|
το шахм. рокировка; κάνω ~ — рокировать (ся) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рокировка? — ροκέ как с (ново)греческого переводится слово ροκέ? — рокировка — σαπροφάγα — σαγανάκι — συλλειτουργός — γκαλόπάρισμα — απαβγουλιάζω — γαλλόφιλος — λιγοζώητος — ανθρωποσωτήριος — διό — μικροβένθος — αράθυμος — καλοκαιριάζει — αγιασμός — αλληλοδιαδοχή — γεροντόσπορος — habit — χαλκευτήριον — ανθεκτικός — μόρφασμα — ειρηνευτής — βαρβάκι |
|||