|
ο партнёр (в игре) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово партнёр? — συμπαίκτης как с (ново)греческого переводится слово συμπαίκτης? — партнёр — βουλγάρικα — κομψοεπής — τλήμων — δημοσιονομία — ανάστερος — χαλκώδες — σομπρέρο — λαμπράδα — κοντραμπασίστας — βελονοφοβία — πλανώ — διεμβολή — ανώριμος — απτερύγωτα — εξέταστρα — ψιλοκαμωμένος — ψυχοπαθολογία — καθεστώς — αρναούτης — φευγατίζω — μαστίχα |
|||