|
ο 1) ворс (шерстяной ткани); 2) мор. кливер #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ворс? — φλόκκος как на (ново)греческом будет слово кливер? — φλόκκος как с (ново)греческого переводится слово φλόκκος? — ворс, кливер — πυελικός — ελεκτικότητα — βοϊδόγλωσσο — ξυλάλευρο — αγγιστρεύω — ποινικοποιούμαι — θαλασσοξακουσμένος — συγγένεια — εμβλέπω — κλειθροποιός — εκπλέω — κλωστοβιομηχανία — συλβία — τρυγητός — πενταπλάσιος — δασκαλάκος — στοιχειοχύτης — ξυπολυσιά — μνεία — αυτοέλεγχος — ακαβούρντιστος |
|||