|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εκπαιδευμένος? — — βρούχος — παραγοντίσκος — γιαλοπερίγιαλο — άντερο — γεωργήσιμος — παρακλητικός — ταχτάρισμα — ψήφα — κουφόμυαλος — σπαλέττο — μακροσόλλαβος — αγριόμουτρο — αγκίστρωση — ακροβάτισσα — περιορίζω — ιμάτιον — αλλοδαπή — ενδεής — συμφεροντολογία — μπάσιμο — παραδίνω |
|||