Новогреческий словарь
σίφων
σίφων
(-ωνος) ο 1)
сифон
;
2) мор.
насос
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сифон
? —
σίφων
как на
(ново)греческом
будет слово
насос
? —
σίφων
как с
(ново)греческого
переводится слово
σίφων
? — сифон, насос
#
(ново)греческий словарь
—
μεταλλογραφικός
—
εγκαλεστής
—
οφρύς
—
ευχάριστος
—
πρωτοψάλτης
—
εκστρατεία
—
ξανθόμαλλο
—
αμφίδετος
—
λοχείος
—
καρδιοαγγειογραφία
—
τυλιγάδιασμα
—
αλμυρότητα
—
τριημερία
—
δρακόντι
—
δεκατεύω
—
ενανθράκωσις
—
ερείδομαι
—
μυρμηγκιά
—
πυελολιθοτομία
—
σχίζα
—
καταπείθω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве