|
το церковные земли #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово церковные земли? — πατριμόνιο как с (ново)греческого переводится слово πατριμόνιο? — церковные земли — δευτερίζω — καπνοτόπι — περίσκεψη — εμβαμματοδοχείο — καταρρακτώδης — εμπύρευση — επίγρυπος — μωρός — μελιτακιά — λιγοθυμώ — ανεμούρι — τορβάς — αντίρροια — γρεναδίνη — συχωρνάω — ηθολογία — κοιλαρά — στριγγλιά — ακτινολόγος — λαοπλάνος — κατσαμάκι |
|||