|
η 1) отказ; 2) отречение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отказ? — απάρνηση как на (ново)греческом будет слово отречение? — απάρνηση как с (ново)греческого переводится слово απάρνηση? — отказ, отречение — ηλιοθρεμμένος — απολισθαίνω — δασκαλίτσα — αργυραμοιβείο — καιροσκοπώ — νομισματοθήκη — αναδείχνω — ερεβινθοειδής — εβραΐστρια — εσοδιάζω — οδηγήτρια — μικρύνω — επικυρίαρχος — ανδραγαθικός — πατομπούκαλο — ζαίνω — άκων — σταξιά — σεισμογραφικός — ζεσταίνω — Ω |
|||