|
некипячёный; ~α ρούχα — бельё(__,__) не подвергшееся кипячению #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово некипячёный? — ακαζάνιαστος как с (ново)греческого переводится слово ακαζάνιαστος? — некипячёный — τελικά — επταπλάσιος — θυμούμαι — εξαντλητός — λαγόπους — καταστηματάρχισσα — ατρόμαχτος — ψηλαφίζομαι — κρατάω — ζητιανεύω — ενταλματίας — κορνιζάς — ειδωλολατρικός — μπουζουκίστας — φυλακισμενος — παλικαράς — επιδεινώνομαι — τσίφτης — επαγγελματικά — αμυγδαλογαλα — καστανόξανθος |
|||