|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово επιτρέχω? — — καμπυλοειδής — μαίτρ — εδεσματοθήκη — ψυχολογώ — χόρευμα — Μαγνησία — αναμπουμπούλα — επιπλώνω — μισοχρονής — ευγονία — καθαιμάσσω — θρονιάζω — τουρκοπούλι — σομακί — κατακρεούργηση — ποντίζω — ραπόρτο — μεταλλουργία — ανδροπρεπής — στυλά — αρμονίζω |
|||