|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πορνοστάρ? — — κοσμογυρισμένος — αμφιρρέπω — αφρολογώ — πατσατζίδικο — αισθηματικός — ζωοτέχνης — αχυρόλασπη — πατριδωνυμικός — δενδροτόμία — γονατιά — αντιβογγώ — ισοστάθμιση — δασμολογία — τρύπα — μεγαλήτερος — γραφική — ολίγιστος — τέφρα — παζαριάτικος — κλάδωμα — δευτεραγωνίστρια |
|||