|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово άπλωμα? — — φρεσκοξυρισμένος — πυροβολισμός — δηώνω — γιγάντινος — αποσυνδέω — ερμελίνη — ξεφύτρωμα — σύγγαμβρος — ένταξη — φυλλοφορώ — ακατάσβεστος — αδέσμευτος — αναβόλι — προσρόφηση — εμβολίζω — βίαιος — κουτσαίνω — σουρομαδάω — υποθήκη — όνος — διχάλα |
|||