|
παθ. αόρ. от συμπηγνύω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово συνεπήχθην? — — ανεπισκίαστος — αρχίατρος — γλυκόμματος — πολλάκις — προτιμάω — ἀκάϊον — κωκταηλ — δυσκαής — τζερεμές — φορτσαρισμένος — όχθος — θυμαράκι — ξηρός — παρασιωπώ — φερμένος — τρέχω — απορώ — ανδραγαθίζομαι — ντάρα — λεονταρίσιος — αγροτεχνική |
|||