|
ο 1) пригород; 2) посёлок, поселение; εργατικός ~ — рабочий посёлок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пригород? — συνοικισμός как на (ново)греческом будет слово посёлок? — συνοικισμός как на (ново)греческом будет слово поселение? — συνοικισμός как с (ново)греческого переводится слово συνοικισμός? — пригород, посёлок, поселение — μέλλον — εθελόντρια — καμπτός — πολιτικοκοινωνικός — κοίταγμα — μετενσάρκωση — τιμαλφής — περιβόητος — ανεπίτευκτος — κοσμοβριθής — αγούλιαστος — δυσμενικός — αποφύομαι — προσπελάσιμος — υπώρεια — αιμαγγείωμα — αμαντάριστος — αλεξίπτωτο — μαυροπίνακας — συζητητής — καθεστηκυία |
|||