκνίθθα Ξυντωτός = αρχ. ξύω ακονισμένος, μυτερός Ξυπνιά = εξυπνάδα Ξύπνος = ξύπνημα Ξύπνος = ξύπνημα Ξυππάζω, ξυππώ = ξαφνιάζω, αιφνιδιάζω Ξύππασμαν = αιφνιδιασμός, ξάφνιασμα Ξυππαστιάρικον = δειλός, φοβητσιάρης Ξυππαστούρης, ξυππαστούριν = γαΐδαρος που ξυππάζεται, γυναικείο εσώρουχο Ξυραφίζω = ξυρίζω Ξυροφόρος = ξυλοφόρος Ξύσμαν = ξύσιμο Ξύστερα, ξύστερον = ύστερα, έπειτα, επακόλουθο Ξυστήριν = το εργαλείο που ξύνει Ξύστρα, ξύστρος = ξύλινη ξύστρα με την οποία καθαρίζουν τη σκάφη του ζυμαριού, εργαλείο που ξύνει Ξυστρίν = εργαλείο που ξύνει Ξυφτέρα = είδος θηλυκού γερακιού Ξιύω = ξύνω Ξωβικλώ, ξωβικλίζω = παρατηρώ, κατοπτεύω Ξώγαιμος = μη συγγενής Ξωγύρου = γύρω γύρω Ξωδκιοβκάλλω = απομακρύνω, αφαιρώ Ξωείτικα = που ακούγεται σε μεγάλη απόσταση Ξώκλωνος, ξωκλώνιν = προεξέχων κλάδος δέντρου Ξωλαμνώ = ξεκινώ να τραβήξω το δρόμο μου Ξώμακρίζω = απομακρύνομαι Ξωμακρώ = απομακρύνομαι Ξωμάσελλη = με εξέχον πηγούνι Ξώμουττα = οι άκρες των κλάδων των δέντρων Ξωπαναύρα, ξαπαναύρω = μετά το παναγύρι Ξώπασκα = μετά το Πάσχα Ξωπασκάζω = περνώ τις γιορτές του Πάσχα Ξωπέτσιν = επιπόλαια, ξώπετσα Ξωποδίτης = φάντασμα Ξωππέφτω = χάνω από την προηγούμενη μου αξία, παρεκκλίνω από τον ίσιο δρόμο Ξώπρωτος = από τους πρώτους ως προς το μέγεθος ή την ιδιότητα, εξαιρετικός Ξωσιέρης, ξωχέρης = με τα χέρια μόνο Ξωτάβρημαν = τραβώ προς την αντίθετη κατεύθυνση από τους άλλους Ξωτζιοιμίζω = κοιμούμαι σε άλλο μέρος από το σπίτι μου Ξωτζιοίμισμαν = η διαμονή των βοσκών στο ύπαιθρο κατά τους καλοκαιρινούς μήνες Ξωτζιοιμούμαι = κοιμούμαι έξω από το σπίτι Ξώφτιν, εξώφτιν = ξώπετσα, επιφανειακά Ξωφτίζω = αστοχώ, δεν είμαι ακριβής στο στόχο μου Ξωχώραφον = χωράφι έξω από το χωριό ΟΜΙΚΡΟΝΟβκός, οβγός = κόλυμπος, λινοβρόχι, αυτός που αναβράζει νερό Οβκός = εβραίος Οβρία = αναρριχόμενο αγριόχορτο Ογκάζω = είμαι συνέχεια υγρός Όγοιος = ο καθένας που, όσος, όποιος Ογρά, οχρά, οφρά = οχρά Ογράτος = που έχει καλό χώμα, ροδοκόκκινος Οδίχα = χωρίς Οδίχως = χωρίς Οδοντοπύρωμαν = φλεγμονή των δοντιών Όδρακος, όγρακος, όδρακας, όθρακας = μικρά τεμάχια υφάσματος σχήματος τριγώνου που μπαίνουν ως συγκόλληση κάτω από τις μασχάλες των ζιμπουινιών των βρακοφόρων Όδρος = όρθρος Όζος = κόμπος ξύλου, ρόζος Οϊνάριν = κρασί Οκατινός = κάποιος Οκε = δεν Οκνιά = τεμπελιά Οκνιαρέτιν = τεμπέλικο Όκνιαρος, οκνιάρης = τεμπέλης Οκνιαρκά = θηλ οκνιάρη Οκνίω = βαριέμαι να δουλέψω Όκον = οίκος Όκτικας = ίκτερος Οκτωβρούδα = χρυσάνθεμο Ολλίον, λκίον = λίγο Ολλιγάνω = λιγοστεύω Ολλίος = λίγος, μικρός Ολόελος = πολύ γελαστός Ολόκαλα = πάρα πολύ καλά Ολόκαλος = πάρα πολύ καλά Ολόλαος = λαδωμένος από πάνω μέχρι κάτω Ολόμαζος = τρυφερός και λευκός σαν μάζα ζυμαριού Ολομερίς = όλη μέρα Ολομερκάρικα = ολομερίς Ολονυχτίς = όλη νύχτα Ολόολον = ομοιογενές Ολοπούρπουλλος = ακάθαρτος, λερωμένος, ολόσκατος Ολόσκατος = όλος σκατά Ολόσουππος = ο τελείως βρεγμένος Ομνέω = ορκίζουμαι Ομνοστιά = γλυκύτητα, χαρά Όμνοστος = όμορφος, νόστιμος, ευχάριστος Ομορκιά = ομορφιά Ομοστικός = δεσμευμένος με όρκο υποτέλειας Ομπλή = μεγάλη έκταση γης που χρησιμοποιείται ως βοσκότοπος Όμπριος = νερό της βροχής Ομπρός = μπροστά Ομπροσθά = μπροστά Ομπρόχυρα = πρόθυρα Ομπρύττερα = πρωτύτερα Ομπυάζω = γεμίζω με πύο Όμπυος = πύος Ονικόν = όνος Ονοματίζω = κατονομάζω, αναφέρω, ορίζω, αποκτώ εθνική ιδιότητα Ονοματισμένος = που κατονομάζεται, καθορισμένος Ονομάτοι = ανθρώποι Ονόμισμαν = χρήμα, νόμισμα Όνταν = όταν Ονύπνιον = ενύπνιο Οξινιά = λεμονιά Όξινος = ξινός Οξιιοί = φτείρες της γλώσσας των βοδιών Όξοδος = δαπάνη Οξόν = εκτός αν Όξονας = που προσποιείται τον αχάπαρο, πως δεν καταλαβαίνει Όξυπνος = έξυπνος Οπλειά = Πούλια Οπλή = περίσταση, μέθοδος, συμπεριφορά Οπνά = πνοή, ψυχή, αναπνοή, κρόταφος Όποθθεν = από όπου Οπόσουν = τόσο πολύ Οπρότερα = νωρίτερα Ορείνια = χωράφια σε ορεινά σημεία Ορείτης = κάτοικος ορεινών χωριών Ορίζω = διατάζω, λέω, έρχομαι Ορκά = οργιά Ορκάρης = που έχει μεγάλο διασκελισμό Ορκή = οργή Ορκολαίμης = μακρόλαιμος Ορκομώννω = ορκίζουμαι Όρκον = υγρασία της γης που ευκολύνει την καλλιέργεια Ορμάζουμαι = παντρεύουμαι Ορμάζω = νυμφεύω Ορμασιά = μνηστεία, γάμος Όρμωμαν = συναρμολόγηση των διαφόρων μερών του ξύλινου αλέτρου Ορνίας = αετός Όρνιθα = κότα Ορνιθαρίτζιη = το επάγγελμα του ορνιθάρη Ορνιθκιά = λάκκος με νερό και τσιλλαρκές των ορνίθων όπου έβαζαν τα δέρματα οι βυρσοδέψες Ορνιθοπέζουνον = μεγάλο σαν όρνιθα περιστέρι, με περισσότερο κρέας αλλά όχι τόσο καρπερό Ορνιθόπουλλον = κοτοπουλάκι Ορνιθοτυφλώννουμαι = μυωπάζω Ορνιθώνας = τόπος όπου κατοικούν οι όρνιθες Όρομαν = όνεριο, οπτασία Οραματίζουμαι = εμφανίζουμαι στον ύπνο και συμβουλεύω Όρος = δάσος, βουνό Ορόφη = νορός, τυρόγαλα Ορπία = ελπίδα Ορπίζω = ελπίζω Ορτζιούμαι = χορεύω Ορτόβυζα = γυναίκα με όρθια βυζιά Ορτόξυλη = πάσσαλοι μέσα στο έδαφος που εξέχουν, ώστε να σχημαζίτουν μάντρα για αιγοπρόβατα Ορτός = στύλος, καλύβας, όρθιος Όρου = κατακόρυφος, κάθετος επιρρ. Ορωτώ = ερωτώ Οσιέντρα = έχιδνα Όσθκια = σωθικά Οσπολλάτε = ευτυχώς, να ζήσεις Οσσιά, νοσσιά = σκιά, είδωλο Όσσον-όσον = όταν, μόλις Όσω = μέσα στο σπίτι Ότοιμα = αμέσως Ότοιμος = έτοιμος Οτοσαύτα = τόσα Ουδεκανού = ειδεμή, αλλιώς Ούκαιρα = άδεια, μάταια, άσκοπα Ούκαιρος = άχρηστος, κενός Ουκαιρώννω = εγκαταλείπω, αδειάζω Ουλλημέρα = όλη την ημέρα Ούλλος = όλος Ούνης = κλεύτης Ούσσου, ουσούτε = σιωπή ηχομιμ. Οφρά = οχρά Οφράδιν = χρ΄βμα Οφαλός = αφαλός Όφκαιρος =- άδειος, μάταιος, κενός Οφτζιαιρκά = ευκαιρία Όφτζιαιρος = άδειος Οφταλμόν = είδος κυπριακού σταφυλιού με μεγάλες ρώγες Οφτόν = ψητό κρέας στο φούρνο Οχρά = χρώμα, παραλλαγή, κουκούλι μεταξιού Οχτάριν = μικρός όχτος Οχτοσιέριν = χτοσιέριν Οχτρός = εχθρός Οψιμάριν = το ζώο που γεννήθηκε όψιμα Οψιμαρκά = δέντρο, φυτό η ζώο που παράγει καρπούς όψιμα Οψιμίζω = ωριμάζω αργά Οψώνια = μισθός, προμήθειες ΠΙΠάβκω = παύω
|
№ | Исходный: Русский | Румейский | Урумский |
---|---|---|---|
1 | я | го | мен |
2 | ты | си | сен |
3 | он , она , оно | атос , аты , атос | о |
4 | мы | мыс | биз |
5 | вы | сис | сиз |
6 | они | атын | олар |
7 | это , этот , эта | туту , тутус , | бу |
8 | то , тот , та | ато | о |
9 | здесь | адъо | бунда |
10 | там | онда | |
11 | кто | тыс | тим |
12 | что | ты | нэ |
13 | где | пу | нэрэдэ |
14 | когда | потэс | нэвахти |
15 | как | тылага | нас |
16 | не | йох | йох |
17 | все | олу | олган |
18 | много | пула | велаат |
19 | несколько | камбоса | бир хач |
20 | мало | лыгу | аз |
21 | другой | аллос | бахша |
22 | один | эна | бир |
23 | два | дъыя | эти |
24 | три | трия | уч |
25 | четыре | тэсэра | дорт |
26 | пять | пэнды | беш |
27 | большой | мегас | балабан |
28 | длинный | макри | узун |
29 | широкий | платы | чен |
30 | толстый | хондро | шишман |
31 | тяжёлый | вари | агыр |
32 | маленький | мкуцкус | кучук |
33 | короткий | кундо | хысарых |
34 | узкий | дар | |
35 | тонкий | лыгно | инҗе |
36 | женщина | хары | |
37 | мужчина | андрикос | адам |
38 | человек | атъарпус | йисан |
39 | ребёнок | мкро | бала |
40 | жена | инэка | хары |
41 | муж | андра | ходжа |
42 | мать | мана | ана |
43 | отец | тата | баба |
44 | животное | джанавар | айван |
45 | рыба | псар | балых |
46 | птица | арнытъ | хуш |
47 | собака | шклы | йит |
48 | вошь | фтыр | бет |
49 | змея | йылан | |
50 | червь | скулэч | свалчан |
51 | дерево | ксила | дирек |
52 | лес | орус | даг |
53 | палка | сурух | тайах |
54 | плод | карпо | йемиш |
55 | семя | сперимата | урлух |
56 | лист | филлу | йапрах |
57 | корень | риза | тамур |
58 | кора | хабух | хабух |
59 | цветок | чичак | чичек |
60 | трава | хортар | от |
61 | верёвка , шнур | шкны | бав |
62 | кожа | дъерма | тэн |
63 | мясо | креяс | эт |
64 | кровь | хан | |
65 | кость | студъ | т'емик |
66 | жир | ичма | йаҒ |
67 | яйцо | вга | йимырта |
68 | рог | черато | мойнуз |
69 | хвост | радъ | хурйуг |
70 | перо | фтэро | ханат |
71 | волосы | трихица | тэль |
72 | голова | фтял | баш |
73 | ухо | фты | хулах |
74 | глаз | мат | гоз |
75 | нос | мты | бурун |
76 | рот | стома | агыз |
77 | зуб | дъонт | тыш |
78 | язык | глосса | дыль |
79 | ноготь | ниш | тырнах |
80 | пята | фтэрна | öкче |
81 | нога | бдъар | айах |
82 | колено | гонату | диз |
83 | рука | шер | эль |
84 | крыло | ханат | ханат |
85 | живот | тилыя | ич |
86 | кишки | дэря | ичеклер |
87 | шея | чилке | бойун |
88 | спина | раша | арха |
89 | грудь | корфу | меме |
90 | сердце | кардъыя | йурегым |
91 | печень | мавру джкар | джиджер |
92 | пить | пину | ичиль |
93 | есть | трого | аша |
94 | укусить | дъаку | |
95 | сосать | цуцупу | |
96 | плевать | фтызу | тљкљрљш |
97 | рвать ( блевать ) | ксерну | хус |
98 | дуть | фису | љфљр |
99 | дышать | нефес ал | |
100 | смеяться | елу | хахалда |
101 | видеть | кöр | |
102 | слышать | шит | |
103 | знать | ксеру | биль |
104 | думать | стохазо | тÿшÿн |
105 | пахнуть | миризу | |
106 | бояться | на фувитъис | хорх |
107 | спать | чимум | |
108 | жить | зу | йаша |
109 | умереть | путъено | öль |
110 | убить | скотоно | öльдÿр |
111 | драться | ||
112 | охотиться | ||
113 | бить | хпу | ур |
114 | резать | кофто | т′ес |
115 | разделить | йар | |
116 | кольнуть , колоть | шкигу | |
117 | царапать | ||
118 | копать | хаз | |
119 | плыть | кулумбу | |
120 | летать | кулумбу | уч |
121 | ходить | паэно | т′ез |
122 | приходить | т′ель | |
123 | лежать | иплуми | йат |
124 | сидеть | катъоме | отур |
125 | стоять | стэкоме | дур |
126 | поворачивать | чевир | |
127 | падать | кримишкум | йыхыл |
128 | дать | хрону | вер |
129 | держать | крато | тут |
130 | сжимать | чалэво | |
131 | тереть | триво | |
132 | мыть | ныфто | йув |
133 | вытирать | триво | силь |
134 | тащить , тянуть | кувало | чек |
135 | толкать | кунду | |
136 | бросать | фика | ат |
137 | вязать | дъематызу | |
138 | шить | рафту | тит′ |
139 | считать | ||
140 | сказать | ди | |
141 | петь | трагудъу | йырла |
142 | играть | пезу | ойн′а |
143 | плавать | камс ялдай | йалдамайа |
144 | течь | стаксму | |
145 | замерзать | ||
146 | пухнуть | ||
147 | солнце | иллюс | |
148 | луна | фенгкус | |
149 | звезда | астру | |
150 | вода | нэро | су |
151 | дождь | вруши | йагмур |
152 | река | потам | öзен |
153 | озеро | тумбуюх | |
154 | море | яло | дэнизе |
155 | соль | алас | туз |
156 | камень | петра | таш |
157 | песок | хум | |
158 | пыль | пухна | тоз |
159 | земля | патус | йер |
160 | облако | булут | |
161 | туман | ||
162 | небо | ураныца | кöк |
163 | ветер | анэмос | д′ель |
164 | снег | шон | хар |
165 | лёд | пагуныя | |
166 | дым | афны | |
167 | огонь | флога | |
168 | пепел | сахтар | |
169 | гореть | чегума | йан |
170 | дорога , путь | страта | йол |
171 | гора | джап | даг |
172 | красный | котьну | хырмызы |
173 | зелёный | хлюро | йешиль |
174 | жёлтый | панярку | саары |
175 | белый | аспро | бьайз |
176 | чёрный | мавро | хара |
177 | ночь | ныхта | дедже |
178 | день | мера | кÿн |
179 | год | хронус | йылда |
180 | тепло | хлыцкус | |
181 | холодно | ||
182 | полный | хундро | долу |
183 | новый | йени | |
184 | старый | палэю | эсти |
185 | хороший | кало | йахши |
186 | плохой | паракато | йаман |
187 | гнилой | ||
188 | грязный | вромярс | блашых |
189 | прямой | исуцкус | |
190 | круглый | стрункло | |
191 | острый | ||
192 | тупой | тубухко | |
193 | гладкий | гластро | |
194 | мокрый | шлуменос | слах |
195 | сухой | стыгно | хуру |
196 | правильный | ||
197 | близко | йахын | |
198 | далеко | узах | |
199 | правый | дъекшо | саг |
200 | левый | чулахку | сол |
201 | на | пас | сÿт |
202 | в | апесу | |
203 | с | сэнантоп | |
204 | и | да | |
205 | если | ан | |
206 | потому что | ||
207 | имя | онома | ад |
No. | Русский |
Greek ελληνικά (ellīniká) |
IPA pronunciation |
---|---|---|---|
1 | я | εγώ | eˈɣo |
2 | ты | εσύ , εσείς (formal) | eˈsi, eˈsis |
3 | он | αυτός | afˈtos |
4 | мы | εμείς | eˈmis |
5 | вы | εσείς | eˈsis |
6 | они | αυτοί | afˈti |
7 | этот | αυτό | afˈto |
8 | тот | εκείνο | eˈcino |
9 | здесь | εδώ | eˈðo |
10 | там | εκεί | eˈci |
11 | кто | ποιος | pços |
12 | что | τι | ti |
13 | где | πού | pu |
14 | когда | πότε | ˈpote |
15 | как | πώς | pos |
16 | не | δε (ν) , μη (ν) | ðe(n), mi(n) |
17 | всё | όλοι | ˈoli |
18 | много | πολλοί | poˈli |
19 | несколько | μερικοί | meriˈci |
20 | мало | λίγοι | ˈliʝi |
21 | другой | άλλοι | ˈali |
22 | один | ένα | ˈena |
23 | два | δύο | ˈðio |
24 | три | τρία | ˈtria |
25 | четыре | τέσσερα | ˈtesera |
26 | пять | πέντε | ˈpende |
27 | большой | μεγάλος | meˈɣalos |
28 | длинный | μακρύς | maˈkris |
29 | широкий | πλατύς , φαρδύς | plaˈtis, farˈðis |
30 | толстый | παχύς , χοντρός | paˈçis, xonˈdros |
31 | тяжёлый | βαρύς | vaˈris |
32 | маленький | μικρός | miˈkros |
33 | короткий | κοντός | koˈndos |
34 | узкий | στενός | steˈnos |
35 | тонкий | λεπτός | leˈptos |
36 | женщина | γυναίκα | ʝiˈneka |
37 | мужчина | άνδρας | ˈandras |
38 | человек | άνθρωπος | ˈan̪θropos |
39 | ребёнок | παιδί | peˈði |
40 | жена | σύζυγος , γυναίκα | ˈsiziɣos, ʝiˈneka |
41 | муж | σύζυγος , άντρας | ˈsiziɣos, ˈandras |
42 | мать | μητέρα , μάνα | miˈtera, ˈmana |
43 | отец | πατέρας | paˈteras |
44 | животное | ζώο | ˈzoo |
45 | рыба | ψάρι | ˈpsari |
46 | птица | πουλί | puˈli |
47 | собака | σκύλος | ˈscilos |
48 | вошь | ψείρα | ˈpsira |
49 | змея | φίδι | ˈfiði |
50 | червь | σκουλήκι | skuˈlici |
51 | дерево | δέντρο | ˈðendro |
52 | лес | δάσος | ˈðasos |
53 | палка | ραβδί , βέργα | raˈvði, ˈverɣa |
54 | фрукт | φρούτο | ˈfruto |
55 | семя | σπόρος | ˈsporos |
56 | лист | φύλλο | ˈfilo |
57 | корень | ρίζα | ˈriza |
58 | кора | φλοιός | fliˈos |
59 | цветок | λουλούδι | luˈluði |
60 | трава | χορτάρι | xorˈtari |
61 | верёвка | σχοινί | sciˈni |
62 | кожа | δέρμα | ˈðerma |
63 | мясо | κρέας | ˈkreas |
64 | кровь | αίμα | ˈema |
65 | кость | κόκαλο | ˈkokalo |
66 | жир | λίπος | ˈlipos |
67 | яйцо | αυγό | avˈɣo |
68 | рог | κέρατο | ˈcerato |
69 | хвост | ουρά | uˈra |
70 | перо | πούπουλο , φτερό | ˈpupulo, fteˈro |
71 | волос | τρίχα (single), μαλλιά (collective) | ˈtrixa, maˈʎa |
72 | голова | κεφάλι | ceˈfali |
73 | ухо | αυτί | afˈti |
74 | глаз | μάτι | ˈmati |
75 | нос | μύτη | ˈmiti |
76 | рот | στόμα | ˈstoma |
77 | зуб | δόντι | ˈðondi |
78 | язык | γλώσσα | ˈɣlosa |
79 | ноготь | νύχι | ˈniçi |
80 | стопа | πόδι | ˈpoði |
81 | нога | πόδι | ˈpoði |
82 | колено | γόνατο | ˈɣonato |
83 | рука | χέρι | ˈçeri |
84 | крыло | φτερό | fteˈro |
85 | живот | κοιλιά | ciˈʎa |
86 | кишки | σπλάχνα , εντόσθια | ˈsplaxna, eˈndosθia |
87 | шея | λαιμός | leˈmos |
88 | спина | πλάτη | ˈplati |
89 | грудь | στήθος | ˈstiθos |
90 | сердце | καρδιά | karˈðʝa |
91 | печень | συκώτι | siˈkoti |
92 | пить | πίνω | ˈpino |
93 | есть | τρώ(γ)ω | ˈtro(ɣ)o |
94 | кусать | δαγκώνω | ðaˈŋɡono |
95 | сосать | ρουφώ | ruˈfo |
96 | плевать | φτύνω | ˈftino |
97 | рвать , блевать | ξερνώ | kserˈno |
98 | дуть | φυσάω | fiˈsao |
99 | дышать | αναπνέω , ανασαίνω | anaˈpneo, anaˈseno |
100 | смеяться | γελάω | ʝeˈlao |
101 | видеть | βλέπω | ˈvlepo |
102 | слышать | ακούω | aˈkuo |
103 | знать | ξέρω , γνωρίζω | ˈksero, ɣnoˈrizo |
104 | думать | σκέφτομαι , νομίζω | ˈsceftome, noˈmizo |
105 | нюхать | μυρίζω | miˈrizo |
106 | бояться | φοβάμαι | foˈvame |
107 | спать | κοιμάμαι | ciˈmame |
108 | жить | ζω | zo |
109 | умирать | πεθαίνω | peˈθeno |
110 | убивать | σκοτώνω | skoˈtono |
111 | драться | μαλώνω | maˈlono |
112 | охотиться | κυνηγώ | ciniˈɣo |
113 | ударить | χτυπώ | xtiˈpo |
114 | резать | κόβω | ˈkovo |
115 | разделить | χωρίζω | xoˈrizo |
116 | колоть | μαχαιρώνω | maçeˈrono |
117 | царапать | ξύνω | ˈksino |
118 | копать | σκάβω | ˈskavo |
119 | плавать | κολυμπώ | kolimˈbo |
120 | летать | πετάω | peˈtao |
121 | ходить | περπατώ | perpaˈto |
122 | приходить | έρχομαι | ˈerxome |
123 | лежать | ξαπλώνω , πλαγιάζω | ksaˈplono, plaˈʝazo |
124 | сидеть | κάθομαι | ˈkaθome |
125 | стоять | στέκομαι | ˈstekome |
126 | вертеть | γυρίζω | ʝiˈrizo |
127 | падать | πέφτω | ˈpefto |
128 | давать | δίνω | ˈðino |
129 | держать | κρατάω | kraˈtao |
130 | сжимать | ζουλάω | zuˈlao |
131 | тереть | τρίβω | ˈtrivo |
132 | мыть | πλένω | ˈpleno |
133 | вытирать | σκουπίζω | skuˈpizo |
134 | тянуть | τραβώ | traˈvo |
135 | толкать | σπρώχνω | ˈzbroxno |
136 | бросать | ρίχνω , πετώ | ˈrixno |
137 | вязать | δένω | ˈðeno |
138 | шить | ράβω | ˈravo |
139 | считать | μετράω | meˈtrao |
140 | сказать | λέω | ˈleo |
141 | петь | τραγουδώ | traɣuˈðo |
142 | играть | παίζω | ˈpezo |
143 | плыть | πλέω , επιπλέω | ˈpleo, epiˈpleo |
144 | течь | τρέχω | ˈtrexo |
145 | замерзать | παγώνω | paˈɣono |
146 | пухнуть | φουσκώνω , πρήζομαι | fuˈskono, ˈprizome |
147 | солнце | ήλιος | ˈiʎos |
148 | луна | σελήνη , φεγγάρι | seˈlini, feˈŋɡari |
149 | звезда | αστέρι , άστρο | aˈsteri |
150 | вода | νερό | neˈro |
151 | дождь | βροχή | vroˈçi |
152 | река | ποτάμι | poˈtami |
153 | озеро | λίμνη | ˈlimni |
154 | море | θάλασσα | ˈθalasa |
155 | соль | αλάτι | aˈlati |
156 | камень | πέτρα | ˈpetra |
157 | песок | άμμος | ˈamos |
158 | пыль | σκόνη | ˈskoni |
159 | почва | γη | ʝi |
160 | облако | σύννεφο | ˈsinefo |
161 | туман | ομίχλη | oˈmixli |
162 | небо | ουρανός | uraˈnos |
163 | ветер | αέρας | aˈeras |
164 | снег | χιόνι | ˈçoni |
165 | лёд | πάγος | ˈpaɣos |
166 | дым | καπνός | kaˈpnos |
167 | огонь | φωτιά | foˈtça |
168 | зола | στάχτη | ˈstaxti |
169 | гореть | καίω | ˈceo |
170 | дорога | δρόμος | ˈðromos |
171 | гора | βουνό | vuˈno |
172 | красный | κόκκινος | ˈkocinos |
173 | зелёный | πράσινος | ˈprasinos |
174 | жёлтый | κίτρινος | ˈcitrinos |
175 | белый | άσπρος | ˈaspros |
176 | чёрный | μαύρος | ˈmavros |
177 | ночь | νύχτα | ˈnixta |
178 | день | μέρα | ˈmera |
179 | год | χρόνος | xroˈnos |
180 | тёплый | ζεστός | zeˈstos |
181 | холодный | κρύος | ˈkrios |
182 | полный | γεμάτος | ʝeˈmatos |
183 | новый | καινούργιος | ceˈnurʝos |
184 | старый | παλιός | paˈʎos |
185 | хороший | καλός | kaˈlos |
186 | плохой | κακός | kaˈkos |
187 | гнилой | σάπιος | ˈsapços |
188 | грязный | βρόμικος | ˈvromikos |
189 | прямой | ίσιος | ˈisços |
190 | круглый | στρογγυλός | stroɲɟiˈlos |
191 | острый | κοφτερός | kofteˈros |
192 | тупой | στομωμένος | stomoˈmenos |
193 | гладкий | λείος | ˈlios |
194 | мокрый | βρεγμένος , υγρός | vreɣˈmenos, iˈɣros |
195 | сухой | στεγνός , ξερός | steˈɣnos, kseˈros |
196 | правильный | σωστός | soˈstos |
197 | близкий | κοντά | koˈnda |
198 | далекий | μακριά | makriˈa |
199 | правый | δεξιά | ðeksiˈa |
200 | левый | αριστερά | aristeˈra |
201 | на (чём-то) | σε | se |
202 | в (чём-то) | μέσα | ˈmesa se |
203 | с (чем-то) | με | me |
204 | и | και | ce |
205 | если | εάν , αν | eˈan, an |
206 | потому что | επειδή , γιατί | epiˈði, ʝaˈti |
207 | имя | όνομα | ˈonoma |
Названия месяцев на понтийском диалекте
Καλαντάρς [каландартс] - январь
Κούντουρος [кундурос] kunturos - февраль
Μάρτς [мартс] - март
Απρίλτς [априлтс] - апрель
Καλομηνάς [каломинас] - май
Κερασινός [Керасинос] - июнь
Χορτοθέρτς [хартофертс]/Θερνόν [фернон] - июль
Αλωνάρτς [алонартс] - август
Σταυρίτες [ставритес] - сентябрь
Τρυγομηνάς [тригоминас] - октябрь
Αεργίτες [аергитес] - ноябрь
Χριστενιάρτς [христанартс] - декабрь