εκπαιδευμένος

формы словаβ
εκπαιδευμένος



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово εκπαιδευμένος? —


βρούχοςπαραγοντίσκοςγιαλοπερίγιαλοάντερογεωργήσιμοςπαρακλητικόςταχτάρισμαψήφακουφόμυαλοςσπαλέττομακροσόλλαβοςαγριόμουτροαγκίστρωσηακροβάτισσαπεριορίζωιμάτιοναλλοδαπήενδεήςσυμφεροντολογίαμπάσιμοπαραδίνω




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit