Новогреческий словарь
πρωτοψάλτης
πρωτοψάλτης
ο церк. 1)
первый певчий
;
2)
регент
(церковного хора)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
первый певчий
? —
πρωτοψάλτης
как на
(ново)греческом
будет слово
регент
? —
πρωτοψάλτης
как с
(ново)греческого
переводится слово
πρωτοψάλτης
? — первый певчий, регент
#
(ново)греческий словарь
—
προκηρήσσω
—
ανεμόστροφον
—
αποσκιρτώ
—
αναβαθμίση
—
απολεπισμένος
—
κομιτατζής
—
εκατονταπλούς
—
κατώτερος
—
ανθρακωρυχείο
—
αναστροφικός
—
πικάρομαι
—
λευτερώνομαι
—
φωτοηλιογραφία
—
άγκυρα
—
αγογγυσιά
—
πρεσβυωπία
—
βροχοσκόπηση
—
κρυψιβουλία
—
μασούλημα
—
ξεμπλέκω
—
μεσημερίαζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,